Της Καρολίνα Σόμπτσυκ,
Η αράχνη είναι μια ύπαρξη σκοτεινή, μοναχική, που τρέφεται με σάρκα. Χαρακτηριστικά τρομακτική στην όψη, είναι ύπουλη και επιτίθεται, αφού πρώτα μελετήσει και σχεδιάσει με προσοχή τις κινήσεις της. Συνήθως η παρουσία της θεωρείται ενοχλητική και ανεπιθύμητη συγχρόνως, όμως, χάρη στην ιδιοφυή ικανότητά της να παράγει ιστούς, μπορεί μετά χαράς να απαλλάξει έναν χώρο από τα περιπλανώμενα μικροέντομα. Το απόκοσμο αυτό έντομο αναμφίβολα συνιστά ένα συναρπαστικό πλάσμα του ζωικού βασιλείου.
Με βάση ακριβώς την πολύπλευρη και συναρπαστική εικόνα της, έπλασαν και οι ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής το πρόσωπο του Ικτόμι ή Ουνκτόμι. Γιος του θεού Ίνυαν, του Βράχου που έφτιαξε τη Γη από το σώμα του, αρχικά ονομαζόταν Ξαν, αλλά λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του έχασε δια παντός το δικαίωμα να γίνει και εκείνος πανίσχυρη θεότητα. Άλλοτε ως αράχνη, άλλοτε ως άνθρωπος, άλλοτε ως άνδρας-αράχνη, πλέον ως Ικτόμι αποτελεί έναν ακόμη μυθολογικό Κατεργάρη των φυλών Σιού των Μεγάλων Πεδιάδων των Η.Π.Α. Οι Κατεργάρηδες, καθένας με τη δική του ιδιαίτερη υπόσταση και προσωπικότητα, φέρουν ανθρώπινες ιδιότητες είτε/και διαθέτουν υπερφυσικές δυνάμεις. Συμμετέχουν δε ή και πρωταγωνιστούν σε πλήθος ιστοριών, που συνθέτουν τον «κύκλο» του εκάστοτε Κατεργάρη.
Ο Ικτόμι και ο τραγουδιστής
Κάποτε ο Ικτόμι συνάντησε έναν γέρο φαρμακογνώστη που τραγουδούσε. Μόλις τελείωσε, ένας βούβαλος κύλησε από τον λόφο και έπεσε νεκρός μπροστά στον γέρο. Το τραγούδι ήταν μαγικό και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη από φαγητό. Ο Ικτόμι ζήτησε από τον γέρο να του το διδάξει, εκείνος αρνήθηκε, θεωρώντας τον ανόητο και ανάξιο του τραγουδιού, όμως τελικά πείστηκε από τις αγνές προθέσεις του πρώτου. Όταν αυτός απομακρύνθηκε, ο Ικτόμι είπε δοκιμαστικά το τραγούδι και ευθύς ένας νεκρός βούβαλος κύλησε και σωριάστηκε μπροστά του. Το επανέλαβε δυο φορές, μα την τέταρτη φορά, ο νεκρός βούβαλος πλάκωσε τον Ικτόμι! Ευτυχώς εμφανίστηκαν κογιότ και καταβρόχθισαν τον βούβαλο. Έτσι, ο απερίσκεπτος Ικτόμι απελευθερώθηκε και έκτοτε συνεχίζει σιωπηλός τον δρόμο του.
Ο Ικτόμι και οι πάπιες της λίμνης
Μια φορά και έναν καιρό, ο Ικτόμι πεινασμένος βρήκε ένα πλήθος από πάπιες να κολυμπούν σε ένα ρυάκι. Πλησίασε το ρυάκι και παρουσιάστηκε στις πάπιες ως ο τραγουδιστής σε μια γιορτή παραδίπλα. Αυτές του ζήτησαν να πει ένα τραγούδι και εκείνος πονηρά δέχτηκε, εφόσον αυτές θα έκαναν ό, τι έλεγε το τραγούδι. Ακολουθώντας τα λόγια, οι πάπιες βγήκαν και χόρευαν στην όχθη με κλειστά μάτια. Όσο το έκαναν αυτό, ο Ικτόμι τις σκότωνε μια μια και τις έβαζε στο σακί. Μετά τις έβαλε να ψηθούν σε μια εστία με κάρβουνα μέσα στο έδαφος. Αυτός ξάπλωσε στο μεταξύ να κοιμηθεί, αλλά με τον αέρα δυο κλαδιά χτυπούσαν μεταξύ τους και τον ενοχλούσαν. Όπως τα ξέμπλεκε, το χέρι του πιάστηκε στα κλαδιά και μάγκωσε πάνω στο δέντρο!
Στο μεταξύ, η Αλεπού μύρισε το ψητό κρέας και έκατσε να φάει το αφύλακτο φαγητό του Ικτόμι! Όσο αυτός της φώναζε, αυτή τον περιγελούσε. Αφού έφαγε και χόρτασε, έφυγε λέγοντας στον Ικτόμι να της ξανακάνει κάποτε το τραπέζι! Μετά από λίγο, ο Ικτόμι ελευθερώθηκε και έτρεξε να βρει τις υπόλοιπες πάπιες του. Όσες, όμως, άφησε η Αλεπού είχαν γίνει κάρβουνα και στάχτες! Τότε ο Ικτόμι αποφάσισε να φυλάει στο μέλλον πιο προσεκτικά το φαγητό του. Ακριβώς έτσι και οι αράχνες δαγκώνουν, δηλητηριάζουν ή εγκλωβίζουν τη λεία τους στους ιστούς τους.
Ο Ουνκτόμι φτιάχνει μύτες για τα βέλη
Μια άλλη φορά, δυο παλιόφιλοι συζητούσαν και περπατούσαν σε έναν λόφο. Ξαφνικά άρχισε να ακούγεται ο ήχος πετρωμάτων που χτυπούν μεταξύ τους. Παραπέρα είδαν μια μεγάλη αράχνη που αφοσιωμένη έφτιαχνε από πυρόλιθο αμέτρητες μύτες για βέλη. Ο ένας νέος θαύμασε την προσφορά της αράχνης, αλλά ο δεύτερος την ειρωνεύτηκε και της πέταξε ένα βέλος. Τότε η αράχνη σηκώθηκε όρθια και τους κοίταξε. Ο νεαρός την ειρωνεύτηκε ξανά και μαζί με τον φίλο του κατέβηκαν τον λόφο. Καθώς κατέβαιναν, ο κακοπροαίρετος άντρας άρχισε να βήχει όλο και πιο έντονα, φτύνοντας αίμα, ώσπου σωριάστηκε στο έδαφος νεκρός, πνιγμένος με το αίμα του. Ο φίλος του έτρεξε να ανακοινώσει το συμβάν στο χωριό. Το συμβούλιο κάλεσε τον αρχηγό Ουνκτόμι-εκείνος τους εξήγησε ότι ο ίδιος, βλέποντας να λιγοστεύουν τα βέλη των ανθρώπων, διέταξε τους δικούς του να φτιάξουν μύτες, με σκοπό να τους τις προσφέρουν. Ωστόσο, οι αράχνες είχαν απαιτήσει να μην ενοχληθούν από κανέναν. Ο νεαρός εκείνος όχι μόνο ενόχλησε, αλλά και προσέβαλε βαριά την αράχνη, χτυπώντας τη με μύτη που η ίδια έφτιαξε. Γι’ αυτό η αράχνη πέτυχε τον νεαρό με μια μικροσκοπική μύτη, η οποία προκάλεσε την αιμορραγία και τον θάνατο.
Κατόπιν ο αρχηγός Ουνκτόμι ζήτησε συμφιλίωση, που πραγματοποιήθηκε με το από κοινού των δυο φυλών κάπνισμα της πίπας της ειρήνης. Από τότε, οι άνθρωποι, όταν ακούσουν θρόισμα στα χόρτα, ξέρουν και δεν ενοχλούν τις αράχνες, που πιστεύεται ότι ακόμη και σήμερα φτιάχνουν μύτες ως προσφορά στους ανθρώπους.
Ο Ικτόμι συναντά το σοφό Λαγό
Μια μέρα ο Ικτόμι κοιτάχτηκε στη λίμνη και θαύμασε την ομορφιά του. Την άλλη μέρα ξαναπήγε, αλλά η εικόνα του δεν ήταν η ίδια. Είδε έναν άσχημο άντρα να τον κοιτά. Ξαναπήγε όταν έβρεχε, ξαναπήγε όταν φυσούσε, και κάθε φορά η εικόνα που αντίκρυζε ήταν διαφορετική. Μια μέρα είδε μια μαύρη μορφή χωρίς μάτια και πρόσωπο. Μη μπορώντας να καταλάβει πού πήγε η όμορφη εικόνα που γνώρισε, βρήκε τον Λαγό και του εξιστόρησε όσα βίωσε. Ο Λαγός, μετά από σκέψη, απάντησε πως οι εικόνες άλλαζαν ανάλογα με τις συνθήκες της λίμνης και πως όλες όσες είδε ανήκουν σε αυτόν και θα πρέπει να τις δεχτεί. Ο Ικτόμι αρνούνταν να τον πιστέψει. Τότε ο Λαγός απάντησε πως, εάν ο ίδιος δε γνωρίζει μέσα του ποιος πραγματικά είναι, τότε δεν έχει καμία σημασία τι πιστεύει και τι όχι.
Ο Ικτόμι και ο γέρος του βουνού
Ένας γέρος Λακότα ανέβαινε ένα βουνό, όπου συνάντησε τον θεό Ικτόμι ως αράχνη. Ο Ικτόμι έφτιαξε έναν κύκλο με ένα κλαδί ιτιάς, πολύχρωμα φτερά πουλιών, τρίχες αλόγου και χάντρες. Μετά άρχισε να υφαίνει μέσα στον κύκλο. Όσο ύφαινε, εξηγούσε στον Λακότα πως η ζωή καθενός μας και οι ηλικίες μας εκτυλίσσονται κυκλικά: γεννιόμαστε εύθραυστοι ως μωρά, μεγαλώνουμε σε αυτάρκεις ενήλικες και καταλήγουμε ξανά σε ευάλωτους γέροντες. Γεννιόμαστε και όταν πεθαίνουμε, μια νέα ζωή ξεκινάει και πάει λέγοντας. Η δε ζωή μας είναι γεμάτη δυνάμεις ομόρροπες, αλλά και αντίρροπες. Καλές και κακές, όλες μαζί φτιάχνουν το πεπρωμένο μας και πρέπει να μάθουμε να τις ξεχωρίζουμε.
Τότε ο Ικτόμι σταμάτησε να υφαίνει και άφησε μια τρύπα στο κέντρο του κύκλου. «Με αυτό το κατασκεύασμα οι άνθρωποι θα κρατούν στον ιστό τα καλά όνειρα και οράματά τους, ενώ από την τρύπα θα αφήνουν τα κακά να φύγουν». Και έδωσε στον γέρο Λακότα την πρώτη ονειροπαγίδα του κόσμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Myths and legends of the Sioux, gutenberg.org, Διαθέσιμο εδώ
- Dream Catcher: A Beautiful Lakota Legend, exploringyourmind.com, Διαθέσιμο εδώ