Της Χιόνας Οικονομάκη,
Το 1954 θα εκδοθεί μία εξαιρετικά ιδιαίτερη συλλογή διηγημάτων, γεμάτη με νοήματα σαφή κι εύληπτα, στιγμές της καθημερινότητας που παρουσιάζονται με έναν αντιφατικά ανατρεπτικό τρόπο, πρόσωπα και καταστάσεις που μας είναι απόλυτα οικεία και ταυτοχρόνως μας προκαλούν να τα γνωρίσουμε. Η συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς παρουσιάζει με τον πιο ζωντανό τρόπο την εικόνα ενός κόσμου που ανακάμπτει από έναν τραγικό πόλεμο ενώ, παράλληλα, βρίσκεται υπό την απειλή ενός καινούριου. Ένας κόσμος ρεαλιστικός που αποδίδεται γλαφυρά και συνεκτικά χωρίς καμία διάθεση παρείσφρησης πολιτικών ή ιδεολογικών στοιχείων, με μοναδικό στόχο την αναζήτηση της ελπίδας, ενός αισιόδοξου εναύσματος που μας κάνει να ονειρευόμαστε. Ο άνθρωπος «πίσω» από αυτή τη δημοφιλέστατη και εξαιρετικά διαδεδομένη συλλογή διηγημάτων, δεν ήταν άλλος από τον Αντώνη Σαμαράκη, ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της χώρας μας, με διεθνή αναγνώριση.
Το πρώτη διήγημα της εν λόγω συλλογής, λοιπόν, έχει τον τίτλο «Ξανθός Ιππότης», ένας τίτλος αντιπροσωπευτικός που μέσα από τις δικές του, υποκειμενικές αντιφάσεις, θα επαληθευτεί. Η ιστορία μας ξεκινά με έναν απόλυτα «συνηθισμένο άνθρωπο», έναν μεσήλικα νομοταγή πολίτη, σιωπηλό εργαζόμενο, τυπικά αδιάφορο σύζυγο που φαίνεται να βουλιάζει, σταδιακά, στη «βολεμένη» του ζωή. Ένας υπάλληλος, μάλλον αδιάφορος, κάποιου Υπουργείου, παντρεμένος με μία γυναίκα, που μάλλον ήταν εξίσου αδιάφορη, και με την οποία δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν παιδιά. Μοναδική χαρά στη ζωή του το διάβασμα, αυτός ο ποιοτικός χρόνος που έμενε ολομόναχος με τα βιβλία του στο μικροσκοπικό γραφειάκι του σπιτιού του. Αυτά, μέχρι να συναντηθεί με τον Κόσμο των παιδιών, ένα παιδικό περιοδικό το οποίο τυχαία βρήκε στο λεωφορείο.
Μία συγκυριακή ανία οδήγησε έναν άνδρα στην ανάγνωση κάποιου παιδικού περιοδικού. Η αοριστία, σαφώς, αναδεικνύεται σε κυρίαρχη τάση του διηγήματος, αλλά ο λόγος είναι ξεκάθαρος: Τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία. Το περιοδικό αυτό επέδρασε στη ζωή του άνδρα με έναν τρόπο καθοριστικό και κάπως… μαγικό. Τα πράγματα γύρω του απέκτησαν ένα διαφορετικό νόημα, ενώ ο ίδιος υιοθέτησε μία διαφορετική οπτική, εκπορευόμενη από την ουσιαστική του διάθεση για ζωή. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο άνδρας απέκτησε θάρρος και πυγμή, έγινε τρυφερός και επιδόθηκε σε μία ανακουφιστική ονειροπόληση, γεμάτη ελπίδα και φως. Στο «ταξίδι της μεταμόρφωσης» είχε ως συνοδοιπόρο του το λατρεμένο του παιδικό περιοδικό, το οποίο διαρκώς τον ανατροφοδοτούσε με στιγμιότυπα και ιστορίες που του έδιναν χαρά, δύναμη και τόλμη. Μάλιστα, αποπειράθηκε να στείλει στο περιοδικό κι ένα δικό του, αυτοσχέδιο έργο. Για την αποστολή εκείνη, βέβαια, έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα ψευδώνυμο και, αυθορμήτως, διάλεξε το «Ξανθός Ιππότης». Ένας αυθορμητισμός, μάλλον παιδικός, αλλά σίγουρα συγκινητικός, αφού πληροφορούμαστε πως αν και ο ίδιος ήταν μελαχρινός, από παιδί ακόμη θαύμαζε τα ξανθά μαλλιά των άλλων.
Το πεζοτράγουδο που είχε στείλει δημοσιεύτηκε και ο ίδιος ήταν πλέον ευτυχής, η ζωή του είχε ανακτήσει την ξεχασμένη λάμψη της και ο ίδιος ήταν παρών σε κάθε στιγμή της. Η αρχή του τέλος ήρθε με μία ανακοίνωση του παιδικού περιοδικού, που αφορούσε την οργάνωση μίας μουσικοφιλολογικής βραδιάς για ορισμένα εκλεκτά του μέλη. Φυσικά, ο… ξανθός μας ιππότης ήτανε ένα από αυτά. Ο ενθουσιασμός του άνδρα όταν διάβασε το όνομά του στη λίστα των προσκεκλημένων προκαλεί, αδιαμφισβήτητα, συγκίνηση αλλά και συνειρμούς που μας πηγαίνουν πίσω, στην αθωότητα των παιδικών μας χρόνων και τον ειλικρινή, αυθόρμητο ενθουσιασμό που πλαισίωνε οτιδήποτε μας προκαλούσε χαρά, έστω και αμυδρή.
Κάπου εδώ, βέβαια, παρείσφρησε η λογική υπενθυμίζοντας στον άνδρα πως δεν ήταν παιδί, επομένως η παρουσία του εκεί θα ήταν ανέφικτη. Κατόπιν αυτού του στοχασμού, αποφάσισε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, προσπαθώντας να τηρήσει τα όρια που έθεσε στον εαυτό του και επιστρατεύοντας κάθε ψήγμα ωριμότητας και εγκράτειας που διέθετε. Σαν σωστό παιδί, όμως, ο ξανθός ιππότης υπέκυψε σε αυτό που λαχταρούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Εγκαταλείποντας τις υποχρεώσεις του δίχως να λογαριάσει συνέπειες και αναστολές, έτρεξε γεμάτος ειλικρινή ενθουσιασμό στον τόπο διοργάνωσης της μουσικοφιλολογικής βραδιάς. Οι αντιδράσεις του άνδρα μέχρι το σημείο αυτό δημιουργούν στον αναγνώστη ένα χαμόγελο σχετιζόμενο με την παιδικότητα που εξακολουθεί να υφίσταται μέσα μας, ανεξαρτήτως ηλικίας και καταστάσεων, ενώ ο εγγενής ενθουσιασμός του άνδρα, η ανυπομονησία και η αγωνία του για να συναντήσει τους μικρούς του φίλους είναι στοιχεία που μας συγκινούν.
Η έκβαση της ιστορίας έρχεται για να ανατρέψει την προηγηθείσα συναισθηματική κατάσταση και, ταυτοχρόνως, να επιβεβαιώσει πως τα παιδιά είναι, άθελά τους, στυγνοί ρεαλιστές. Ο άνδρας συστήνεται χαμογελώντας, γεμάτος περηφάνεια, ως «Ξανθός Ιππότης» και η αντίδραση των παιδιών, με όλο τον αυθορμητισμό που την διέπει, είναι αρκετή για να τον γειώσει, και μαζί με τον ιππότη, όλο το αναγνωστικό κοινό. «Δεν θα έρθει; Τι κρίμα!» απαντούν τα παιδιά. Κι εκείνος, μαζεύοντας όλη του την παιδικότητα, τα όνειρα και τη χαρά, αποχωρεί. Με μία θλίψη που θλίβει κι εμάς, με μία απογοήτευση πικρή μα κατά βάθος αναμενόμενη. Άραγε, η διατήρηση της παιδικότητας είναι, τελικά, μία αρετή που μας ευλογεί ή ένα πρόβλημα που μας ταλανίζει; Μήπως, τελικά, τα όνειρα είναι προνόμιο των παιδιών;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αντώνης Σαμαράκης, Ζητείται ελπίς – Διηγήματα, 1954, Ελευθερουδάκης