Της Μαρίας Κουλούρη,
Ο χρόνος κυλά ασταμάτητα και η ζωή τον ακολουθεί μέσα από στιγμές που ξεκινούν και τελειώνουν σε δευτερόλεπτα. Κάποιες τις ξεχνάμε, κάποιες τις θυμόμαστε και άλλες δεν θέλουμε να τις θυμόμαστε, όμως μάταια. Η μνήμη μας αφυπνίζει την ίσως πιο γλυκόπικρη ανθρώπινη αίσθηση, τη νοσταλγία. Η Μάρω Βαμβουνάκη στο βιβλίο της Η νοσταλγία κι εγώ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός, χαρακτηρίζει πολύ εύστοχα τη νοσταλγία ως χαρμολύπη, αφού μας χαρίζει ευχάριστες αναμνήσεις μέσα από μια διαδικασία αναδρομής στο παρελθόν, που η ίδια τη χαρακτηρίζει ως «μαχαιράκι που σχίζει και στάζει αίμα».
Η Μάρω Βαμβουνάκη αποτελεί μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς. Είναι γεννημένη το 1948 στο νησί της Κρήτης, όπου έμεινε κι έζησε την παιδική της ηλικία ως τα 9 της χρόνια. Τότε, μαζί με την οικογένειά της, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Νομική και αργότερα στην Ψυχολογία. Εργάστηκε με την ιδιότητα του συμβολαιογράφου για 11 χρόνια από το 1972 στο νησί της Ρόδου. Τα τελευταία χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στην Αθήνα. Μερικά βιβλία από το συγγραφικό της έργο είναι τα εξής: Η κραταία αγάπη, Το χρονικό μιας μοιχείας, Ο παλιάτσος και η ανίμα, Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης, Γυναίκες της αναμονής. Αξίζει να σημειωθεί πως η Μάρω Βαμβουνάκη υπογράφει τους στίχους ορισμένων αξιόλογων τραγουδιών της ελληνικής δισκογραφίας, όπως: Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο των Πυξ Λαξ και το Νυχτερινό του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 12 κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως εμπειρικά ταξίδια νοσταλγίας της συγγραφέως, με το πρώτο από αυτά να αποτελεί μια εισαγωγή γι’ αυτό το παράξενο και μοναδικό συναίσθημα της νοσταλγίας. Αυτό το συναίσθημα –ή κατάσταση ή διεργασία του ανθρώπινου νου– επιτρέπει στον άνθρωπο να βιώσει ξανά τις εμπειρίες του και να τις «μοντάρει» όπως εκείνος επιθυμεί, ώστε, ουσιαστικά, «ξαναζεί» μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας του. «Κατά τρόπο παράδοξο ο άνθρωπος δεν προσπαθεί μόνο να φτιάξει το μέλλον του, προσπαθεί να φτιάξει και το παρελθόν του». Αλήθεια, ποιος δεν καταφεύγει στη νοσταλγία, το παρελθόν; Το παρόν και το μέλλον είναι οι δύο διαστάσεις που μπορούμε να αλλάξουμε και να επεξεργαστούμε σύμφωνα με τη λογική μας και τις πράξεις μας. Η ψυχή μας, όμως, φαίνεται να «προσεγγίζει» περισσότερο τη διάσταση του παρελθόντος, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο ερέθισμα των συναισθημάτων. Ίσως επειδή το παρελθόν αφήνει αναπάντητα «αν» και «γιατί», τις διαφορετικές πτυχές των γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβούν, αλλά δεν συνέβησαν. Βέβαια, η μόνη διάσταση που «κατέχει» στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν είναι ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον, αλλά το παρόν. Το παρελθόν έφυγε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη.
Ωστόσο, το Η νοσταλγία κι εγώ δεν πραγματεύεται τη νοσταλγία μόνο μέσα στα στενό πλαίσιο της έννοιας. Μέσω αυτής τίθενται θέματα σχετικά με τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις οποίες η συγγραφέας αναπολεί μέσα από την κατάσταση της νοσταλγίας, άλλες με ικανοποίηση και άλλες με μια μικρή δόση πικρίας, καθώς κρύβουν «πληγές» του παρελθόντος, οι οποίες, όμως, διαμόρφωσαν τη συγγραφέα ως άνθρωπο, όπως συμβαίνει σε όλους μας. Θέματα όπως ο εγωισμός, η υπερβολή, η προδοσία, η φιλία και ο έρωτας αναλύονται από τη συγγραφέα με έναν νοσταλγικό τρόπο που θυμίζει ασπρόμαυρη ταινία του κινηματογράφου και αφήνει αυτήν τη γλυκόπικρη αίσθηση που αναφέρθηκε και παραπάνω. Η συγγραφέας δεν στοχεύει στο να «διδάξει» τον αναγνώστη σχετικά με αυτά τα ζητήματα, αλλά του χαρίζει, όπως σημειώνει και η ίδια, «ένα ξένο αυτί», έναν ακροατή-ψυχολόγο που «παρηγορεί» τη μοναξιά του αναγνώστη και τον ωθεί στο να πιστεύει πως δεν είναι μόνος.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που προκαλεί έντονους προβληματισμούς και συναισθήματα με έναν τρόπο ρεαλιστικό και ποιητικό ταυτόχρονα, χωρίς να γίνεται «μελοδραματικό». Η συγγραφέας, ξαναζώντας τις εμπειρίες της μέσα από το βιβλίο, γίνεται η νοητή φωνή πολλών ανθρώπων. Αυτή η φωνή, που ξεπηδά κάθε φορά από το μυαλό τους συνοδευόμενη από τη νοσταλγία, ενώνει την τελευταία με τη φαντασία, ισορροπώντας, έτσι, ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και τον κόσμο των ιδεών, των σκέψεων και των περασμένων, αλλά όχι ξεχασμένων.