Της Λυδίας Τσώνη,
Η έννοια του «τηλεοπτικού αστέρα», όπως άλλωστε είναι εμφανές και από το όνομά του δεν προϋπήρχε εξ’ αρχής στη φύση. Αποτελεί ένα από τα πολλά δημιουργήματα του ανθρώπου. Δεν δημιουργήθηκε για την επιβίωσή του, ούτε για τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς του, αποσκοπούσε ωστόσο σε ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο κομμάτι: αυτό της «ψυχαγωγίας». Ο σύγχρονος άνθρωπος απαλλαγμένος από όλα όσα κάποτε τον βάρυναν, θέτει τη διασκέδαση στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του, την καθιστά βασικό κομμάτι της ζωής του. Έτσι, με την ανακάλυψη και στη συνέχεια τη διάδοση της τηλεόρασης και του κινηματογράφου γεννήθηκε μια νέα εποχή. Μια εποχή που ποτέ δεν έφτασε σε τέλος, καθώς ακόμη και σήμερα εμφανίζονται νέες δυνατότητες παρακολούθησης σειρών, ταινιών, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και αναζήτησης κάθε είδους ενδιαφέροντος. Είναι εμφανές λοιπόν πως για όσους ασχολούνται με το τηλεοπτικό κομμάτι, η επιτυχία είτε οικονομική, είτε κοινωνική είναι δεδομένη. Γι’ αυτό και άλλωστε τόσοι πολλοί σπεύδουν σ’ αυτή την απασχόληση. Ωστόσο, για τον ίδιο ακριβώς λόγο η κατάσταση αυτή άρχισε τόσο γρήγορα να ξεφεύγει από τον έλεγχο.
Νομίζω μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι ζούμε στην εποχή όπου ο καθένας μπορεί να γίνει διάσημος. Μέσω του διαδικτύου, της τηλεόρασης, των social media γεννιούνται καθημερινά νέα «πρότυπα» με τα οποία ταυτιζόμαστε, νέοι «κωμικοί» με τους οποίους γελάμε, νέοι «αστέρες» της στιγμής, που κάνουν καριέρα βασισμένοι σε μια ορδή followers που σύντομα ελπίζουν να πάρουν τη θέση τους. Ακόμη και η τηλεόραση που κάποτε φιλοξενούσε ελάχιστους τυχερούς έχει πλέον κυριευτεί από την ανάγκη αυτοπροβολής του καθενός. Αυτό συμβαίνει, διότι άλλαξε ο σκοπός της: από μέσο ενημέρωσης «μεταμφιέστηκε» σε μέσο επηρεασμού της κοινής γνώμης. Πρόκειται για ένα κυνήγι της εφήμερης φήμης στο οποίο «θυσιάζεται» κάθε ίχνος αυτοσεβασμού και ουσιαστικών ταλέντων.
Και ύστερα προκύπτει- για όλους εκείνους που ξέρουν πως να κατευθύνουν την κοινή γνώμη- ένα πολύ βασικό ερώτημα: όταν υπάρχει τέτοια πληθώρα διάσημων, ποιος μένει και ποιος φεύγει; Ποιος προχωράει μπροστά και ποιος ξεχνιέται σαν να μην υπήρξε ποτέ; Τα ερωτήματα αυτά ανέκαθεν συνόδευαν τους «μεγάλους αστέρες», ανέκαθεν συνόδευαν την φήμη και την επιτυχία. Φυσικά, δεν ξεχνιούνται όλοι λόγο κάποιας έξυπνης πλεκτάνης, αλλά και λόγω της έλλειψης ταλέντου ή της αδυναμίας ενσωμάτωσης στις νέες εποχές. Δεν μπορούμε ωστόσο να μην διατυπώσουμε ένα μοτίβο που σχηματίζεται σε ό,τι αφορά την πτώση σε αφάνεια.
Πιο εύκολο να «εξαφανιστεί» είναι ένας νέος καλλιτέχνης, κάποιος με ελάχιστες επιτυχίες που δεν έγινε αρεστός στο κοινό. Τότε, ονομάζεται αποτυχημένο πείραμα και χάνεται εν μία νυκτί. Για να σωθούν η μόνη τους ελπίδα είναι να καταφύγουν σε μεμπτές μεθόδους. Για παράδειγμα, στην ικανοποίηση επιθυμιών κάποιου παραγωγού, σε χάρες με ανταλλάγματα ή μέσω χρηματικού εξαναγκασμού. Στη συνέχεια, άλλοι καλλιτέχνες με χρόνια καριέρας αναγκάζονται να υποχωρήσουν για να έρθουν στη δόξα νέα ονόματα, νέες προσωπικότητες με τα κατάλληλα «μέσα» και τις σωστές κοινωνικοπολιτικές γνωριμίες. Αυτοί δεν χάνονται για πάντα, όμως αναγκάζονται να ζήσουν για λίγο στο περιθώριο και να αφήσουν το ταλέντο τους να «σκουριάσει». Άλλοτε, καταλήγουν ως συμπληρώματα σε άλλους ή «γεύονται» απότομα την κοινωνική αποδοκιμασία.
Κι έπειτα έρχονται τα «μεγάλα ονόματα» που ζουν σε μια διαρκή πάλη για επικράτηση. Είναι άλλωστε αστείο το πως κάτι τόσο εξελιγμένο τεχνικά μπορεί να μας γυρνάει σε κάτι τόσο αρχέγονο και πρωτόγονο πολιτισμικά. Έτσι, όλοι οι διάσημοι «αστέρες» μιλούν, ντύνονται, αστειεύονται και στήνονται με τον ίδιο τρόπο σε μια χορογραφία τόσο άρτια πλασμένη και εκτελεσμένη, για να φαντάζει φυσική. Με άλλα λόγια, «αποβάλλουν» ένα σημαντικό τμήμα του εαυτού τους για να φτάσουν στην κορυφή, γνωρίζοντας πως μόλις τα καταφέρεις, αν δεν κρατηθείς εκεί ο μόνος δρόμος είναι προς τα κάτω. Το παιχνίδι αυτό της επικράτησης παίζεται λιγότερο εξωτερικά, δηλαδή αυτό που βλέπει το κοινό και κυρίως «υπόγεια» με συμφωνίες μεταξύ εταιρειών και ανθρώπων-φαντασμάτων, αυτών που δεν μαθαίνει ποτέ κανείς, είναι όμως πάντα εκεί για να κατευθύνουν τις μεγάλες αποφάσεις. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μια απροσδόκητη πτώση σε αφάνεια του ενός και μια ταυτόχρονη εκτόξευση στον θαυμασμό και τα πλούτη του άλλου. Ακόμη και εκείνοι όμως που κατόρθωσαν να παραμείνουν ή να φτάσουν με νύχια και δόντια στην κορυφή δεν αργούν να κοιταχτούν στον καθρέφτη. Άραγε, θα αναγνωρίσουν το είδωλό τους κάτω από όλες τις στρώσεις που τους έχουν φορέσει ή θα αντικρύσουν κάτι ολότελα διαφορετικό; Θα είναι περήφανοι για όσα κέρδισαν; Όλα επιστρέφουν στο αιώνια αναπάντητο ερώτημα: που σταματάει ο «αστέρας» και που ξεκινά ο άνθρωπος;