Του Θανάση Μάριζα,
Ο Ρωσο-Ουκρανικός Πόλεμος σόκαρε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και προκάλεσε την κατεδάφιση της εικόνας της Ρωσίας ως συγκρατημένου συμμάχου της Δύσης, αρκετά μακριά μεν για να μην ανήκει σε αυτή, λόγω του «ψυχρού» ιστορικού, αρκετά κοντά δε για να συνεργάζεται μαζί της. Μια αναδρομή, όμως, στο πρόσφατο πολυπαθές παρελθόν, ίσως προσφέρει μια καλύτερη κατανόηση της «αναπόφευκτης» παροντικής κρίσης.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1989, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο ηγέτης της Ε.Σ.Σ.Δ., Mikhail Gorbachev, παρευρέθηκε στην πρώτη του σύνοδο κορυφής με τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α., George H. W. Bush. Ο Gorbachev ανυπομονούσε για την εν λόγω συνάντηση. Μπορεί η κατάσταση στο «σπίτι» του να ήταν εκτός ελέγχου, αλλά η διεθνής του θέση παρέμενε αγέρωχη. Συμμετείχε στη διαδικασία τερματισμού του Ψυχρού Πολέμου, που για δεκαετίες είχε απειλήσει τον κόσμο με πυρηνικό ολοκαύτωμα. Όταν εμφανιζόταν σε ξένες πρωτεύουσες, τα πλήθη ξετρελαίνονταν.
Ο Bush ήταν λιγότερο πρόθυμος. Ο προκάτοχός του, Ronald Reagan, είχε ανοίξει μια τεράστια τρύπα στον προϋπολογισμό, μειώνοντας τους φόρους και αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες. Τελικά, είχε, κάπως βιαστικά, αποφασίσει να ακολουθήσει το σχέδιο του Gorbachev περί αναδιάταξης του παγκοσμίου συστήματος. Η μεγάλη συζήτηση εντός της Κυβέρνησης των Η.Π.Α. αφορούσε, πλέον, το εάν ο Gorbachev ήταν ειλικρινής. Μόλις βγήκε το συμπέρασμα πως ήταν, επακόλουθο ερώτημα ήταν το εάν θα επιζούσε στην κορυφή της σοβιετικής ηγεσίας.
Την πρώτη ημέρα της συνόδου ο Gorbachev θρήνησε για τη θλιβερή κατάσταση της οικονομίας του, εγκωμιάζοντας, παράλληλα, την εγκράτεια και τη στοχαστικότητα του Bush, σχετικά με τα επαναστατικά γεγονότα στο Ανατολικό Μπλοκ. Ο Bush, με τη σειρά του, επαίνεσε την τόλμη του Gorbachev και τόνισε ότι κι η δική του χώρα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Στη συνέχεια, ο Gorbachev πραγματοποίησε μια εγκάρδια δήλωση, με θέμα την ελπίδα του για νέες και βελτιωμένες σχέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων: «Θέλω να πω σε εσάς, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι η Σοβιετική Ένωση σε καμία περίπτωση δεν θα ξεκινήσει πόλεμο», είπε. «Η Σοβιετική Ένωση δεν είναι πλέον διατεθειμένη να θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αντίπαλο».
Αλλά ο Bush δεν αντέδρασε. Ίσως λόγω του ότι ακόμη ανάρρωνε από τη ναυτία. Ίσως, πάλι, λόγω του ότι δεν του άρεσαν οι μεγαλειώδεις δηλώσεις κι η δραματική ρητορική. Ή, ίσως, επειδή γι’ αυτόν, πρακτικά, η ανωτέρω διακήρυξη ειρήνης και εταιρικής σχέσης απλώς δεν είχε νόημα. Όπως ο ίδιος είπε μερικούς μήνες αργότερα στον Γερμανό Καγκελάριο, Helmut Kohl, «Εμείς επικρατήσαμε, όχι αυτοί». Ο Gorbachev νόμιζε ότι παζαρευόταν τη δημιουργία ενός νέου κόσμου, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάζονταν, πλέον συμφιλιωμένοι. Ο Bush, από την άλλη, νόμιζε ότι διαπραγματευόταν μονάχα τους όρους παράδοσης των Σοβιετικών.
Το πιο πιεστικό ερώτημα, στο εν λόγω τραπέζι των… παρεξηγήσεων, ήταν το τι θα γινόταν με τις δύο Γερμανίες. Δεν ήταν μόνο το Τείχος που τις κρατούσε χώρια. Το 1989, ακόμη και μετά από τέσσερα χρόνια περεστρόικας, παρέμεναν σχεδόν τετρακόσιες χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες στην Ανατολική Γερμανία. Στη δυτική πλευρά των συνόρων βρίσκονταν, αντίστοιχα, αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες του Ν.Α.Τ.Ο., καθώς και οι περισσότερες από τις επίγειες πυρηνικές δυνάμεις της συμμαχίας. Ο Ψυχρός Πόλεμος, τουλάχιστον στην Ευρώπη, ήταν μια παγωμένη σύγκρουση μεταξύ των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Γερμανία, τεσσεράμισι δεκαετίες αργότερα, παρέμενε η ηττημένη.
Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί της Δυτικής Γερμανίας ονειρεύονταν την επανένωση, ενώ οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές της Ανατολικής Γερμανίας ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις. Οι Ανατολικογερμανοί, που ξεχύνονταν μέσα από το διαλυμένο Τείχος για να απολαύσουν τη λάμψη των δυτικών καταναλωτικών αγαθών, ψήφιζαν με… τα πόδια τους. Τι θα έκανε ο Gorbachev; Κατά τη διάρκεια των μηνών που ακολούθησαν, πραγματοποίησε μια σειρά συναντήσεων με ξένους ηγέτες, προσπαθώντας να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερες παραχωρήσεις. Ήθελε εγγυήσεις ασφαλείας: τη μη επέκταση του Ν.Α.Τ.Ο. ή τουλάχιστον την απομάκρυνση των πυρηνικών δυνάμεων από το γερμανικό έδαφος.
Τον Φεβρουάριο του 1990, δύο μήνες μετά την αρχική σύνοδο κορυφής με τον Bush, ο Gorbachev φιλοξένησε τον James Baker, Υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α., στη Μόσχα. Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες του πρώτου να πάρει κάτι από τη Δύση, πριν επανενωθεί η Γερμανία. Όμως, δεν φάνηκε αντάξιος του καθήκοντος αυτού. Αυτό έγινε φανερό, όταν ο Baker του έθεσε μια υποθετική ερώτηση: «Θα προτιμούσατε να δείτε μια ενοποιημένη Γερμανία εκτός του Ν.Α.Τ.Ο., ανεξάρτητη και χωρίς Αμερικανούς στρατιώτες, ή θα προτιμούσατε μια ενωμένη Γερμανία εντός του Ν.Α.Τ.Ο., με διαβεβαιώσεις ότι η δικαιοδοσία του τελευταίου δεν θα μετατοπιστεί ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά από τη σημερινή της θέση;» Το δεύτερο σκέλος θα ξεκινούσε δεκαετίες συζήτησης. Αποτελούσε υπόσχεση (αργότερα, προφανώς, παραβιασμένη) ή απλώς άσκοπη κουβέντα; Ο Gorbachev απάντησε, σχεδόν μηχανικά, ότι φυσικά και το Ν.Α.Τ.Ο. δεν μπορούσε να επεκταθεί. Η προσφορά (αν ήταν όντως) του Baker δεν θα επαναλαμβανόταν. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Bush μοιράστηκε με τον Kohl τη γνώμη του για τις σοβιετικές απαιτήσεις, γύρω από την επανένωση της Γερμανίας. «Οι Σοβιετικοί δεν είναι σε θέση να υπαγορεύσουν τη σχέση της Γερμανίας με το Ν.Α.Τ.Ο.», είπε. “To hell with that”.
Οι Η.Π.Α. πίεσαν το πλεονέκτημά τους. Ο Gorbachev, συγκλονισμένος από τα αυξανόμενα εσωτερικά του προβλήματα, συμβιβάστηκε με ένα περιορισμένο οικονομικό κίνητρο και κάποιες ασαφείς διαβεβαιώσεις ασφαλείας. Σύντομα, η Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε πια και πρωταρχική προτεραιότητα για τις Η.Π.Α. έγινε η κατάργηση των πυρηνικών όπλων. Η Ουκρανία, πρόσφατα ανεξάρτητη, είχε ξαφνικά «γεννηθεί» ως η 3η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο, έως ότου οι δυτικές χώρες την πείσουν να εγκαταλείψει το οπλοστάσιό της. Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ κινούνταν με γοργούς ρυθμούς.
Το 1990, ο Franjo Tudjman εξελέγη Πρόεδρος της Κροατίας και άρχισε να πιέζει για ανεξαρτησία από τη Γιουγκοσλαβία. Η μακρόχρονη και αιματοβαμμένη διάλυση της τελευταίας βρισκόταν, πλέον, σε εξέλιξη. Τον Φεβρουάριο του 1991, οι ηγέτες της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον να συντονίσουν τις επιδιώξεις τους για οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με τη Δυτική Ευρώπη. Ανησυχούσαν μεν για τα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία, ακόμα περισσότερο δε για τη Ρωσία. Εάν η τελευταία ήταν επιθετική, τότε οι πρώτοι θα χρειάζονταν την προστασία του Ν.Α.Τ.Ο. Εάν έμενε άπραγη, τότε κι αυτοί θα μπορούσαν να ηρεμήσουν και απλώς να… απολαμβάνουν τις ετήσιες συναντήσεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Όπως και να είχε, η ένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο. δεν θα έβλαπτε.
Το αντεπιχείρημα από ορισμένους, τόσο στην Κυβέρνηση Bush όσο και σε εκείνη του διαδόχου του, Clinton, ήταν ότι προτεραιότητα αποτελούσε η ανάδειξη μιας ειρηνικής και δημοκρατικής Ρωσίας. Η νατοϊκή αποδοχή των χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας θα μπορούσε να ενισχύσει το χέρι των σκληροπυρηνικών στη Ρωσία και να μετατραπεί, τελικά, σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Μετά τη σοβιετική κατάρρευση, δυτικοί σύμβουλοι, τραπεζίτες επενδύσεων, υποστηρικτές της Δημοκρατίας και απλοί απατεώνες πλημμύρισαν την περιοχή. Οι προσφερόμενες συμβουλές τους αποδείχθηκαν, εκ των υστέρων, αντιφατικές. Από τη μια πλευρά, προέτρεπαν τα πρώην κομμουνιστικά κράτη να οικοδομήσουν τη Δημοκρατία. Αφετέρου, εξαρτούσαν την παροχή βοήθειας από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την ελεύθερη αγορά. Οι τελευταίες έπρεπε να γίνουν βάναυσα και σύντομα, καθώς ήταν, από τη φύση τους, αντιδημοφιλείς. Στις παρενέργειές τους περιλαμβάνονταν η ανεργία, η υποτίμηση των αποταμιεύσεων και η πώληση βασικών βιομηχανιών σε ξένους. Τα νέα πολιτικά συστήματα, που εμφανίστηκαν στην Ανατολική Ευρώπη, έφεραν τα σημάδια αυτής της αντίφασης: κατάρρευση, «θεραπεία», εμφάνιση οργανωμένου εγκλήματος, βία, εκτεταμένη κοινωνική αναστάτωση και, στη συνέχεια (μερικές φορές), ένα είδος ανοικοδόμησης. Πολλές από τις χώρες αυτές, πλέον, τα πηγαίνουν σχετικά καλά. Η μικροσκοπική Εσθονία, παραδείγματος χάριν, είναι παγκόσμιος ηγέτης στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Τα κέρδη, όμως, κατανεμήθηκαν άνισα και προκλήθηκε, συνολικά, σοβαρή πολιτική ζημιά. Αιτία αυτής ήταν, εν μέρει, και η ανάλογα ραγδαία μεταμόρφωση που βίωσε η ίδια η Ρωσία. Αυτή, όμως, θα εξεταστεί στο επόμενο μέρος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Vladislav M. Subok, Collapse: The Fall of the Soviet Union (Yale University Press / New Haven / 2022)
- M. E. Sarotte, Not One Inch: America, Russia, and the Making of Post-Cold War Stalemate (Yale University Press / New Haven / 2021)
- David Remnick, Lenin’s Tomb: The Last Days of the Soviet Empire (Penguin Random House / Νέα Υόρκη / 1994)
- Chris Miller, The Struggle to Save the Soviet Economy (University of North Carolina Press / Chapel Hill / 2016)