12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑποδοχή και ομολογία της αγωγής στην πολιτική δίκη

Αποδοχή και ομολογία της αγωγής στην πολιτική δίκη


Της Ειρήνης Τσαρούχα,

Σε κάθε νομική τάξη, έτσι και στην ελληνική, η πολιτική δίκη, ή με άλλα λόγια η δίκη που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, απευθύνεται σε ιδιωτικά δικαιώματα και προστατεύει ιδιωτικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο νομοθέτης έχει προβλέψει ότι η διάθεση του επίδικου αντικειμένου ανήκει στους διαδίκους. Υπό την αρχή αυτή, ο νομοθέτης προβλέπει και τη δυνατότητα η δίκη να καταργηθεί και με την πρωτοβουλία των διαδίκων με την αποδοχή της αγωγής, η οποία ορίζεται στο άρθρο 298 ΚΠολΔ.

Ειδικότερα, αποδοχή της αγωγής είναι μια μονομερής διαδικαστική πράξη, με την οποία ζητά αυτός που την ασκεί, δηλαδή ο ένας εκ των δύο διαδίκων ή και ο δικαστικός πληρεξούσιος, την αναγνώριση της πράξης του αντιδίκου του από το δικαστήριο. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει οριστική απόφαση που να περιλαμβάνει στον συλλογισμό της το περιεχόμενο της αποδοχής. Επομένως, επιδρά μόνο έμμεσα στην κατάργηση της δίκης με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Η αποδοχή, επίσης, ως μονομερής διαδικαστική πράξη δεν υπόκεινται σε προσβολή λόγω ελαττωμάτων της βούλησης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο ουσιαστικό δίκαιο. Έτσι, το δικαστήριο ενδέχεται να εκδώσει τελικά απόφαση, ακόμα και εάν η αγωγή είναι πραγματικά ή νομικά αόριστη, καθώς, όπως αναφέρθηκε, οι ίδιοι οι διάδικοι καθορίζουν με πρωτοβουλίες τους την πορεία της δίκης, δηλαδή σε αυτούς ανήκει η διάθεση της δίκης, η στιγμή έναρξης ή περάτωσή της. Η αγωγή μπορεί να απορριφθεί μόνο για τυπικούς λόγους, όταν, δηλαδή, κριθεί απαράδεκτη, δεδομένου ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Η αποδοχή της αγωγής μπορεί σε αντίθεση με την παραίτηση να ασκηθεί ελεύθερα σε κάθε στάση της δίκης και μάλιστα άτυπα.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Sora Shimazaki

Ωστόσο, προκειμένου να γίνει αποδεκτή η αποδοχή, αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη στο πρόσωπο που εκδίδει την πράξη της ικανότητας διάθεσης του επίδικου αντικειμένου. Έτσι, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η αποδοχή στις οικογενειακού δικαίου διαφορές. Στο πλαίσιο μάλιστα αυτό, ο νομοθέτης προβλέπει και την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας του δικαστικού πληρεξουσίου, διαφορετικά η πράξη κρίνεται ανίσχυρη.

Σε περίπτωση που υπάρχει ομοδικία, δηλαδή σώρευση περισσότερων υποκειμένων δίκης, πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις. Στην απλή μεν ομοδικία η αποδοχή ασκείται παραδεκτά από το έναν ομόδικο. Στην αναγκαστική δε ομοδικία πρέπει να συμπράξουν όλοι από κοινού. Η άσκηση αποδοχής του ενός δεν επιδρά στη συνέχιση της δίκης.

Θα πρέπει, τέλος, να διακρίνουμε την αποδοχή της αγωγής από την ομολογία, είτε δικαστική είτε εξώδικη. Η ομολογία αποτελεί αποδεικτικό μέσο, δηλαδή λειτουργεί ως εργαλείο για τον δικαστή προκειμένου να προσεγγίσει την ουσιαστική αλήθεια. Αντίθετα, όπως ήδη έγινε λόγος, η αποδοχή καταργεί οριστικά τη δίκη. Η ομολογία, εφόσον αυτή γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου (δικαστική ομολογία), δημιουργεί πλήρη απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών που ομολογούνται (352 ΚΠολΔ), εκείνων δηλαδή που στρέφονται σε βάρος εκείνου που τα ομολογεί και δεσμεύει τον δικαστή μόνο ως προς την ιστορική βάση και όχι ως προς την έκδοση τελικής οριστικής απόφασης, με το ίδιο περιεχόμενο με την ομολογία. Ακόμα και στην αναγκαία ομοδικία, η ομολογία μόνο του ενός δεν είναι ανίσχυρη, αλλά λαμβάνεται ελεύθερα υπόψη (άρθρο 78 ΚΠολδ). Επίσης, ο νομοθέτης δεν απαιτεί την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας του δικαστικού πληρεξουσίου. Έτσι, ενώ η ομολογία απλά απαλλάσσει τον έχων το βάρος απόδειξης διάδικο, κατά κύριο λόγο τον ενάγοντα να αποδείξει τους εισφερόμενους ισχυρισμούς, στην αποδοχή δεσμεύεται το δικαστήριο και ο αντίδικος απαλλάσσεται γενικά από κάθε τυχόν μετέπειτα διαδικαστική πράξη.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: EKATERINA BOLOVTSOVA

Στην ομολογία, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να παραλείψει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν την αγωγή νομικά αόριστη (π.χ. παράλειψη αναφοράς της ύπαρξης υπαιτιότητας για τη θεμελίωση αδικοπραξίας), ακόμα και εάν κρίνονται συνομολογημένοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί σε αντίθεση με ό,τι ειπώθηκε για την αποδοχή. Τέλος, η ομολογία υπόκεινται και σε ανάκληση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Νικόλαος Θ Νίκας, 4η έκδοση εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022
  • Η αποδοχή της αγωγής και η διαφορά της από την ομολογία, efotopoulou.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ειρήνη Τσαρούχα
Ειρήνη Τσαρούχα
Κατάγεται από ένα μικρό χωριό στα Τρίκαλα, τον Άγιο Βησσαρίωνα. Βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο Δημόσιο Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό. Στο ελεύθερό της χρόνο, της αρέσει να διαβάζει νομικά άρθρα και βιβλία και να περνάει χρόνο με τους φίλους μου.