Του Βασίλη Παπαδήμου,
Κατά την διάρκεια των τεσσάρων και πλέον ζοφερών αιώνων της τουρκοκρατίας, περίοδο κατά την οποία ο ελληνισμός της Μεσογείου πέρασε σε φάση παρακμής και στασιμότητας, υπήρχαν ορισμένες μορφές οι οποίες ξεχώρισαν για τη μόρφωσή τους, τη ρητορική δεινότητά τους και τη δυναμικότητά τους χάρις την οποία κατάφεραν να στηρίξουν τους υπόδουλους ομοεθνείς τους στη δύσκολη εκείνη εποχή, τονώνοντας τη φλόγα της ρωμιοσύνης που έκαιγε μέσα τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η μορφή του Κωνσταντίνου Οικονόμου (εξ Οικονόμων όπως επικράτησε να λέγεται), ο οποίος διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του, το εύρος των γνώσεών του αλλά και τη μαχητικότητα που επιδείκνυε κατά καιρούς υπερασπιζόμενος τα δίκαια και συμφέροντα του ελληνικού γένους και της ορθοδοξίας.
Γεννημένος στα 1780 στην Τσαριτσάνη Ελασσόνας, από ιερατική οικογένεια ο Κωνσταντίνος Οικονόμος έδειξε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του την κλίση του προς τα γράμματα. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από τον ιερέα πατέρα του Κυριακό, ενώ εκείνος ήταν που ενεφύσησε μέσα του την αγάπη προς την εκκλησία και την ιεροσύνη. Ο πατέρας του, επίσης, του δίδαξε και Λατινικά, ενώ τις εγκύκλιες σπουδές του συνέχισε στα Αμπελάκια τα οποία τότε βρίσκονταν σε περίοδο ακμής. Εκεί έμαθε και Γαλλικά.
Η δεινότητα του λόγου του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε ηλικία μόλις 12 ετών χειροθετήθηκε αναγνώστης εκφωνώντας μάλιστα έναν αρκετά προσεγμένο λόγο. Ήταν λάτρης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και γλώσσας, καθώς στα μετέπειτα χρόνια της ζωής του προέτρεπε τους νέους να μαθαίνουν την αρχαία ελληνική και να μελετούν τους κλασσικού συγγραφείς. Ιδανικά θα ήθελε να γίνει επαναφορά της αρχαίας ελληνικής, κατανοούσε όμως πως κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο, καθώς η απόσταση που χώριζε την καθομιλουμένη από την αρχαία ελληνική ήταν μεγάλη. Θεωρούσε, όμως, ότι θα έπρεπε να γίνουν ορισμένες διορθώσεις της καθομιλουμένης, ώστε όσο είναι δυνατόν να πλησιάσει την αρχαιοελληνική.
Μετά τον γάμο του, σε ηλικία 20 ετών, χειροτονήθηκε διάκονος το 1801, ενώ το 1805 έλαβε τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης με την εις πρεσβύτερον χειροτονία του, προκειμένου να αντικαταστήσει τον πατέρα του στην ενορία της Τσαριτσάνης. Όμως μετά τη συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα κατά του Αλή Πασά, του παπαευθύμιου Βλαχάβα συνελήφθη και φυλακίσθηκε στα Ιωάννινα. Μετά την αποφυλάκισή του, κατόπιν παρέμβασης του μάρτυρα Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, καταλαβαίνει πως στην Τσαριτσάνη η ζωή του πλέον κινδυνεύει. Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να μεταβεί στις Σέρρες και από εκεί στη Θεσσαλονίκη, όπου και παρέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα κερδίζοντας την αγάπη των κατοίκων της.
Επόμενος σταθμός της πορείας του ήταν η πρωτεύουσα της ελληνικής Ιωνίας, η Σμύρνη. Εκεί ίδρυσε μαζί με τον σπουδαίο δάσκαλο Κωνσταντίνο Κούμα το «Νέο Φιλολογικό Γυμνάσιο» στο οποίο δίδασκε φιλολογία. Αργότερα και συγκεκριμένα το 1814 ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής. Παράλληλα, όντας δεινός ρήτορας, δε σταματούσε να κηρύττει στους ναούς της Σμύρνης. Η δεκαετής παραμονή του Οικονόμου στην Σμύρνη υπήρξε πλέον ευδόκιμος, καθώς επιδόθηκε στη συγγραφή αλλά και στην ομιλητική, εκφωνώντας ιδιαίτερα χρήσιμους παραινετικούς λόγους προς τους σπουδαστές, αλλά και συγγράφοντας συντακτικό και γραμματική της ελληνικής. Ασχολήθηκε και με το μεταφραστικό έργο παραθέτοντας στην ελληνική τον «Φιλάργυρο» του Γάλλου συγγραφέα Μολιέρου. Όμως, όπως συχνά συμβαίνει με ανθρώπους του διαμετρήματος του Οικονόμου, συκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε από πολλούς, ακόμη και από τον τοπικό επίσκοπο, αναγκαζόμενος να εγκαταλείψει την πόλη.
Εν συνεχεία, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε την τιμή να ονομαστεί «Ιεροκήρυξ της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» εξού και ο σταυρός που φέρει στα πορτρέτα του στο καλυμμαύχι του. Εκεί εκτός των άλλων υπήρξε άμεσος συνεργάτης της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου παρέχοντας συμβουλές για διάφορα ζητήματα στους Συνοδικούς. Το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης βρίσκει τον Οικονόμο στην Κωνσταντινούπολη, από την οποία όμως αναγκάζεται να φύγει μετά τις φοβερές σφαγές. Καταφύγιο βρήκε στην Οδυσσό όπου και εκφώνησε τον επικήδειο λόγο μπρος στη σορό του μαρτυρικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος είχε απαγχονιστεί από τους Τούρκους. Στην Πετρούπολη που θα μεταβεί στη συνέχεια έτυχε να γνωρίσει τον μετέπειτα κυβερνήτη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ για το έργο του περί συγγένειας της Σλαβορωσικής με την ελληνική γλώσσα. Ερχόμενος στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, τιμές γνώρισε τόσο από τον Πρώσο αυτοκράτορα Γουλιέλμο Γ΄ όσο και από τον Πάπα Γρηγόριο 16ο.
Η άφιξή του στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα έγινε σε μια ιδιαιτέρως δύσκολη περίοδο για την εκκλησία. Οι Βαυαροί οι οποίοι διοικούσαν, έχοντας μια προτεσταντική αντίληψη περί των εκκλησιαστικών και αδυνατώντας να κατανοήσουν την ορθόδοξη παράδοση θέλησαν να κάνουν μια σειρά παρεμβάσεων στα της εκκλησίας, τα οποία όμως αντέβαιναν στο κανονικό δίκαιο και στην εκκλησιολογία. Βεβαίως σε αυτό το έργο συνέβαλλαν και ορισμένοι Έλληνες κληρικοί όπως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης με τον οποίο ο Οικονόμος έμελλε να συγκρουστεί σφοδρά τα επόμενα χρόνια. Ο Φαρμακίδης ήταν υπέρμαχος της δημιουργίας μιας αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας και άρα του απογαλακτισμού της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και της κηδεμονίας της από το Κράτος. Ο Φαρμακίδης θεωρούσε απαραίτητο το παραπάνω ακόμη και αν ο Πατριάρχης διαφωνούσε, για αυτό μάλιστα οι όποιες ενέργειες έγιναν, πραγματοποιήθηκαν χωρίς να γνωστοποιηθούν σε εκείνον. Ο Οικονόμος όντας σφοδρός πολέμιος των ενεργειών αυτών τις οποίες καταδίκαζε ως αντικανονικές άσκησε σφοδρή κρητική στον Φαρμακίδη και τέθηκε επικεφαλής της φιλοπατριαρχικής, παραδοσιακής πλευράς.
Δεν είναι ότι ο Οικονόμος ήταν ενάντια τόσο στο αυτοκέφαλο. Απλώς θεωρούσε ότι αν εκείνο δινόταν θα έπρεπε να ακολουθηθεί ο οδός που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες μετά από έγκριση του Πατριαρχείου. Τέλος, έντονα πολέμησε και τις προσπάθειες ενός άλλου αρχιμανδρίτη, του Νεόφυτου Βαμβά ο οποίος αμφισβητώντας την εγκυρότητα της μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης των Ο΄ θέλησε να κάνει νέα μετάφραση. Σε αυτή την προσπάθεια ο Οικονόμος πάλι αντέταξε τις αντιρρήσεις του εγκαινιάζοντας έναν νέο κύκλο συγκρούσεων με εκατέρωθεν πολεμικά έργα στα οποία ο καθένας υπερασπιζόταν τις απόψεις του. Μετά από μια ζωή γεμάτη περιπλανήσεις, διώξεις αλλά και αγώνες υπέρ της Ορθοδοξίας και της Ρωμιοσύνης ο Κωνσταντίνος Οικονόμος έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα το 1857 δε ηλικία 77 ετών, με την ταφή του να πραγματοποιείται στη μονή Πετράκη όπου υπάρχει ως σήμερα το μνήμα του.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων αναδείχθηκε χάρις στο πλούσιο έργο του σε μία προσωπικότητα που σφράγισε με την παρουσία του τον 19ο αιώνα. Με πληθώρα γνώσεων και ευγλωττία κατέστη ένας σπουδαίος ρήτορας και ιεροκήρυκας γνωρίζοντας τιμές από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και απολαμβάνοντας την αγάπη του λαού των περιοχών που βρέθηκε. Η ακτινοβολία του έφτασε μέχρι το εξωτερικό, τη Ρωσία την Πρωσία αλλά και το Βατικανό, οι ηγεμόνες των οποίων γνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του ανδρός του παρείχαν τίτλους και φιλοφρονήσεις. Το συγγραφικό του έργο μεγάλο με ορισμένα έργα του όμως να έχουν χαθεί. Χωρίς να περιορίζεται απλώς και μόνο στη συγγραφή εκκλησιαστικών ή θεολογικών πραγματειών συνέγραψε έργα φιλολογικού ενδιαφέροντος, ενώ δεν ήταν μικρό και το μεταφραστικό του έργο. Σήμερα, ωστόσο, παρά την προσφορά του ίδιου στο γένος και παρά την προσπάθεια να αναδειχθεί το έργο του, ο Οικονόμος έχει περάσει στην λήθη των περισσότερων Ελλήνων, κοσμεί όμως το πάνθεο των σπουδαίων του ελληνικού γένους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αθανάσιος Γερομίχαλος (1964), Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και η εποχή του, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- Κ. Μανίκας (1998), Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων και η διαμόρφωση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στην εποχή του, στο: Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Αθήνα: Πρακτικά Συνεδρίου, Τσαριτσάνη 1996
- Δημοσθένης Χατζικακίδης (1994), Τα κατά Οικονόμου. Βίος, Έργα, Πολιτεία, του Κωνσταντίνου Οικονόμου, Αθήνα: Εκδόσεις Τσαριτσάνη