Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Μια από τις αρχαιότερες και πολυπλοκότερες κατακτήσεις του ανθρώπου είναι η δημιουργία και η εξέλιξη της ομιλίας, ανεξαρτήτως εθνικής ή φυλετικής καταβολής. Ένα, όμως, ακόμα χαρακτηριστικό της φύσης των ανθρώπων είναι η έκφραση των σκέψεών τους με έναν προσωπικό τρόπο που μπορεί να ξεφεύγει πολλές φορές από αυτόν του γενικού συνόλου. Κάπως έτσι δημιουργούνται οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα μέσα σε μια γλώσσα. Από αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και η ελληνική γλώσσα, η οποία διαθέτει ένα πλούσιο διαλεκτικό και ιδιωματικό κόσμο, προσδίδοντάς της μια μαγική ποικιλομορφία. Ποντιακά, κρητικά, κυπριακά, θρακιώτικα κ.α. αποτελούν σήμερα τις διαλέκτους της ελληνικής, ενώ μερικά ιδιώματα που ξεχωρίζουν είναι αυτά της Καστοριάς, της Πελοποννήσου, της Επτανήσου, της Λάρισας κ.ο.κ.
Με αυτό το τελευταίο ιδίωμα ασχολείται το βιβλίο του Σταμάτη Μπέη Το γλωσσικό ιδίωμα της Λάρισας που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Ο συγγραφέας, του οποίου ιδιαίτερη πατρίδα είναι η Λάρισα, είναι Διδάκτωρ Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (2000), καθώς και διευθυντής ερευνών στο Κέντρον Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Ειδικεύεται, μάλιστα, στη φωνολογική και μορφολογική ανάλυση των ιδιωμάτων με έμφαση στην μελέτη των βόρειων ελληνικών ιδιωμάτων. Συμμετείχε στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Μακεδονίας την περίοδο 2000-2003 και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου μεταξύ 2003-2013.
Ο Μπέης, λοιπόν, ως ειδικός επί του θέματος, ασχολείται με το ιδίωμα που παρατηρείται στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας και γενικότερα της Θεσσαλίας, ακολουθώντας τις αρχές της σχολής της λειτουργικής γλωσσολογίας (linguistique fonectionelle). Έτσι, η έρευνα βασίζεται σε τέσσερα κυρία σημεία ανάλυσης: τη φωνιτική, τη φωνολογία, τη μορφολογία και τη σύνταξη, παρέχοντας μια πλήρη εικόνα του ιδιώματος της περιοχής.
Στις δύο πρώτες περιπτώσεις ο στόχος επιτυγχάνεται με τον διαχωρισμό της λειτουργίας και εκφοράς των φωνηέντων και των φθόγγων, καθώς και στην παρουσίαση των κύριων φωνολογικών φαινομένων. Έπειτα, η τρίτη παράμετρος επικεντρώνεται στα γραμματικά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στη ντοπιολαλιά της Λάρισας, αλλά, παράλληλα, αναλύονται και τα ονοματικά και ρηματικά φαινόμενα. Τέλος, γίνεται λόγος για το κομμάτι της σύνταξης, αφού μας δείξει τους βασικούς τρόπους σύνταξης, κάνει και μερικές συγκρίσεις με άλλες γεωγραφικές ποικιλίες της νέας ελληνικής για να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος λειτουργίας της.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε πως η έρευνα του συγγραφέα είναι επιτόπια, αφού ο ίδιος «όργωσε» τον Θεσσαλικό κάμπο, πηγαίνοντας σε διάφορα χωριά, ώστε να συλλέξει το απαραίτητο υλικό –κατά βάση από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους που διατηρούν και διαφυλάσσουν τον πλούτο της γλώσσας μας, καθώς στις μεγάλες πόλεις πλέον έχει αρχίσει να εκλείπει το ιδίωμα αυτό. Μέσα από αυτήν την περιπλάνηση, κατέγραψε πλήθος παραδειγμάτων, τα οποία και χρησιμοποιεί για την ευκολότερη πρόσληψη των λειτουργιών του. Σε αυτό, όμως, συμβάλλουν και οι πίνακες και τα σχεδιαγράμματα που με περίτεχνο και απλό τρόπο εντάσσονται στο βιβλίο όπου είναι απαραίτητο.
Όλη αυτή η δουλειά προσθέτει στο πόνημα του Σταμάτη Μπέη ιδιαίτερη αξία και το κάνει προσιτό τόσο στην επιστημονική κοινότητα της γλωσσολογίας και διαλεκτολογίας, όσο και σε εμάς τους μη ειδικούς που μαθαίνουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα ιδιώματα, συγκρίνοντας ενδεχομένως και με τα δικά μας διαφορετικά ιδιώματα που μπορεί να γνωρίζουμε βιωματικά, παρατηρώντας τις ομοιότητες και διάφορες. Έτσι, μέσα από όλη αυτή την καταγραφή διασώζεται ο γλωσσικός πλούτος της ελληνικής και δεν περιέρχεται στη λήθη ένα σημαντικό κομμάτι της προφορικής παράδοσής μας.