Της Εβελίνας Μάστουρα,
Σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο του άρθρου. Το άρθρο 3 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: §1.Eπικρατούσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού. H Oρθόδοξη Eκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Iερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
§2. Tο εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Kράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
§3. Tο κείμενο της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. H επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτοκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης του Xριστού Eκκλησίας στην Kωνσταντινούπολη.
Κάνοντας μια απλή ανάγνωση της ανωτέρω διάταξης, συμπεραίνουμε ότι στο συγκεκριμένο χωρίο του Συντάγματος ρυθμίζονται κανονιστικά οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Πολιτεία αλλά και ευρύτερα η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική επικράτεια. Οι θεμελιώδεις αρχές που απορρέουν από αυτό θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως: α) Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι το ορθόδοξο δόγμα, β) η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι δογματικά αναπόσπαστα ενωμένη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και τηρεί όπως αυτές τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις, γ) η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι καταρχήν αυτοκέφαλη και αυτοδιοικείται, δ) κατοχυρώνονται ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα εντός της Ελληνικής επικράτειας, ε) το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο.
Ιστορική επισκόπηση: Κύριο αντικείμενο εξέτασης του εν λόγω κειμένου θα αποτελέσει η ανάλυση του όρου «επικρατούσα» θρησκεία, όπως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 1, εδάφιο α’, του άρθρου 3 του Συντάγματος και η προσπάθεια ανεύρεσης μιας ευλόγως ικανοποιητικής απάντησης στο ερώτημα αν το ελληνικό κράτος είναι ουδετερόθρησκο. Ήδη από το Σύνταγμα του 1952, το Ορθόδοξο δόγμα καθιερωνόταν ως η «επικρατούσα» θρησκεία, με την έννοια όμως της «επίσημης» θρησκείας του κράτους. Εξ αυτού του λόγου οι κανονιστικές συνέπειες που απέρρεαν από την ιστορική ερμηνεία της συγκεκριμένης διατύπωσης ήταν αναμφίβολα προδήλως πιο δεσμευτικές και εκτεταμένες εν συγκρίσει με την σημερινή ερμηνεία της διατάξεως. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, οριζόταν ότι τη θρησκεία αυτή όφειλε να πρεσβεύει ο Βασιλέας ήδη ως διάδοχος (άρθρο 47 Σύνταγμα 1952), ότι την θρησκεία αυτή ορκιζόταν να προστατεύει ο Βασιλέας (άρθρο 43), ότι τον όρκο αυτό έδινε ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας ενώπιον και της Ιεράς Συνόδου (άρθρο 43 παρ. 2), ότι βάση της διδασκαλίας στη μέση και στοιχειώδη εκπαίδευση ήταν οι ιδεολογικές κατευθύνσεις του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού (άρθρο 16 παρ. 2), ότι η κατάσχεση εφημερίδων και περιοδικών επιτρεπόταν για προσβολή της χριστιανικής μόνο θρησκείας (άρθρο 14 παρ. 2) και ότι ο προσηλυτισμός και κάθε άλλη επέμβαση απαγορευόταν μόνο κατά της επικρατούσας θρησκείας.
Ύστερα από την επτάχρονη περίοδο δικτατορίας, οπότε και η ανάγκη προσήλωσης σε ένα δόγμα, αποτέλεσε ένα από τα συστατικά στοιχεία επιβολής εξουσίας, η μετέπειτα θέσπιση του μεταπολιτευτικού πλέον Συντάγματος του 1975, επιχείρησε την εκκοσμίκευση του κράτους δίχως όμως να αποτολμήσει κάποια ρηξικέλευθη τομή. Για πρώτη φορά, το άρθρο που ρύθμισε τις σχέσεις της Εκκλησίας και κράτους μεταφέρθηκε στο τρίτο άρθρο του Συντάγματος, από την πρώτη θέση που κατελάμβανε προηγουμένως. Ο ανώτατος άρχοντας δεν απαιτείτο πλέον να ασπάζεται το χριστιανικό δόγμα και κατά την ορκωμοσίας του, η οποία γινόταν ενώπιον της Βουλής χωρίς παρουσία της Ιεράς Συνόδου, δεν υποσχόταν την προάσπιση της επικρατούσης θρησκείας. Ακόμη, η κατάσχεση εφημερίδων και λοιπών εντύπων επιτρεπόταν όχι μόνο για προσβολή της χριστιανικής αλλά και οιασδήποτε άλλης θρησκείας, ενώ παράλληλα ο προσηλυτισμός απαγορεύθηκε έναντι οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας.
Ο όρος «επικρατούσα»: Οι αναθεωρήσεις που ακολούθησαν του 1986/2001/2008/2019 δεν έθιξαν το περιεχόμενο του άρθρου 3, ούτε κάποια άλλη σχετική διάταξη. Υπό το πρίσμα του Συντάγματος του 1952, γινόταν καθολικά δεκτό ότι ο όρος «επικρατούσα» θρησκεία ερμηνευόταν σαν επίσημη θρησκεία του κράτους. Αντίθετα, υπό το κράτος του ισχύοντος Συντάγματος, δυναμικά ερμηνευόμενο, κρατεί η άποψη ότι ο όρος έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα και αναφέρεται στο πραγματικό γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ασπάζεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Η ιστορικότητα και η διαχρονικότητα που αρμόζει να χαρακτηρίζουν ένα κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως είναι το Σύνταγμα, επιτάσσουν την ερμηνεία του υπό το πρίσμα των σύγχρονων κοινωνικών εξελίξεων και συνθήκων. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η έννοια της «επικρατούσας» θρησκείας αποκτά περιγραφικό χαρακτήρα και αποτελεί απλώς ένα διακηρυκτικό γεγονός ότι η ορθόδοξη εκκλησία είναι πληθυσμιακά επικρατούσα στην ελληνική επικράτεια.
Εντούτοις, και αυτό το ζήτημα αποτελεί ένα από τα εριζόμενα της νομικής επιστήμης. Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει πως δεν συνάγεται κάποια ερμηνευτική διαφοροποίηση από το Σύνταγμα του 1952 και συνεκδοχικά το ορθόδοξο δόγμα εξακολουθεί να αποτελεί την επίσημη θρησκεία. Οι αρνητές αυτής της άποψης υποστηρίζουν ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας ερμηνείας, θα αντέκειτο στην θρησκευτική ελευθερία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος, καθώς και στην συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρο 4). Εντούτοις είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η καθιέρωση του ορθόδοξου δόγματος σαν επίσημης θρησκείας δεν συνιστά δυσμενή διάκριση έναντι των ετεροθρησκούντων ή μη θρησκευόμενων, καθώς η τυχόν ειδική μεταχείριση αφορά την ίδια την εκκλησία και όχι τους πιστούς της. Κατ’ αποτέλεσμα, εφόσον δεν υπάρχει διακριτική μεταχείριση την εκκλησίας εις βάρος των υπολοίπων θρησκειών και εφόσον δεν περιορίζεται η αποτελεσματική άσκηση των θρησκευτικών και λατρευτικών δικαιωμάτων των πιστών των υπολοίπων γνωστών θρησκειών, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας.
Εξάλλου, από την συστηματική ερμηνεία του άρθρου 3 με το άρθρο 13 του Συντάγματος, υποδηλώνεται πως αν υπήρχε πρόθεση να καταστεί το ορθόδοξο δόγμα επικρατούσα θρησκεία θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος «επίσημη» θρησκεία ή «Εκκλησία του Κράτους». Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι πρόκειται για ένα κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος που δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει ορισμένες κανονιστικές έννομες συνέπειες, όπως η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών και να μην αρκείται σε μια απλή στατιστική περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης. Τονίζεται, όμως, ότι αυτές οι συνέπειες αρμόζει να είναι το μέγιστο δυνατό περιορισμένες. Σε μάλλον αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του περιορισμού του εύρους της έννοιας της «επικρατούσας» θρησκείας κινήθηκε πάντως το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕολ. 1750/2019) όταν προχώρησε σε ερμηνεία της ανάπτυξης της «θρησκευτικής συνείδησης» του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος ως «ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης κατ’ επίκληση της αναγνώρισης του ορθόδοξου δόγματος ως επικρατούσας θρησκείας στο άρθρο 3 Συντάγματος».
Εν είδει συμπεράσματος: Το Σύνταγμα είναι θρησκευτικά και ιδεολογικά ουδέτερο και αυτό απορρέει τόσο από την δημοκρατική αρχή και την αρχή της πολιτικής ισότητας, όσο και από την θρησκευτική ελευθερία σε συνάρτηση με την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός και την συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης. Για τον λόγο αυτό, γνώμη της γραφούσης, αποτελεί το γεγονός πως δεν ανακύπτει κάποια επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 3, προκειμένου η χώρα μας να τείνει προς ένα σύστημα ομοταξίας, δηλαδή πλήρους αυτοτέλειας Κράτους και Εκκλησίας. Απεναντίας, είναι κρίσιμο να ληφθούν συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα, που να απαλείφουν εντελώς τις διακρίσεις σε βάρος άλλων εκκλησιών και βεβαίως απαιτείται να αλλάξει η διοικητική και δικαστική πρακτική, καθώς και η στάση της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία ενίοτε αναπτύσσει λόγο εθνικό ή κρατικό, διεισδύοντας εμφανώς σε πολιτειακά ζητήματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους σε μια πλουραλιστική (και πολυπολιτισμική) κοινωνία» του Αντώνης Μανιτάκης, Ομ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, constitutionalism.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, «Μαθήματα Εκκλησιαστικού Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2020