Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Ένα από τα σημαντικότερα αγαθά για την λειτουργία μιας επιχείρησης και την δυναμική της παρουσία στον χώρο της αγοράς, αποτελεί το επιχειρηματικό απόρρητο. Στο ελληνικό δίκαιο δεν υπάρχει ακριβής νομοθετικός ορισμός για τον όρο «επιχειρηματικό απόρρητο». Ο πιο κοντινός και σχεδόν ταυτόσημος όρος που συναντάται είναι «βιομηχανικό απόρρητο», στον ν. 1733/1987 αρ. 21 περ. ε’, το οποίο αποτελούν «οι τεχνικές πληροφορίες, τα στοιχεία ή οι γνώσεις που αφορούν σε μεθόδους, εμπειρίες ή δεξιοτεχνίες, που έχουν πρακτική εφαρμογή ιδιαίτερα στην παραγωγή αγαθών και παροχή υπηρεσιών, εφόσον δεν έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά». Η ελληνική νομολογία (απόφαση 664/2019 Εφ.Θεσσα.) παρουσιάζει το επιχειρηματικό απόρρητο ως μια ευρεία κατηγορία πληροφοριακών αγαθών, των οποίων η οικονομική αξία εξαρτάται από την μυστικότητα με την οποία περιβάλλονται και που βοηθούν μια επιχείρηση να δρα ανταγωνιστικά.
Αυτές, όμως, οι πληροφορίες, όπως είναι πχ η τεχνογνωσία, φορολογικά-οικονομικά βιβλία, καταστάσεις πελατείας κλπ., είναι εύκολο λόγω και των τεχνολογικών εξελίξεων να υποκλαπούν από τρίτους που επιβουλεύονται την εταιρία και επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τα «μυστικά» της προς δικό τους όφελος. Γι’ αυτό και το επιχειρηματικό απόρρητο, ως άυλο έννομο αγαθό προστατεύεται νομοθετικά, όχι όμως αυτοτελώς όπως άλλα έννομα αγαθά (πχ ευρεσιτεχνία, σήμα, πνευματική ιδιοκτησία, δικαιώματα για τα οποία υπάρχει ένα συστηματικό νομοθετικό πλέγμα προστασίας). Προστατεύεται εμμέσως, με την έννοια ότι προστατεύεται απλώς και μόνο το έννομο συμφέρον του κατόχου του προς διατήρηση της απόρρητης πληροφορίας.
Η προστασία του καθιερώνεται με διατάξεις του Αστικού Κώδικα, του Δικαίου του Ανταγωνισμού, καθώς και του Ποινικού Κώδικα. Η αστική προστασία, πέρα βέβαια από την αρχή της καλής πίστης (288 ΑΚ) καθιερώνεται κυρίως με τον ν. 146/1914 στα άρθρα 16 έως 18, όπου και προβλέπεται ότι η παράβαση των ποινικών διατάξεων (16 και 17 απαγορευμένη χρήση και ανακοίνωση απορρήτου και εμπιστευμένων σχεδίων, κανόνων τεχνικής φύσης κτλ) γεννά υποχρέωση αποζημίωσης για την ζημία που προκλήθηκε από τον τρίτο που έδρασε παράνομα. Η αστική προστασία ενισχύεται επίσης με και τον ν. 4605/2019, ο οποίος μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/943 προσθέτοντας τα άρθρα 22Α-22Κ στον ν. 1733/1987. Ο τελευταίος όχι μόνο συνέβαλε στον προσδιορισμό της έννοιας του επιχειρηματικού απορρήτου όπως ειπώθηκε παραπάνω, αλλά ακόμη προέβλεψε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου καθίσταται παράνομη.
Η ποινική προστασία, εντοπίζεται κυρίως στα άρθρα 16 και 17 του ν. 146/1914, στα οποία περιγράφονται τα εγκλήματα της παράνομης ανακοίνωσης απορρήτων σε τρίτο από εργαζόμενο σε επιχείρηση κατά τη διάρκεια του χρόνου υπηρεσίας του, της παράνομης χρησιμοποίησης ή ανακοίνωσης απορρήτων σε τρίτο από οποιονδήποτε της παράνομης χρησιμοποίησης ή ανακοίνωσης εμπιστευμένων σχεδίων ή τεχνικών κανόνων σε τρίτο από πελάτη της επιχείρησης της επιχείρησης εξώθησης άλλου στις παραπάνω πράξεις ή άλλως απόπειρα ηθικής αυτουργίας τους.
Πέρα από τις παραπάνω διατάξεις, ποινική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου παρέχεται και με τα άρθρα 370Β και 370Γ. Το πρώτο τυποποιεί το ηλεκτρονικό έγκλημα του “hacking”, της εισβολής σε πληροφοριακό σύστημα ή δεδομένα. Ο δράστης του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Το δεύτερο αφορά την προστασία απορρήτων επιχειρήσεων του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα από την αθέμιτη αντιγραφή, αποτύπωση, χρησιμοποίηση, αποκάλυψη σε τρίτο ή οποιαδήποτε παραβίαση στοιχείων ή προγραμμάτων υπολογιστών. Ο δράστης του βασικού εγκλήματος της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών φυλάκιση (δηλαδή 3 μήνες – 5 έτη). Η έννομη προστασία που παρέχει ο ποινικός κώδικας είναι έμμεση και συμπληρωματική της κύριας προστασίας που παρέχουν οι διατάξεις του ν.146/1914, καθώς δίνει έμφαση σε ειδική κατηγορία επιχειρηματικού απορρήτου και συγκεκριμένα σε αυτό που τηρείται σε ψηφιακή μορφή.
Μπορεί κανείς, συμπερασματικά, να πει, ότι η έλλειψη ενιαίου νομοθετικού ορισμού του «επιχειρηματικού απορρήτου», αλλά και η ευρύτητα του όρου, δυσχεραίνει την προστασία αυτού του έννομου αγαθού αλλά και την αναγκαία επιβολή κυρώσεων. Και παρόλο που ήδη υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του, η πραγματικότητα δείχνει ότι δεν είναι επαρκές, από την άποψη ότι δρα μόνο κατασταλτικά. Απαιτείται η δημιουργία ενός αποτρεπτικού και προληπτικού νομοθετικού πλαισίου προστασίας του απορρήτου, αλλά και εκσυγχρονισμός του ήδη υπάρχοντος, δεδομένου ότι το κύριο πλέγμα προστασίας παρέχεται από έναν νόμο του 1914.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Επιχειρηματικό Απόρρητο: Προστασία, capitalgr, διαθέσιμο εδώ
- Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου), Εκδόσεις Σάκκουλα (3η), Αθήνα/Θεσσαλονίκη, 2001