13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤα συγκεχυμένα όρια ελευθερίας και αυθαιρεσίας: Γιατί το δίκαιο απέχει από την...

Τα συγκεχυμένα όρια ελευθερίας και αυθαιρεσίας: Γιατί το δίκαιο απέχει από την τιμώρηση κοινωνικά αποδοκιμαστέων πράξεων;


Της Ραφαηλίας-Προκοπίας Τσότρα,

Η προστασία της ανθρώπινης αξίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους που διέπουν την ελληνική έννομη τάξη και τυγχάνουν διεθνούς αναγνώρισης και σεβασμού. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στις 10 Δεκεμβρίου 1948 συνετάχθη και δημοσιεύτηκε η «Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», στην οποία εμπεριέχονται ορισμένες επιταγές, αναφορικά με την προστασία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διακήρυξη απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη δουλεία (αρ. 4 Ελλ. Συντάγματος) και τα βασανιστήρια (αρ.5) και αναγνωρίζει μια σωρεία δικαιωμάτων που περιφρουρούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σύμφωνα με το άρθρο 18:

«Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή της θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία να εκδηλώνει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, μόνος ή μαζί με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά, με τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και με την τέλεση θρησκευτικών τελετών.»

Πέρα από την ελευθερία της θρησκείας, η όποια αναλύεται περαιτέρω στο άρθρο, η διακήρυξη θεμελιώνει και την ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης. Η ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης επιτρέπει την αυτόνομη και ανεξάρτητη διαμόρφωση προσωπικών αντιλήψεων, απαλλαγμένη από εξωτερικές επιβολές. Όπως περιγράφει και το άρθρο 19:

«Καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης, που σημαίνει το δικαίωμα να μην υφίσταται δυσμενείς συνέπειες για τις γνώμες του, και το δικαίωμα να αναζητεί, να παίρνει και να διαδίδει πληροφορίες και ιδέες, με οποιοδήποτε μέσο έκφρασης, και από όλο τον κόσμο.»

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: artur roman

Έτσι, όχι απλά αναγνωρίζεται η ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης, αλλά κατοχυρώνεται και η προστασία τους από δυσάρεστες εξωτερικές συνέπειες. Είναι, λοιπόν, εύλογο να θεωρηθεί ότι τα συγκεκριμένα δικαιώματα θεωρούνται από τη διεθνή κοινότητα ως απαραβίαστα και ζωτικής σημασίας. Για ποιον λόγο, όμως, είναι αναγκαία, από ηθική άποψη, η κατοχύρωση αυτών των δικαιωμάτων; Προστατεύονται από οποιαδήποτε δυσμενή εξωτερική αντίδραση ή μόνο από εκείνες που, σύμφωνα με τον νόμο, λογίζονται ως προσβλητικές για την αξιοπρέπεια;

Κάθε πολίτης μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας, απολαύει του δικαιώματος της ελευθερίας της σκέψης και της συνείδησής του. Στον βαθμό που οι απόψεις του συνάδουν με τις επιταγές και τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής, πριμοδοτούν την επιδοκιμασία και την αποδοχή της κοινωνίας. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα διαμόρφωσης αντιλήψεων και στάσεων ζωής που προκαλούν τη μομφή της κοινωνίας και τον παρεπόμενο ηθικό στιγματισμό εκ μέρους της, αλλά, εντούτοις, ανήκουν στη σφαίρα της ελευθερίας της σκέψης και, ως εκ τούτου, δεν είναι νομικά κυρώσιμες. Για παράδειγμα, με την αποποινικοποίηση της μοιχείας στις 24 Ιουλίου 1982, καταργείται η νομική δίωξη μιας πράξης που θεωρείτο και εξακολουθεί να θεωρείται ηθικά κατακριτέα. Αναγνωρίζεται, έτσι, έμμεσα η ικανότητα του ατόμου να προβεί ακόμα και σε ηθικά επιλήψιμες πράξεις, ένα «δικαίωμα στο λάθος».

Το δίκαιο, λοιπόν, και το κράτος φαίνεται να αποκλίνουν από τις αυστηρές επιταγές της κοινωνικής ηθικής, αφήνοντας περιθώρια ελεύθερης δράσης, ακόμη κι αν αυτή είναι εμποτισμένη με το στίγμα της ανηθικότητας. Η απόκλιση αυτή δεν αποτελεί μια απλή κρατική απόφαση, αλλά συνιστά καθήκον και υποχρέωση της πολιτείας απέναντι στην ηθική αυτονομία των πολιτών της.

Βέβαια, όταν τα μέλη μιας κοινωνίας χαρακτηρίζουν μια πράξη ανήθικη, συνήθως το περιεχόμενο αυτού του χαρακτηρισμού είναι από ηθική άποψη ορθό. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται ικανοποιητικά βάσει της θεωρίας του ηθικού αντικειμενισμού, σύμφωνα με την όποια η κοινωνία βασίζεται σε κάποιες διαχρονικές, ηθικοπολιτικές άξιες, όπως ο αλληλοσεβασμός και η ανεκτικότητα, οι όποιες έχουν τη δεσμευτικότητα από την ιδιότητά τους ως θεμέλια της ύπαρξης και της απρόσκοπτης λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η υποταγή ορισμένων ατόμων που παρεκκλίνουν από αυτές τις άξιες στις επιταγές της κοινωνίας ή ορθότερα η συμμόρφωση της προσωπικής ηθικής των παρεκκλινόντων μελών στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής. Η επίκριση, όμως, του κοινωνικού συνόλου δεν στηρίζεται πάντοτε σε τέτοιες αξίες. Πιο αναλυτικά, πολλοί υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες μας σταδιακά στρέφονται προς την ασφάλεια και τη σταθερότητα που προσφέρουν ορισμένες αντιλήψεις κατά βάση συμβατικές, οι όποιες ενίοτε στηρίζονται σε προκαταλήψεις του παρελθόντος και ότι επηρεάζονται δραστικά από τα συναισθηματικά κίνητρα και τις προσωπικές απόψεις των μελών τους. Για λογούς ακρίβειας, είναι απαραίτητη η επιμέρους εξέταση των επιταγών της κοινωνικής ηθικής που διαμορφώνονται από αυτούς τους διακριτούς παράγοντες.

Όσον αφορά τις συμβατικές αντιλήψεις και τις προκαταλήψεις, πρόκειται για απόψεις που έχουν διαμορφωθεί κατά το παρελθόν από άλλους ανθρώπους, οι οποίες όταν υιοθετούνται άκριτα και αβασάνιστα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα ψιττακισμού και μηρυκασμού. Όταν δεν μπορούν αιτιολογημένα να στηριχτούν με επιχειρήματα και έγκυρους συλλογισμούς, παρουσιάζονται ως μετέωρες απόψεις που ενδύονται το περίβλημα της αυθεντίας, ενώ είναι στην πραγματικότητα αστήρικτες. Εξαίρεση αποτελούν οι θρησκευτικές αξίες, οι όποιες εδράζονται σε μια τελείως διαφορετική αρχή μεταφυσικού και υπερβατικού χαρακτήρα. Από αυτήν την άποψη, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η άκριτη αποδοχή τέτοιων απόψεων αναιρεί την αυτονομία του ατόμου και το καθιστούν έρμαιο εξωτερικών πεποιθήσεων. Ακριβώς επειδή οι κοινωνίες μας είναι πλουραλιστικές, μεταξύ άλλων ενυπάρχουν σε αυτές και τέτοιες πεποιθήσεις που καθιστούν ιδιαίτερα επισφαλή τη στήριξη του δικαίου και, κατά συνέπεια, της ποινικοποίησης ορισμένης συμπεριφοράς αποκλειστικά στην κοινωνική ηθική.

Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με τα συναισθηματικά κίνητρα, οι αντιλήψεις που στηρίζονται σε αυτά έχουν έντονα υποκειμενικό χαρακτήρα και διαπλάθονται από τις προσλαμβάνουσες που έχει ο υποστηρικτής τους. Επομένως, δεν στηρίζονται σε μια γενική πεποίθηση περί του ορθού, αλλά σε μια υποκειμενική κρίση που διαμορφώθηκε μέσα από συνθέτες διαδικασίες κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του ατόμου. Αυτό, βεβαία, δεν σημαίνει ότι οι ηθικές αντιλήψεις δεν έχουν και συναισθηματικό χαρακτήρα, το αντίθετο μάλλον ισχύει. Η ηθική αποδοκιμασία ενός ανθρώπου που ψεύδεται συχνά προκαλεί οργή ή απογοήτευση, η ανακάλυψη της άπατης ενός φίλου προκαλεί λύπη και αίσθηση προδοσίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, το συναίσθημα έπεται της ηθικής κρίσης, η οποία είναι αποτέλεσμα λογικής διεργασίας που βασίζεται σε αντικειμενικές αρχές περί του ορθού και όχι σε συναισθηματικές παρορμήσεις χωρίς λογικό υπόβαθρο. Όταν, όμως, το συναίσθημα προηγείται της ηθικής κρίσης, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν εκφράζεται το ηθικά ορθό.

Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να συμπεράνουμε αφενός ότι, όταν η κοινωνική ηθική στηρίζεται σε στερεοτυπικές αντιλήψεις, καθιστά το άτομο φερέφωνο άλλων απόψεων και ως εκ τούτου ναρκοθετεί την αυτονομία του και αφετέρου ότι. όταν ερείδεται σε συναισθηματικά κίνητρα, στερείται λογικής και αντικειμενικότητας. Γι΄ αυτό οι εν λόγω απόψεις είναι ηθικά επιβεβλημένο να απορρίπτονται ως ασφαλές έρεισμα για την παγίωση κανόνων δικαίου από την κρατική εξουσία, αφού δεν αντικατοπτρίζουν θεμελιώδεις αρχές δικαιοσύνης, όπως αυτές της αυτονομίας και  της αμεροληψίας. Καταλήγοντας στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, έχει διατυπωθεί μια πρώτη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δικαιώματος στο λάθος. Όταν επιταγές της κοινωνικής ηθικής στηρίζονται σε συναισθηματισμούς και ακρίτες προκαταλήψεις, δεν πρέπει να  λαμβάνονται υπόψη από το δίκαιο, γεγονός που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για να ενδημήσουν συμπεριφορές που θεωρούνται –βάσει αυτών των συναισθηματικών και στερεοτυπικών αντιλήψεων– ανήθικες και κατάπτυστες.

Η κοινωνική ηθική, όμως, δεν περιλαμβάνει μόνο τέτοιες απόψεις, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί απότοκο και πεποιθήσεων που εκφράζουν το αντικειμενικά ορθό. Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, τέτοιες απόψεις να παγιώνονται ως κανόνες δικαίου για να εξασφαλίσουν τη συλλογική συμμόρφωση των μελών της κοινωνίας στο αντικειμενικά ηθικά ορθό; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική και η άρνηση αυτή βασίζεται σε δυο αλληλένδετες άξιες, τους πυλώνες της σύγχρονης Δημοκρατίας, οι οποίοι, όπως τονίστηκε και παραπάνω, έχουν κατοχυρωθεί με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αυτές είναι η αξία του ανθρώπου και η ελευθερία.

Πηγή εικόνας: pexels.com/ Δικαιώματα Χρήσης: colin lloyd

Όπως προαναφέρθηκε, η Δημοκρατία θεμελιώνεται στην αρχή της αυτονομίας, της ικανότητας κάθε πολίτη να λαμβάνει ελευθέρα και αυτόβουλα τις δικές του αποφάσεις για το κοινωνικό και πολίτικο γίγνεσθαι. Η αυτονομία αυτή, φυσικά, επεκτείνεται και στην προσωπική δράση του ατόμου και του παρέχει την ικανότητα να διαμορφώνει τις στάσεις, τις αντιλήψεις και τον δικό του τρόπο ζωής. Τέτοιες στάσεις μπορεί, βεβαία, να έχουν και επιβλαβές ή ανήθικο περιεχόμενο, όπως ο αλκοολισμός ή οι παράλληλες ερωτικές σχέσεις. Στάσεις που είναι στη βάση τους ανήθικες, αλλά δεν απαγορεύονται από τον νόμο. Οι κανόνες δικαίου είναι αναγκαίο να ρυθμίζουν αποκλειστικά σχέσεις και ζητήματα που επηρεάζουν τη λειτουργιά του κοινωνικού συνόλου και αφορούν τις οργανωτικές του αρχές και τη δημόσια τάξη, τις λεγόμενες νομικά σημαντικές σχέσεις. Οποιοδήποτε άλλο ζήτημα πρέπει να θεωρείται νομικά αδιάφορο. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα πεδίο ελεύθερης ατομικής δράσης, στην οποία δεν υπεισέρχεται το δίκαιο.

Αυτό είναι σημαντικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της συνείδησης του ατόμου, για την ελεύθερη συγκρότηση του εαυτού του ως ελευθέρου και αυτονόμου όντος. Ταυτόχρονα, δίνεται η ευκαιρία στα μέλη της κοινωνίας να πειραματιστούν, να ανακαλύψουν νέα ενδιαφέροντα ή να απογοητευτούν και, έτσι, να αποκτήσουν εναργέστερη άποψη αναφορικά με τις προτιμήσεις τους και τον τρόπο ζωής που ταιριάζει σε αυτούς. Μέσω, λοιπόν, της δοκιμής και των λαθών, επέρχεται η εξέλιξη και η αυτογνωσία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εκούσια αποδοχή του ηθικά ορθού, η οποία βασίζεται σε μια βαθύτερη και ουσιαστική εσωτερική συνειδητοποίηση και όχι σε μια εξωτερική επιβολή. Πρόκειται για τη θεωρία του φιλελευθερισμού (in dubio pro libertate), που από την εποχή του John Stuart Mill (1806-1873) αφορά την ανάγκη αναγνώρισης από το κράτος ενός πεδίου ελεύθερης δράσης και επιλογής των μελών της κοινωνίας με βάση της δίκες τους κλίσεις και αντιλήψεις.

Και εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η αξία του δευτέρου λογού, που καθιστά ηθικά αναγκαία την ισχύ του δικαιώματος στο λάθος. Η ηθική ορθότητα που επιβάλλεται βίαια και δεν εδράζεται σε ώριμη και εκούσια συνειδητοποίηση είναι ανούσια και στερείται ηθικής αξίας. Απώτερος στόχος των νόμων πρέπει να είναι η εκούσια συμμόρφωση και η καλλιέργεια αισθήματος δικαίου στους πολίτες, προκειμένου η κοινωνία να λειτουργεί σωστά, χωρίς εγκληματικές και αντικοινωνικές πρακτικές και με την ασφαλιστική δικλείδα ότι όλα τα μέλη της είναι διατεθειμένα να την προστατέψουν και να υπερασπιστούν τις οργανωτικές της αρχές. Επεκτείνοντας αυτήν την άποψη, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι αυτός είναι και ο λόγος που οι ποινές πρέπει να έχουν σωφρονιστικό και όχι εκδικητικό χαρακτήρα. Σκοπός δεν είναι απλώς να τιμωρηθεί ο παραβάτης, αλλά μέσω της ποινής, να κατανοήσει το λάθος και τη βλάβη που προξένησε στο κοινωνικό σύνολο και να μην την επαναλάβει μετά την έκτιση της ποινής του.

Επιπλέον, το κράτος διαθέτει το μονοπώλιο της έννομης βίας, του εξαναγκασμού ενός ατόμου, με σκοπό τη παρεμπόδιση της προσβολής της ελευθερίας άλλων ατόμων. Αυτό το μονοπώλιο αποτελεί τη μοναδική περίπτωση έννομης παραβίασης της ελευθερίας των πολιτών και ασκείται μόνο σε αναγκαίες περιπτώσεις που εκτίθεται σε κίνδυνο η ελευθερία και η αξία άλλων μελών της κοινωνίας. Ακριβώς επειδή ο κρατικός εξαναγκασμός στερεί ένα απολυτό και υπέρτατο δικαίωμα, τα όρια επιβολής του πρέπει να είναι αυστηρώς προκαθορισμένα και να περιλαμβάνουν μόνο περιπτώσεις εξαιρετικά αναγκαίες και επείγουσες. Δεν επιτρέπεται ένα τόσο θεμελιώδες αγαθό, όπως η ελευθερία του ανθρώπου, να παραβιάζεται αυθαίρετα, γιατί με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται και καταστρατηγείται το ίδιο το θεμέλιο της Δημοκρατίας, εκείνο που ο Αριστοτέλης ονόμαζε «ελεύθερη προαίρεση» και αναγνώριζε ως τη βασική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ορθών, ενάρετων έξεων και για την αποτελεσματική πολιτική και κοινωνική δράση των ανθρώπων.

Το δικαίωμα στο λάθος αποτελεί έμπρακτη και ουσιαστική έκφραση της ελεύθερης προαίρεσης των μελών της κοινωνίας. Η ικανότητα, όμως, τέλεσης ανήθικων πράξεων δεν συνεπάγεται και έλλειψη ευθυνών. Ελευθερία σημαίνει ευθύνη. Το άτομο είναι πλήρως υπόλογο για τις επιλογές του, όταν εκείνες είναι αποτέλεσμα προσωπικής βούλησης. Λογοδοτεί και υφίσταται τις συνέπειες που αυτές προκαλούν. Σε νομικό επίπεδο, μια αδικοπραξία προκαλεί υποχρέωση αποζημίωσης (Αστικός Κώδικας 914) και ένα έγκλημα επιφέρει ποινική δίωξη, βάσει των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα. Στο πεδίο της κοινωνικής ηθικής, οι ανήθικες πράξεις προκαλούν την αποδοκιμασία της κοινωνίας. Ποια, όμως, θα ήταν η αποτελεσματικότερη «ποινή» εκ μέρους της κοινωνίας για ηθικά κατακριτέες πράξεις, η οποία θα εξασφάλιζε τον μεγαλύτερο δυνατό σωφρονισμό στις επιταγές του αντικειμενικά ηθικά ορθού; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορούν να μας δώσουν οι απόψεις του μεγάλου φιλοσόφου του 18ου αιώνα, Ιμμάνουελ Καντ.

Οποιαδήποτε πράξη, ακόμα και ανήθικη όταν αυτή δεν υπερβαίνει τα όρια του νομού, πρέπει να αντιμετωπίζεται με αγάπη και κατανόηση από το κοινωνικό σύνολο. Να επισημαίνεται στον κακοήθη το λάθος του μέσω λογικών επιχειρημάτων και βασικών ηθικών αρχών, με σκοπό όχι τη μομφή, αλλά τη διδαχή και με σεβασμό στην αξία και την προσωπικότητά του. Αυτό αποτελεί το ηθικότερο και ασφαλέστερο μέσο συμμόρφωσης των «παρεκκλινόντων» ατόμων στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι αυτές στηρίζονται στην  αντικειμενικότητα και τον ορθό λόγο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • J.Burnet, Platonis opera,Ι–V, Clarendon Press, Οξφόρδη 1900-07 ,ανατύπωση 1967–6
  • Ι. Bywater, Aristotelis Ethica Nicomachea, Clarendon Press ,Οξφόρδη 1894, ανατύπωση
    1962
  • R.Dworkin, Taking Rights Seriously , Bloomsbury ,2011
  • W.D. Ross, Aristotelis Politica, Clarendon Press, Οξφόρφη 1957, ανατύπωση 1964
  • Βασίλης Βουτσάκης, «Το δικαίωμα στο λάθος» The Books' Journal, Tεύχος 112 (2020)
  • Π.Κ. Σούρλας , Μία εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου , Αθήνα 1995 ,ανατύπωση 2015
  • Ν.Τσίρος, Η ανάδυση του πολιτικού στοιχείου στην κοινωνιολογία του Μαξ Βέμπερ, Εκδόσεις Παπαζήσης , 2014
  • Εγκυκλοπαίδεια Υδρόγειος Γενική Ελληνική και Παγκόσμια, Εκδόσεις Δομική, Αθήνα, 1981, Τόμος Ζ’
  • Locke’s Moral Philosophy, Adam Smith’s Moral and Political Philosophy, Hobbes’s Moral and Political Philosophy, plato.stanford.edu, διαθέσιμο εδώ 
  • Ν.Μακιαβέλι , Ο Ηγεμόνας, 1532, alexandrosmarinos.com, διαθέσιμο εδώ 
  • Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων Ανθρώπου, unric.org, διαθέσιμο εδώ 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαηλία Προκοπία Τσότρα
Ραφαηλία Προκοπία Τσότρα
Συνεπής και οργανωμένη φοιτήτρια Νομικής, παθιασμένη με το αστικό και ιδιαίτερα το εμπορικό δίκαιο. Με άριστη γνώση των αρχών του αστικού δικαίου ανεξάντλητη προθυμία για εργασία και αυξημένο αίσθημα ευθύνης, λάτρης του εθελοντισμού, της λογοτεχνίας, της ομαδικής εργασίας και της αρθρογραφίας.