20.5 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΆλυτο ακόμη το ενεργειακό ζήτημα στην Ευρώπη

Άλυτο ακόμη το ενεργειακό ζήτημα στην Ευρώπη


Του Κωνσταντίνου Γκότση,

Η κατάσταση και οι προοπτικές αυτή τη στιγμή για το ενεργειακό τοπίο, κυρίως στην Ευρώπη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τρικυμία εν κρανίο». Η αβεβαιότητα βρίσκεται στο «κόκκινο», καθώς οδεύουμε προς τον χειμώνα, με την κατάσταση να προεξοφλείται όλο και πιο δύσκολη για τη Γηραιά Ήπειρο. Οι τιμές στην ενέργεια, αν και αποκλιμακωμένες, βρίσκονται ακόμη σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από το 2019, με σημαντική μερίδα των αναλυτών να αναμένει πως θα ενισχυθούν προσεχώς. Μάλιστα, η αναζωπύρωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση, κάνοντας το σενάριο ενίσχυσης των τιμών ενέργειες πιθανότερο.

Η Ε.Ε. έχει σημειώσει βήματα προόδου στον τομέα της ενέργειας, για να εξασφαλίσει την «ασφάλειά» της, αφού, πλέον, η Ρωσία δεν αποτελεί τον αποκλειστικό, προσωπικό της προμηθευτή και οι αποθήκες της για (υγροποιημένο) φυσικό αέριο είναι σχεδόν γεμάτες (συγκεκριμένα σε ποσοστό περίπου 95%). Με λίγα λόγια, έχει εξασφαλίσει, εν μέρει, τις προμήθειές της για τον χειμώνα σε φυσικό αέριο, ενώ, παράλληλα, έχει διαφοροποιήσει, ως έναν βαθμό, τους προμηθευτές της. Συγχρόνως, έχει εντάξει στην πολιτική της τη διασφάλιση κι άλλων ορυκτών πόρων που κρίνονται απαραίτητοι για πολλούς κρίσιμους τομείς της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Ωστόσο, συνεχίζει να εξαρτάται σε ποσοστό 70% από την ευαίσθητη και ασταθή spot (άμεση) αγορά του LNG, γεγονός που τη διατηρεί ευάλωτη απέναντι στην ενεργειακή κρίση. Η οργανωμένη ενεργειακή αγορά της Ευρώπης παραμένει σημαντικά διαστρεβλωμένη και προβληματική, καθώς δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες ρυθμίσεις, κυρίως λόγω της αντίθετης στάσης μεταξύ Βορρά και Νότου. Συγκεκριμένα, οι περισσότερες χώρες του Βορρά, οι οποίες αποτελούν ενεργειακούς παραγωγούς και έχουν ένα πιο διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα και περισσότερες διασυνδέσεις μεταξύ τους και, άρα, λιγότερο τελικό κόστος, καθυστερούν τις διαδικασίες για οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή του μοντέλου της αγοράς (ηλεκτρικής) ενέργειας.

Η αρχική πρόταση μεταρρύθμισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που υποβλήθηκε τον Μάρτιο, σχεδιάστηκε για να κατευθύνει τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας σε πιο μακροπρόθεσμες συμβάσεις σταθερής τιμής, έτσι ώστε οι καταναλωτές να είναι λιγότερο εκτεθειμένοι σε βραχυπρόθεσμες αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου, όπως αυτές που παρατηρήθηκαν πέρυσι. Για να επιτευχθεί αυτό, οι Βρυξέλλες πρότειναν ότι η δημόσια στήριξη για νέες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πυρηνικούς σταθμούς πρέπει να λάβει τη μορφή συμβάσεων ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής με κρατική υποστήριξη. Ωστόσο, οι συζητήσεις για σύγκλιση των απόψεων οδηγούν σε αδιέξοδο.

Σύμφωνα με το Reuters, οι χώρες της E.E. εξετάζουν το ενδεχόμενο να καταργήσουν ένα κεντρικό μέρος των μεταρρυθμίσεων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης (ειδικότερα: τις κρατικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, την ελευθερία στην αξιοποίηση των εσόδων από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας), εξαιτίας της διαφωνίας ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία σχετικά με την κρατική ενίσχυση για σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και, συγκεκριμένα, για το εάν οι κανόνες θα μπορούσαν να δώσουν σε ορισμένες χώρες ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων. Το ζήτημα είναι αν οι Κυβερνήσεις θα είναι σε θέση να προσφέρουν κρατικά συμβόλαια ηλεκτρικής ενέργειας σταθερής τιμής σε υπάρχοντες σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, στη συνέχεια να συλλέγουν τα πλεονάζοντα έσοδα που δημιουργούνται από αυτά τα συμβόλαια και να τα ξοδεύουν στην επιδότηση βιομηχανιών. Από τη μία, η Γαλλία (μαζί με κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης) υποστηρίζει αυτές τις ενισχύσεις, για να στηρίξει τους πυρηνικούς σταθμούς της. Στον αντίποδα, η Γερμανία (με τους υπόλοιπους εταίρους) έχει τους ενδοιασμούς της, καθώς θα μπορούσε η Γαλλία να υποστηρίξει σε υπερβάλλοντα βαθμό την εγχώρια βιομηχανία της.

Πηγή εικόνας: vecstock / Freepik

Επίσης, από το 2024 επανέρχονται οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια ανεύθυνης (σε πολλές περιπτώσεις) δημοσιονομικής «χαλάρωσης» και, κατ’ επέκταση, ανάληψης χρέους (ακόμη και κατά την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού), γεγονός που περιορίζει τα δημοσιονομικά περιθώρια για «γενναία» μέτρα στήριξης για την ελάφρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2024 δεν εμπεριέχει ειδικό αποθεματικό για μελλοντικές ενεργειακές κρίσης, πρώτον λόγω της αισιοδοξίας αρκετών αξιωματούχων για τη μελλοντική διακύμανση των τιμών και δεύτερον λόγω της ανάδειξης άλλων, πιο άμεσων ζητημάτων, σε συνδυασμό με τους περιορισμένους πόρους.

Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να τονιστεί (για πολλοστή φορά) το μεγάλο λάθος της μη συμπόρευσης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής κατά το 2022 και το 2023. Ουσιαστικά, η δημοσιονομική επέκταση που σημειωνόταν αντιστάθμιζε, εν μέρει, τις επιπτώσεις της νομισματικής «σύσφιξης», κάνοντας λιγότερο αποτελεσματική τη μετάδοση της τελευταίας και με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της πτώσης της ζήτησης και της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.

Το παραπάνω ήταν σημαντικό να ξαναειπωθεί, διότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στις σκοπούς τους και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η επιτάχυνση της «πράσινης» μετάβασης που θέλει να επιτύχει η Ευρώπη, τόσο για να καταφέρει να μειώσει τον περιβαλλοντικό αρνητικό αντίκτυπο των παραδοσιακών «βρώμικων» πηγών ενέργειας όσο και για να γίνει ενεργειακά πιο αυτόνομη, απαιτεί την προσφορά σημαντικών κινήτρων για επενδύσεις σε Α.Π.Ε. και τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, καθώς και χαμηλό κόστος κεφαλαίου και εύκολη πρόσβαση σε (φθηνή) χρηματοδότηση. Παράλληλα, η αξία των Α.Π.Ε. συρρικνώνεται λόγω των υψηλών επιτοκίων προεξόφλησης, ενώ οι αναπροσαρμογές στις τιμές των μη ανανεώσιμων πηγών, κυρίως του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που δίνουν πολύ πιο άμεσες αποδόσεις, είναι πιο άκαμπτες, γεγονός που στηρίζεται και από την ολιγοπωλιακή μορφή της αγοράς τους.

Πέρα, όμως, από το άμεσο κόστος που δημιουργούν για τις επενδύσεις σε Α.Π.Ε. τα υψηλά επιτόκια και η περιορισμένη ρευστότητα, προκαλεί και έμμεσο κόστος μέσω των αυξανόμενων δαπανών για τις μεταφορές, αλλά και μέσω της μεγάλης καθυστέρησης των αδειοδοτήσεων της εγκατάστασης ανάπτυξης των Α.Π.Ε. Επιπλέον, το συνεχώς αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που έχουν ήδη οι επιχειρήσεις του κλάδου, το οποίο πρόσφατα έκανε πιο έντονη την «παρουσία» του ακόμα και στις πιο μεγάλες, ανεπτυγμένες επιχειρήσεις, περιορίζει περαιτέρω τις διαθέσιμες ταμειακές ροές.

Συνοψίζοντας, παρότι η Ευρώπη έμαθε από τα λάθη του παρελθόντος και έχει αλλάξει σημαντικά την κατεύθυνση στη (βραχυπρόθεσμη) πολιτική της, καθυστερεί να δράσει απέναντι σε θεμελιώδη προβλήματα. Είναι γνωστό πως η ανομοιομορφία των οικονομιών των κρατών-μελών της Ένωσης, πέρα του ότι διαμορφώνει μπλοκς διαφορετικών ταχυτήτων, δυστυχώς δημιουργεί και έντονες αντιθέσεις στις μεταξύ τους θέσεις, κάνοντας αργή, ορισμένες φορές, τη λήψη βασικών αποφάσεων. Πρέπει να συμφωνηθούν κοινές γραμμές άμεσα στο ενεργειακό ζήτημα, διότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας, πολλώ δε μάλλον εν μέσω υψηλής αβεβαιότητας για την πορεία των τιμών και της ανάπτυξης μέσα στο επόμενο διάστημα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Η απειλή ενός ακόμη δύσκολου ενεργειακά χειμώνα, energypress.gr, διαβάστε εδώ
  • Οι κεντρικές τράπεζες διεξάγουν πόλεμο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, energypress.gr, διαβάστε εδώ
  • EU countries consider scrapping part of energy reforms – document, reuters.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.