Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Η αρχή της αναλογικότητας, έχει γίνει αποδεκτή από όλους πως είναι ελεύθερη και δεν περιορίζεται απλώς στη σχέση του πολίτη με το κράτος. Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα μόνο κλάδο δικαίου, γιατί, εάν αυτό συμβεί, τότε δεν συνάδει με το όλο πλαίσιο λειτουργίας της και το σκοπό της, το να πραγματώσει, δηλαδή την ιδέα της δικαιοσύνης. Και καθώς η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί μια βασική δικαιοηθική αρχή, αυτονόητο είναι πως, αφού συμπεριλαμβάνει όλη την έννομη τάξη, τότε εφαρμόζεται και μεταξύ των ιδιωτών.
Στις ιδιωτικές σχέσεις, η αναλογικότητα λειτουργεί σαν μια εξισωτική αρχή στα αντιτιθέμενα συμφέροντα που εξυπηρετεί η ιδιωτική έννομη τάξη και με τον τρόπο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Το γεγονός, μάλιστα, της διάχυτης αναλογικότητας σε όλους τους τομείς δικαίου, επιβεβαιώνεται τα τελευταία χρόνια και από το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο ανακαλύπτονται νέα πεδία εφαρμογής της. Το κυριότερο είναι πως τείνει να κατευθύνει όχι μόνο την κρατική δραστηριότητα, αλλά και την ιδιωτική δράση και συμπεριφορά.
Από μια πληθώρα, πάντως, ρυθμίσεων στο νόμο, αλλά και περιορισμών που παρουσιάζονται, τους οποίους διαπλάθει και η νομολογία, διαφαίνεται πως η αρχή της αναλογικότητας δεν είναι μια αρχή ξένη προς το ιδιωτικό δίκαιο. Εδώ, να διευκρινιστεί πως αυτή η αρχή, εκφράζεται με σαφήνεια σε αρκετές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Αξιοσημείωτο είναι πως η αναλογικότητα αντανακλάται σε πολλές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όπως είναι το άρθρο ΑΚ 285 «δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία», το ΑΚ 179 περ. α΄ «υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του προσώπου», το ΑΚ 179 περ. β΄ «περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή», το ΑΚ 409, στο οποίο προβλέπεται μείωση της ποινικής ρήτρας «στο μέτρο που αρμόζει», όταν αυτή είναι «δυσανάλογα μεγάλη».
Η αρχή της αναλογικότητας, επιπλέον, εφαρμόζεται σε σημαντικό βαθμό στον κλάδο του εμπραγμάτου δικαίου και ιδιαίτερα στο πεδίο των δουλειών. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο ΑΚ 1125 ορίζεται πως «στο δικαίωμα της δουλείας περιλαμβάνεται κάθε πράξη που είναι αναγκαία για την άσκησή της» και συγχρόνως επιβάλλεται μέσω αυτού, στον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου να υποχρεώνεται να ασκεί το δικαίωμα της δουλείας «με κάθε δυνατή φειδώ ως προς τα συμφέροντα του κυρίου του δουλεύοντος». Κατά τη νομολογία, «με φειδώ άσκηση του δικαιώματος της δουλείας, κατά την έννοια της διατάξεως του δεύτερου εδαφίου του άρθρου αυτού, είναι η αποφυγή της ασκήσεως του δικαιώματος της δουλείας κατά τρόπο που θα βλάπτει, χωρίς ανάγκη, το συμφέρον του κυρίου του δουλεύοντος».
Παρ’ όλα αυτά, η αρχή της αναλογικότητας βρίσκει εφαρμογή και σε άλλες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όπως είναι τα άρθρα, 376, 386 εδ. 1, 534 σε συνδυασμό με 540 και 689. Μέσω των συγκεκριμένων διατάξεων, αναγνωρίζονται στο συμβαλλόμενο δραστικά δικαιώματα (υπαναχώρηση, αναστροφή κ.α.), που λειτουργούν ως αντίθεση στην περίπτωση μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης στις υποχρεώσεις που έχει το άλλο μέρος και εν γένει σε μια αντισυμβατική συμπεριφορά που τυχόν έχει. Ταυτόχρονα, βέβαια, απαγορεύεται το να ασκείται το δικαίωμα, όταν η άσκησή του αποτελεί δυσανάλογη αντίδραση, έχοντας υπόψιν το είδος και την έκταση της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων.
Η εν λόγω αρχή, έχει μεγάλη σημασία και μάλιστα εφαρμόζεται, όταν κάποιες άλλες ρητές ρυθμίσεις δεν υπάρχουν. Επίσης, όσες παραβάσεις των συμβατικών υποχρεώσεων είναι επουσιώδεις, τότε δεν επιτρέπεται να ασκούν επιρροή στο κύρος που έχει η σύμβαση και ούτε να οδεύουν προς την κατάργησή της, όμως αυτό, δε συνεπάγεται απουσία κυρώσεων. Όλο αυτό, δηλαδή το να λύεται μονομερώς η σύμβαση με την άσκηση π.χ. του δικαιώματος υπαναχώρησης ή κάποιου άλλου διαπλαστικού δικαιώματος, οδηγεί κυρίως σε δυσανάλογη κύρωση, έχοντας στην άλλη άκρη μια συμβατική παράβαση, η οποία δεν είναι ουσιώδης και μάλιστα, δεν επιτρέπεται από την έννομη τάξη.
Καταληκτικά, η αρχή της αναλογικότητας δεν στέκεται μόνο, όταν αποφασίζει ο νομοθέτης να ρυθμίσει το πεδίο σύγκρουσης των δικαιωμάτων με άλλα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα, αλλά η αρχή αυτή χρησιμεύει και ως κριτήριο που ρυθμίζει δίκαιες περιπτώσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ζερδελής Δημήτρης, Αναλογικότητα και Απεργία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013