Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό της Βυζαντινής Ιστορίας η συνεχής απειλή των συνόρων της από πολλούς και διαφορετικούς αντιπάλους, των οποίων ο στόχος ήταν η λεηλασία των πλούσιων περιοχών της αυτοκρατορίας και πολλές φορές η εκπόρθηση της Κωνσταντινούπολης. Αξιοθαύμαστη ήταν και παραμένει η αντίσταση την οποία προέβαλλαν οι Βυζαντινοί στις απειλές αυτές, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έφταναν στην ανακατάληψη εδαφών από τους αντιπάλους τους, έχοντας ικανούς στρατηγούς, οι οποίοι συνδύαζαν την αφοσίωση στην αυτοκρατορία με την προσωπική φιλοδοξία. Πολλοί εξ αυτών βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του ανατολικού μετώπου από το 867 ως το 1025 και σε συνδυασμό με τους ικανότατους αυτοκράτορες της δυναστείας των Μακεδόνων κατάφεραν να διευρύνουν επανειλημμένα τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου και να υμνηθούν από τους ιστορικούς και τον απλό λαό της εποχής.
Θεμελιώδες γεγονός το οποίο είχε μεταβάλει τις ναυτικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν η κατάληψη της Κρήτης το 823-828 από τους Άραβες της Ισπανίας, οι οποίοι χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) παρενοχλούσαν πλέον τα παράλια της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας με περίσσεια ευκολία. Ένα ακόμα φλέγον ζήτημα για το ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας ήταν η διάδοση της αίρεσης των Παυλικιανών, οι οποίοι μάλιστα είχαν δημιουργήσει κράτος με έδρα την Τεφρική, με την βοήθεια των Αράβων.
Με την ανάρρηση του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα στον θρόνο το 867, ετέθη ως προτεραιότητα η ασφάλεια του ανατολικού συνόρου. Συνεπώς, το 871 εκστράτευσε εναντίον της Τεφρικής, όμως ηττήθηκε από τον στρατό των Παυλικιανών και των Αράβων. Τον επόμενο χρόνο ο αρχηγός των Παυλικιανών Χρυσόχειρ προέλασε ως την Άγκυρα με τον στρατό του, όμως αιφνιδιάστηκε από τους Βυζαντινούς στον Βαθύ Ρύακα, ηττήθηκε και τραυματίστηκε θανάσιμα. Μετά τον θάνατο του Χρυσοχείρος, οι Παυλικιανοί έχασαν τη δύναμή τους, με αποτέλεσμα το 878 να καταληφθεί τελικά η Τεφρική και να καμφθεί πλήρως η αντίστασή τους, ενώ λίγα έτη νωρίτερα, τα βυζαντινά στρατεύματα ανακατέλαβαν τα Σαμόσατα (873) και σημαντικά κάστρα του Ταύρου (877) από τους Άραβες. Ο Βασίλειος συνέχισε και το 879 να σημειώνει νίκες ενάντια στους Άραβες, ωστόσο απέτυχε το 882 να καταλάβει τη Μελιτηνή, ενώ το επόμενο έτος το στράτευμά του ηττήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Με την ανάρρηση του Συμεών στο βουλγαρικό θρόνο (894-927) και τις εκστρατείες του ενάντια στις ευρωπαϊκές επαρχίες, το Βυζάντιο περιορίστηκε για αρκετά χρόνια σε αμυντική θέση στο ανατολικό μέτωπο, ενώ οι στρατηγοί του μετώπου έθεσαν προτεραιότητά τους την οχύρωση των παραμεθορίων φρουρίων.
Με τον διορισμό στη θέση του Δομεστίκου των Σχολών του Ιωάννη Κουρκούα (922) και τη λήξη του πολέμου με τους Βούλγαρους (927), η αυτοκρατορία ανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στο ανατολικό μέτωπο. Ο Κουρκούας κατέλαβε την κομβικής σημασίας πόλη της Μελιτηνής το 934, την οποία και χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για τις επόμενες εκστρατείες του, ενώ έφτασε στο απόγειο της δόξας του τη διετία 943-4, όταν και κατέλαβε την Νισίβι και στη συνέχεια εκπόρθησε την Έδεσσα της Συρίας. Οι κάτοικοι της πόλης, μάλιστα, για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, του έδωσαν ως λύτρο το «Άγιο Μανδήλιο» με την αχειροποίητη εικόνα του Ιησού Χριστού. Ο Ιωάννης Κουρκούας, τον οποίο οι ιστορικοί της εποχής αποκαλούσαν «νέο Τραϊανό» ή «νέο Βελισσάριο» για τους αλλεπάλληλους θριάμβους του, γύρισε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη με το πολύτιμο λάφυρο.
Η πτώση του Ρωμανού Λεκαπηνού το ίδιο έτος, όμως, επέφερε και την απομάκρυνση του Κουρκούα από τη διοίκηση του στρατού των ανατολικών θεμάτων, με αποτέλεσμα για κάποια χρόνια να επανακάμψουν οι Άραβες στο ανατολικό μέτωπο. Παράλληλα, στην Βέροια της Συρίας εγκαταστάθηκε και ίδρυσε χαλιφάτο ο Άραβας Χαλίφης Χαμβδάς (Saif al Dawla), ο οποίος όντας ικανός στρατηγός ξεκίνησε να εκστρατεύει στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Αράβων οι Βυζαντινοί κατέστρωσαν μια ειδική τακτική, της οποίας βασική αρχή ήταν η αποφυγή της ευθείας σύγκρουσης και η ενέδρα όταν ο χαλίφης επέστρεφε με το στρατό του προς τα εδάφη του. Το 950 και το 954 αναχαιτίστηκε επιτυχώς με την εφαρμογή της τακτικής αυτής η επιθετική του δράση, με τον χαλίφη να αιφνιδιάζεται και να ηττάται και στις δυο περιπτώσεις.
Η τρίτη μάχη που δόθηκε με αυτή την τακτική, στα στενά της Ανδρασού στην Κιλικία το 960, ήταν και η καθοριστικότερη. Στη μάχη αυτή, ο Λέων Φωκάς, αδελφός του αυτοκράτορα Νικηφόρου, διέλυσε τη στρατιά του Χαμβδά, σκοτώνοντας και παίρνοντας ως αιχμάλωτους την συντριπτική πλειοψηφία των Αράβων στρατιωτών. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την Κρήτη, διασφαλίζοντας και τη ναυτική κυριαρχία των Βυζαντινών ενάντια στους Άραβες.
Οι επόμενες επιτυχίες των Βυζαντινών σημειώθηκαν και αυτές στην Κιλικία. Το 962 κατελήφθη η Ανάβαρζος, ενώ δυο χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Τζιμισκής προκάλεσε πανωλεθρία σε αραβικό στράτευμα, σε μια μάχη που κράτησε δυο μέρες. Τα ισχυρά κάστρα της Μοψουεστίας και της Ταρσού, τα μόνα που είχαν παραμείνει υπό αραβική κατοχή, αποκόπηκαν από κάθε πηγή τροφίμων με διαταγή του αυτοκράτορα Φωκά, με αποτέλεσμα οι Άραβες να αναγκαστούν να παραδοθούν για να αποφύγουν τη λιμοκτονία. Ο δρόμος για την Συρία ήταν πλέον ορθάνοιχτος.
Το 966 οι Βυζαντινοί εκστράτευσαν στη Συρία και τη Μεσοποταμία, με τους αμυνόμενους να εξαγοράζουν στις περισσότερες περιπτώσεις την ελευθερία των πόλεών τους, ενώ το επόμενο έτος, ο Φωκάς έφυγε από τη Συρία για να πραγματευθεί τους όρους με τους οποίους θα ενσωματωνόταν στο κράτος του η Αρμενία. Το 968, και ενώ πλέον ο Χαμβδάς είχε πεθάνει, ο αυτοκράτορας κατέλαβε τα Γάβαλα και την Άκρα, ενώ κατέστησε φόρου υποτελή τη Λαοδικεία. Το σημείο αναφοράς όμως της συριακής εκστρατείας ήταν η πολιορκία της Αντιόχειας, και η εκπόρθησή της με νυχτερινή έφοδο. Το ηθικό των Αράβων καταρρακώθηκε με την πτώση της Αντιόχειας, με συνέπεια οι Βυζαντινοί να προελάσουν ανεμπόδιστοι ως το Χαλέπι, πρωτεύουσα τότε των Αράβων. Το 970 νικητές και ηττημένοι σύναψαν συνθήκη ειρήνης, η οποία αναγνώριζε την κυριαρχία των Βυζαντινών σε μεγάλο μέρος της Συρίας.
Το χρονικό διάστημα αυτό, ενώ οι Άραβες της Συρίας είχαν εξουδετερωθεί, ανέκυψε νέος κίνδυνος από τη δυναστεία των Φατιμιδών στην Αίγυπτο. Ενώ ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Τζιμισκής εκστράτευε στα Βαλκάνια, οι Φατιμίδες έστειλαν ισχυρό στρατό τους να πολιορκήσει την Αντιόχεια. Ο Τζιμισκής δεν άργησε να επανέλθει όμως, και στα τέλη του 972 εισέβαλε στην Μεσοποταμία, όπου κατέλαβε διαδοχικά την Αμίδα, την Μαρτυρόπολη και την Νισίβι, ενώ το 975 εκστράτευσε προς τα νότια, καταλαμβάνοντας την Δαμασκό, την Τιβεριάδα και την Ναζαρέτ, ενώ στα χέρια των Βυζαντινών έπεσαν και οι πόλεις των φοινικικών παραλίων, με την εξαίρεση της οχυρωμένης Τρίπολης.
Τα επόμενα χρόνια, οι Άραβες ευνοήθηκαν από τους εμφυλίους που ξέσπασαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συμμαχώντας με τον στασιαστή Βάρδα Σκληρό, από τον οποίο έλαβαν ως αντάλλαγμα πολλά φρούρια της Μεσοποταμίας. Καθώς ο Βασίλειος Β΄ είχε άλλα μέτωπα ανοιχτά, έκλεισε συνθήκη ειρήνης με τους Φατιμίδες το 987, η οποία και κράτησε μέχρι το 994, όταν οι Φατιμίδες επιτέθηκαν στο υποτελές στους Βυζαντινούς Χαλέπι. Ο Βασίλειος Β΄ έσπευσε εκεί και το επόμενο έτος αποκατέστησε τις βυζαντινές κτήσεις στη Συρία, ενώ το 999 η εισβολή των Φατιμίδων στη Συρία αποκρούστηκε ξανά από τον Βασίλειο. Οι αναταραχές στην περιοχή σταμάτησαν με την δεκαετή ανακωχή του 1001. Στα τελευταία έτη της ζωής του, ο Βασίλειος Β΄ εκστράτευσε στον Καύκασο και προσάρτησε εκτεταμένα εδάφη ακόμα και ανατολικά της σημερινής Λίμνης Βαν, ενώ νωρίτερα ο βασιλιάς Δαβίδ είχε αφήσει το βασίλειό του στους Βυζαντινούς, με βάση τη διαθήκη του.
Οι κατακτήσεις των Μακεδόνων αυτοκρατόρων και των άξιων στρατηγών τους στην Ανατολή είχαν τεράστιο αντίκτυπο, καθώς ουσιαστικά με τις κατακτήσεις αυτές το Βυζάντιο έφτασε στο απόγειό του. Παράλληλα, οι εκστρατείες αυτές στην Ανατολή, καθώς τα νέα των επιτυχιών των Βυζαντινών διαδίδονταν στους Ευρωπαίους, καλλιέργησαν στους Χριστιανούς τη φιλοδοξία της ανάκτησης των Αγίων Τόπων, φιλοδοξία η οποία έναν αιώνα αργότερα οδήγησε στις Σταυροφορίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Diehl, Charles (1969), Βυζαντινές Μορφές, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Μπεργαδή.
- Συλλογικό (2009), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Η’, Βυζαντινός ελληνισμός – Μεσοβυζαντινοί χρόνοι, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.