Του Νίκου Διονυσάτου,
Η Εσθονία είναι μια χώρα για την οποία οι περισσότεροι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ελάχιστα. Πρόκειται, φυσικά, για ένα πάρα πολύ μικρό και νεαρό κράτος, μιας και οι Εσθονοί δεν θεωρούνταν αδιαμφισβήτητα ξεχωριστό έθνος μέχρι και τον 19ο αιώνα. Απομονωμένοι από τους υπόλοιπους Ινδοευρωπαϊκούς λαούς, οι Ουραλικής καταγωγής Εσθονοί, σε μια κοινή πορεία με τους βόρειους Φινλανδούς ξαδέλφους τους, ανέπτυξαν από νωρίς στενές πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις με τη Δανία, τη Σουηδία, αλλά και την Πρωσία. Πολλά γερμανικά και βορειογερμανικά γλωσσικά δάνεια στην εσθονική γλώσσα μαρτυρούν μέχρι και σήμερα την έντονη αυτή σχέση που είχαν αναπτύξει οι Εσθονοί με τους δυτικούς τους εταίρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το έθνος της Βαλτικής, πριν καλά-καλά αναγνωρίσει τον εαυτό του ως εθνοτικά ανεξάρτητο, ήταν προσανατολισμένο στη Δύση και τις αξίες της. Παρά, λοιπόν, την κατάρα της γεωγραφίας που η Εσθονία βίωσε ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου – όταν η χώρα καταλήφθηκε για πρώτη φορά από τη Ρωσική Αυτοκρατορία –, αυτή η δυτική προσήλωση θα αποτελούσε ένα πάγιο χαρακτηριστικό του μικρού, αλλά θαρραλέου, εσθονικού λαού.
Έτσι, επιβιώνοντας για αιώνες υπό τον τσαρικό ζυγό, όταν εκείνος κατέρρευσε με πάταγο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο, οι Εσθονοί, μαζί με τους Φινλανδούς, τους Λετονούς και τους Λιθουανούς, θα κατάφερναν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους στον νέο κόσμο που ανέτελλε από τα αποκαΐδια του Πολέμου. Δυστυχώς, από τα νέα αυτά έθνη, μόνο η Φινλανδία θα κατάφερνε να ξεφύγει από την τραγική μοίρα της επανένταξης στη Σοβιετική Ένωση, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου, καθώς οι Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία εξασφάλιζαν στην Ε.Σ.Σ.Δ. απρόσκοπτη ναυτική πρόσβαση στη Βαλτική Θάλασσα και δεν θα μπορούσαν να αφεθούν σε καμία περίπτωση έξω από τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Όπως επέτασσε το σταλινικό μοντέλο, η Εσθονία βίωσε μια διαδικασία αφαίμαξης του πολιτισμού και της γλώσσας της, παράλληλα με την έλευση δεκάδων χιλιάδων ρωσόφωνων εποίκων, πράγμα που κατέστησε τους Εσθονούς δεύτερης κατηγορίας πολίτες μέσα στην ίδια την κατεχόμενη χώρα τους. Γενιές ολόκληρες θα μεγάλωναν ως σοβιετικοί πολίτες, όμως, για άλλη μια φορά, η Ρωσία δεν θα κατάφερνε να δηλητηριάσει τα μυαλά και τις ψυχές των Εσθονών. Η ελπίδα για την αποκατάσταση της πάλαι ποτέ ελεύθερης Εσθονίας δεν θα έσβηνε ποτέ και, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης, το όνειρο έγινε και πάλι πραγματικότητα.
Το 1991 οι τρεις Βαλτικές Δημοκρατίες ανεξαρτητοποιούνται πρώτες από την Ε.Σ.Σ.Δ. και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι Εσθονοί καταφέρνουν να ξεπλύνουν από τη χώρα τους όσους περισσότερους από τους θεσμούς και τις νοοτροπίες της Σοβιετικής Ένωσης μπορούσαν. Η χώρα προόδευσε με αστραπιαίους οικονομικούς, κοινωνικούς και τεχνολογικούς ρυθμούς μέσα στα πρώτα 10 χρόνια ανεξαρτησίας, ενώ, το 2004, θα εντασσόταν ταυτόχρονα σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ν.Α.Τ.Ο., επιστρέφοντας οριστικά στην αγκαλιά της Δύσης. Δυστυχώς για τον εσθονικό λαό, ωστόσο, παρά την πραγματικά ασύλληπτη ταχύτητα προσαρμογής του στον κόσμο του 21ου αιώνα, υπήρξε ένα δυσεπίλυτο ζήτημα που τον ταλάνιζε από την ανεξαρτησία της χώρας μέχρι σήμερα. Σε μια χώρα με 1,3 εκατομμύριο κατοίκους και ένα από τα χειρότερα δημογραφικά προβλήματα στην Ευρώπη, περίπου το 1/4 του πληθυσμού είναι ρωσόφωνοι – πολλές φορές, δε, και αμφιβόλων εθνικών φρονημάτων.
Για τον λόγο αυτόν, και ευρισκόμενη πλάι στη Ρωσία για τρεις δεκαετίες, η εσθονική ηγεσία είχε καταλάβει από νωρίς ότι η ύπαρξη μιας 5ης φάλαγγας, στο εσωτερικό μιας τόσο μικρή Δημοκρατίας, μόνο κωλύματα μπορούσε να δημιουργήσει. Σε πολλά τμήματα της χώρας, όπως η πόλη Narva, κανείς μπορούσε μέχρι πρόσφατα να ζήσει και να εργάζεται χωρίς να χρησιμοποιεί άλλη γλώσσα πέρα από τα ρώσικα. Μάλιστα, πολλοί από τους ρωσόφωνους της Εσθονίας (όπως συμβαίνει και στη γειτονική Λετονία) δεν είχαν μπει στον κόπο καν να μάθουν Εσθονικά. Αυτό συνέβη αφενός επειδή στις ρωσόφωνες κοινότητες της χώρας επικρατούσε η παλαιά σοβιετική αντίληψη σχετικά με την υπεροχή της ρωσικής γλώσσας, αφετέρου επειδή τα μειονοτικά σχολεία των ρωσόφωνων ήταν καθ’ όλα αναποτελεσματικά στη διδασκαλία της εσθονικής γλώσσας και κουλτούρας, αλλά και στην ένταξη των ρωσόφωνων στη νέα τους χώρα. Όλα αυτά αποτελούσαν «αγκάθι» για καιρό στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Εσθονίας, όμως, μετά την εισβολή της πρώτης στη Γεωργία, το 2008, και πολύ περισσότερο μετά την κατάληψη της Κριμαίας, το 2014, οι Εσθονοί αποφάσισαν ότι οι κοινότητες των ρωσόφωνων ή θα γίνονταν κομμάτι της εσθονικής κοινωνίας ή θα σταματούσαν να υπάρχουν. Μετά δε και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, η συγκεκριμένη στάση των Εσθονών έγινε κάτι παραπάνω από εμφανής.
Από όλα τα κράτη που στάθηκαν πλάι στον αγωνιζόμενο ουκρανικό λαό, οι Εσθονοί υπήρξαν εκείνοι που, αναλογικά με το μέγεθός τους, προσέφεραν τα περισσότερα και εκείνοι που είχαν τη σκληρότερη στάση απέναντι στον ρωσικό παράγοντα, εντός και εκτός συνόρων. Η εσθονική Κυβέρνηση, υπό την Πρωθυπουργό Kaja Kallas, εκτόξευσε τον αμυντικό προϋπολογισμό, παρά το μικρό μέγεθος του στρατεύματος, ενώ κορωνίδα της εκρίζωσης καθετί ρωσικού αποτέλεσε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Kallas για τη σταδιακή κατάργηση όλων των ρωσόφωνων μειονοτικών σχολείων, αλλά και την προϋπόθεση της επαρκούς γνώσης της εσθονικής γλώσσας για τη διατήρηση της εσθονικής υπηκοότητας. Και αναφέροντας το ζήτημα της υπηκοότητας, μια υπολογίσιμη μερίδα ρωσόφωνων μειονοτικών, ήδη εδώ και δεκαετίες, αντιμετωπίζουν ένα καθεστώς εγγράφων διπλής αξίας. Δηλαδή, ενώ θεωρούνται κατά κάποιον τρόπο πολίτες της Εσθονίας, ακριβώς λόγω της ρωσικής εθνοτικής τους ταυτότητας, έχουν άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα, κατώτερης αξίας, και το σημαντικότερο, δεν μπορούν να ψηφίσουν στις εκλογές. Αυτό το καθεστώς, μαζί με τις ολοένα και πιο σκληρές οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε έχει να κάνει με τη Ρωσία, έχει προφανώς προκαλέσει ανησυχία και δυσφορία μεταξύ των ρωσόφωνων, πράγμα που μας φέρνει στη σημερινή κατάσταση της εσθονικής πολιτικής.
Κεντρική πολιτική προσωπικότητα της Εσθονίας τα τελευταία χρόνια είναι η δυναμική Kallas. Προερχόμενη από μια πολιτική δυναστεία, την οποία ξεκίνησε ο πατέρας της και πρώην Πρωθυπουργός και Ευρωπαίος Επίτροπος, Siim Kallas, συμβολίζει εν πολλοίς και την πορεία του εσθονικού έθνους. Η μητέρα της Kallas εξορίστηκε ως παιδί στη Σιβηρία, τη δεκαετία του ’40, επειδή καταγόταν από οικογένεια μεγάλων πολιτικών της ανεξάρτητης Εσθονίας, αν και αργότερα τους επιτράπηκε να επιστρέψουν. Ταυτόχρονα, ο Siim Kallas υπήρξε πρωτοκλασάτο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Εσθονίας, και μόνο μετά την ανεξαρτησία αποκάλυψε τη φιλελεύθερη ιδεολογία του, η οποία τον οδήγησε στον πρωθυπουργικό θώκο. Η κόρη των Kallas έχει σαφώς πιο εμπεδωμένα τα ιδανικά της νέας Εσθονίας, είναι εξαιρετικά κοσμοπολίτισσα, μορφωμένη, με πολύ περιποιημένη δημόσια εικόνα και δεν έχει χαρακτηριστεί άδικα ως μια από τις πιο άξιες ηγέτιδες της Ευρώπης, παρά τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει. Αυτό αποδείχθηκε, άλλωστε, και από την ψήφο των συμπολιτών της, που την ανέδειξαν με ανεβασμένα ποσοστά εκ νέου στην Κυβέρνηση της χώρας, τον Μάρτιο του 2023.
Παραταύτα, ο κίνδυνος για τη μικρή Βαλτική Δημοκρατία δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται. Είναι η πρώτη i-democracy, δηλαδή η πρώτη χώρα στην οποία οι πολίτες μπορούν να ψηφίζουν διαδικτυακά, και αυτό δεν έρχεται χωρίς τις προκλήσεις του, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την ταραχοποιό Ρωσία. Ήδη από το 2007 έχουν παρατηρηθεί εκστρατείες παραπληροφόρησης αφενός, και προσπάθειες αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων μέσω κυβερνοεπιθέσεων αφετέρου. Επίσης, εδώ και μερικά χρόνια, η ριζοσπαστική Ακροδεξιά έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δημοφιλής τάση. Τόσο πολύ, που το υπερεθνικιστικό και υπερσυντηρητικό κόμμα EKRE κατάφερε να βγει δεύτερο στις πιο πρόσφατες εκλογές, αν και με χαμηλότερα από τα αναμενόμενα ποσοστά. Το EKRE στηρίζεται από τους πολύ πιο κοινωνικά συντηρητικούς ρωσόφωνους, ως αντίδοτο στην υποτιθέμενη καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, παρά τη μέχρι πρότινος εχθρική στάση του κόμματος απέναντί τους. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τα τελευταία λασπολογικά σκάνδαλα σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες της Kallas και του συζύγου της, θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ισορροπία σε μια από τις πιο πιστές συμμάχους της Δύσης στην ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, η νέα “iron lady” της Εσθονίας έχει αποδειχθεί πολύ σκληρή για να πεθάνει, κρατώντας σταθερά το τιμόνι της χώρας και δείχνοντας με τον πιο παραστατικό τρόπο το πόσο ικανή και αποτελεσματική μπορεί να είναι η γυναικεία ηγεσία σε περιόδους κρίσεων…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Estonian elections: conquered by Russia for centuries, why this Baltic country is worried about the Ukraine war, The Conversation, διαθέσιμο εδώ
- Russian minority shuns Estonia vote over Ukraine support, France 24, διαθέσιμο εδώ
- How Estonia Is Planning for the Worst, Foreign Policy, διαθέσιμο εδώ
- Latvia, Estonia Ban Entry For Vehicles With Russian Registration, RadioFreeEurope / RadioLiberty, διαθέσιμο εδώ
- Estonia’s pro-Ukrainian PM faces pressure to quit over husband’s indirect Russian business links, Associated Press, διαθέσιμο εδώ
- Kaja Kallas faces more heat amid probe of husband’s Russia business ties, Politico, διαθέσιμο εδώ
- EKRE becomes most popular party in Estonia in Norstat poll, ERR, διαθέσιμο εδώ
- Estonia: How boom-time Baltic republic embraced far right, BBC, διαθέσιμο εδώ