Του Χρήστου Πεξομάτη,
Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από πολύπλοκες γεωπολιτικές σχέσεις και παγκόσμιες προκλήσεις, η διεθνής χρήση βίας είναι ένα αρκετά πολύπλοκο θέμα μεγάλης σημασίας. Η διεθνής κοινότητα επιδιώκει εδώ και καιρό να ρυθμίσει τη χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις και αυτό έχει οδηγήσει σε ένα πολύπλοκο νομικό πλαίσιο, που αποσκοπεί στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας, με σεβασμό στην κρατική κυριαρχία. Η ίδια η έννοια της κρατικής κυριαρχίας και αυτονομίας, η οποία έρχεται στο προσκήνιο με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, δυσκολεύει αρκετά την εύρεση μιας οικουμενικά αποδεκτής προσέγγισης στο διεθνές δίκαιο εν γένει. Λόγω της φύσης του ζητήματος της εθνικής ασφάλειας, τα κράτη τείνουν να είναι ιδιαίτερα διστακτικά στη δέσμευσή τους για το πώς ή το πότε θα χρησιμοποιήσουν βία. Παρόλα αυτά, με την πάροδο των χρόνων, έχουν γίνει αρκετά σημαντικά βήματα στο συγκεκριμένο τομέα, χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, ότι επαρκούν.
Στο επίκεντρο του νομικού διεθνούς πλαισίου για τη χρήση βίας βρίσκεται ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 24 Οκτωβρίου του 1945, θεσπίστηκε για να αποτρέψει τη μάστιγα του πολέμου και να προωθήσει την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των εθνών. Κύριος στόχος του ήταν η αποτροπή ενός ακόμα παγκοσμίου πολέμου. Προφανώς, στα 70 και χρόνια λειτουργίας του, οι στόχοι αλλά και οι μέθοδοί του έχουν μεταβληθεί, διευρυνθεί και βελτιωθεί σημαντικά. Το άρθρο 2 παράγραφος 4 του Χάρτη είναι σαφές ως προς την απαγόρευση της χρήσης βίας: «Όλα τα μέλη απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους».
Αυτή η θεμελιώδης αρχή, γνωστή και ως η απαγόρευση της χρήσης βίας, δεν εφαρμόζεται μόνο σε δύο περιπτώσεις: για λόγους αυτοάμυνας ή μετά από εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Αυτές οι δύο εξαιρέσεις αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς δικαίου για τη χρήση βίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τα κράτη-μέλη έχουν το εγγενές δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας, όταν εκδηλώνεται ένοπλη επίθεση. Ωστόσο, η αυτοάμυνα περιορίζεται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δύο θεμελιώδεις γενικές αρχές διεθνούς δικαίου σήμερα. Η αρχή της αναγκαιότητας σημαίνει ότι η οποιαδήποτε δράση του αμυνόμενου κράτους πρέπει να είναι αναγκαία για την επίτευξη αυτής της άμυνας. Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι η οποιαδήποτε αντίδραση πρέπει να είναι αντίστοιχου βεληνεκούς με τη δράση και να μην προκαλεί δυσανάλογες συνέπειες. Ουσιαστικά, πρέπει η απάντηση να είναι ανάλογη της απειλής και αναγκαία για την αντιμετώπισή της. Τα κράτη υποχρεούνται, επίσης, να αναφέρουν τη χρήση αυτοάμυνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ορισμός της ένοπλης επίθεσης έχει εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, περιλαμβάνοντας όχι μόνο τις παραδοσιακές στρατιωτικές ενέργειες, αλλά και τις κυβερνοεπιθέσεις και άλλες μη παραδοσιακές απειλές. Αυτή η προσαρμοστικότητα των αρχών της αυτοάμυνας υπογραμμίζει τη διαρκή σημασία του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στη σύγχρονη εποχή. Επίσης, δεν είναι καθόλου απίθανο να αρχίζουν να προστίθενται περισσότεροι κανόνες ως προς την αξιοποίηση του διαστήματος, τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης κ.λπ.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εξουσιοδότηση της χρήσης βίας στις διεθνείς υποθέσεις. Σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι υπεύθυνο για τον προσδιορισμό των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και έχει την εξουσία να λαμβάνει μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής βίας, για την αντιμετώπιση των απειλών αυτών.
Η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας απαιτεί τις θετικές ψήφους τουλάχιστον εννέα από τα δεκαπέντε μέλη του, συμπεριλαμβανομένων των σύμφωνων ψήφων και των πέντε μονίμων μελών –των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, της Ρωσίας, της Κίνας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτό το σύστημα, γνωστό ως το δικαίωμα άσκησης βέτο, δίνει σε αυτά τα πέντε έθνη έναν μοναδικό και ισχυρό ρόλο στον καθορισμό του πότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί διεθνής βία. Ο λόγος που τα συγκεκριμένα κράτη έχουν αυτό το δικαίωμα σχετίζεται, ουσιαστικά, με το ότι στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτές οι χώρες ήταν οι νικητήριες. Προσωπικά πιστεύω πως πρόκειται για ένα αναχρονιστικό σύστημα, κυρίως γιατί η διεθνής σκακιέρα έχει μεταβληθεί σημαντικά από το 1945 και καθιστά δύσκολη την αποτελεσματικότητά του Συμβουλίου, ακόμα και για ανθρωπιστικές αποστολές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μη αποτροπή της γενοκτονίας στη Ρουάντα, παρά την ύπαρξη ειρηνευτικών δυνάμεων του Ο.Η.Ε. στην περιοχή.
Το ζήτημα της ανθρωπιστικής επέμβασης, όπου η στρατιωτική βία χρησιμοποιείται για την προστασία των δικαιωμάτων και της ευημερίας των πολιτών ενός κράτους, υπήρξε ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στο διεθνές νομικό πλαίσιο. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να υπερισχύει της απαγόρευσης της χρήσης βίας. Ενώ τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αναγνωρίσει την αρχή της ευθύνης προστασίας, η οποία επιτρέπει την παρέμβαση σε περιπτώσεις μαζικών θηριωδιών, η εφαρμογή της παραμένει αντικείμενο συζήτησης. Οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις, όπως η επέμβαση του Ν.Α.Τ.Ο. στη Λιβύη το 2011, έχουν προκαλέσει αντιπαραθέσεις και έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητα της παράκαμψης του Συμβουλίου Ασφαλείας στο όνομα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι καταστάσεις αυτές αναδεικνύουν τη συνεχιζόμενη ένταση μεταξύ της αρχής της εθνικής κυριαρχίας και του καθήκοντος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διεθνές πλαίσιο.
Πέρα από το αυστηρό νομικό πλαίσιο, η χρήση διεθνούς βίας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τους διεθνείς κανόνες και τη συναίνεση. Οι κοινές αξίες και οι εξελισσόμενες στάσεις της διεθνούς κοινότητας σε θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η προστασία του περιβάλλοντος και η παγκόσμια ασφάλεια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανόνων που διέπουν τη χρήση βίας. Οι εξελισσόμενοι κανόνες στη διεθνή σκηνή, όπως το στίγμα που συνδέεται με τη χρήση χημικών όπλων ή η έμφαση στην προστασία των αμάχων σε ένοπλες συγκρούσεις, καταδεικνύουν τη σημασία της εξέλιξης των διεθνών προτύπων. Οι κανόνες αυτοί συχνά καθοδηγούν τη συμπεριφορά των κρατών και μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή της ερμηνείας και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου.
Δυστυχώς, όμως, ζούμε σε έναν κόσμο που έχει έρθει αντιμέτωπος ποικίλες φορές με τη μη εξουσιοδοτημένη ή δικαιολογημένη χρήση βίας. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου πρέπει να υπάρξει νομικό πλαίσιο για την απαγόρευση βασανισμού των αμάχων, γιατί δεν είναι αρκετά αυτονόητο από μόνο του. Ζούμε, επίσης, σε έναν κόσμο που το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο χρησιμοποιείται πολλές φορές εικονικά, όπου τα κράτη που το παραβιάζουν ισχυρίζονται ότι δρουν στο πλαίσιό του και ότι οι πράξεις τους προβλέπονται από αυτό. Ίσως, το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν το επιχείρημα της Ρωσίας, καθώς και η συστηματική καταπίεση μιας εθνικής ομάδας σε έναν άλλο κράτος προβλέπεται ως δικαιολογημένη αιτία χρήσης βίας. Παρόλα τα βήματα που έχουν γίνει, και δεν μπορούν να αγνοηθούν, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας για να μπορέσουμε να αφήσουμε πίσω μας τις θηριωδίες που μαυρίζουν τις σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Β. Καρατζιάς/Β. Ζαλίδης/Α. Λιούτας, Εγχειρίδιο Δικαίου Ενόπλων Συγκρούσεων, 2022, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Το δίκαιο της διεθνούς κοινωνίας (Συλλογικό έργο), 2011, Νομική Βιβλιοθήκη
- Ν. Ζάικος, Η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών, 2002, Εκδόσεις Σάκκουλα