Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Στις εμπορικές συναλλαγές εν γένει, έχει επιτευχθεί το να υπάρχει έστω και ένας βαθμός απελευθέρωσης, μέσα από τις ρήτρες διασφάλισης, οι οποίες έχουν καταφέρει να μειωθεί ο φόβος που διακατέχει τα κράτη για τις συνέπειες της απελευθέρωσης, αλλά και να γίνει αποδεκτό με πιο εύκολο τρόπο η άρση των εμποδίων στο διεθνές εμπόριο. Στις 30 Οκτωβρίου 1947, στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου που έγινε, υπήρξε μια ρήτρα, η ρήτρα διασφάλισης του άρθρου ΧΙΧ. Η αιτιολογία που της δόθηκε είναι πως, παρόλο που είναι αντίθετη στη συνολική φιλελεύθερη οικονομική φιλοσοφία της GATT, βοηθάει, όσες επιχειρήσεις έχουν θιχτεί από τις εισαγωγές που αυξάνονται, να προσαρμοστούν στις συνθήκες που δημιουργούνται, όχι μόνο κάνοντας καλύτερη την ανταγωνιστικότητά της, αλλά και μεταθέτοντας τις δραστηριότητές τους σε άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες.
Όσον αφορά τα μέτρα εφαρμογής της Συμφωνίας, αυτά περιέχονται σε μια γενική διάταξή της που αφορά, τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Πιο συγκεκριμένα: «Ένα Μέλος δύναται να εφαρμόζει μέτρα διασφάλισης έναντι συγκεκριμένου προϊόντος μόνο εφόσον έχει καταλήξει στο συμπέρασμα […] ότι το εν λόγω προϊόν εισάγεται στο έδαφός του σε τόσο μεγάλες ποσότητες είτε σε απόλυτα μεγέθη, είτε εν συγκρίσει με την εγχώρια παραγωγή και υπό τέτοιες συνθήκες ώστε να προκαλείται ή να δημιουργείται ο κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων» (άρθρο 2 παρ.1).
Στην ουσία η διάταξη αυτή, αναφέρει ξανά, λίγο διαφορετικά βέβαια, όσες ρυθμίσεις περιλαμβάνονται στο άρθρο ΧΙΧ της GATT, ενώ υπάρχει και ένα μόνο σημείο, στο οποίο η Συμφωνία που αφορά τα μέτρα διασφάλισης διαφοροποιείται από τις όποιες προηγούμενες ρυθμίσεις. Υπό την έννοια αυτή, στο άρθρο ΧΙΧ, δεν υπάρχει κάποιο προσδιορισμός, σχετικά με το ποιος βαρύνεται με την απόδειξη που αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής. Όμως, στην πράξη της GATT 1947, υπήρξε αποδοχή του ότι, όσοι προσφεύγουν στην GATT, οφείλουν να αποδείξουν το χαρακτήρα που έχουν τα μέτρα διασφάλισης που κάθε άλλο, παρά νόμιμος είναι.
Πάντως, οι προϋποθέσεις εφαρμογής των μέτρων διασφάλισης ορίζονται αναλυτικά οι εξής: α) οι «απρόβλεπτες εξελίξεις, β) η αύξηση των εισαγωγών, γ) οι εγχώριοι παραγωγή «ομοειδούς ή ευθέως ανταγωνιστικού προϊόντος», και δ) η ύπαρξη «σοβαρής ζημίας» ή «ο κίνδυνος πρόκλησης τέτοιας ζημίας».
Όσον αφορά τις «απρόβλεπτες εξελίξεις», αυτές συμπεριλαμβάνονται στο άρθρο ΧΙΧ. Αξιοσημείωτο είναι, πως δε γίνεται κάποια αναφορά στη Συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης. Η συγκεκριμένη, όμως, παράλειψη δεν έχει νομικές συνέπειες και αυτό διότι, η Συμφωνία στοχεύει στο να αποσαφηνίσει και να ενισχύσει τις ρυθμίσεις του άρθρου ΧΙΧ, ενώ δε σκοπεύει στο να το αντικαταστήσει εντελώς.
Σχετικά με την «αύξηση των εισαγωγών», στη Συμφωνία δεν έχει μόνο μια απλή αναφορά σε αυτές, αλλά εφαρμόζει μια μεταγενέστερη πρακτική της GATT που αφορά τον προσδιορισμό της αύξησης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο ΧΙΧ, που παρουσιάζει μια σιωπή. Τα μέτρα διασφάλισης εδώ, βρίσκουν εφαρμογή, όταν το προϊόν «[…] εισάγεται στο έδαφος σε τόσο μεγάλες ποσότητες είτε σε απόλυτους αριθμούς, είτε εν συγκρίσει με την εγχώρια παραγωγή […]» (άρθρο 2 παρ. 1).
Από την άλλη, η Συμφωνία σχετικά με τους εγχώριους παραγωγούς «ομοειδούς ή ευθέως ανταγωνιστικού προϊόντος», τους προσδιορίζει, είτε ως το σύνολο των παραγωγών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων, είτε ως τους παραγωγούς, των οποίων η συνολική παραγωγή προϊόντων σαν αυτών, έχει αντιπροσωπευτικό ρόλο σε ένα καθόλου ασήμαντο ποσοστό της συνολικής παραγωγής τους (άρθρο 4 παρ. 1 γ). Σε περίπτωση που τα μέτρα διασφάλισης τυγχάνουν εφαρμογής από τις τελωνειακές ενώσεις (δηλαδή κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση), όχι μόνο με αυτοτέλεια, αλλά και για λογαριασμό ενός κράτους μέλους, τότε «εγχώριοι παραγωγοί», νοούνται υπό αυτή την άποψη, αντίστοιχα αυτοί που ανήκουν στο σύνολο της τελωνειακής ένωσης ή στο συγκεκριμένο κράτος (σημείωση στο άρθρο 2 παρ. 1). Τέλος, η ύπαρξη «σοβαρής ζημίας» ή «ο κίνδυνος πρόκλησης τέτοιας ζημίας», έχει διαφορά, σε σχέση με τη «σημαντική» ζημία άλλων διατάξεων των συμφωνιών του ΠΟΕ.
Συμπερασματικά, προκειμένου να εφαρμοστούν τα μέρα διασφάλισης, δε δίνεται σημασία στην προέλευση του προϊόντος (άρθρο 2 παρ. 2). Μέσα από τη συγκεκριμένη διάταξη, γίνεται υιοθέτηση της αρχής της μη-διάκρισης ή της ρήτρας του μάλλον ευνοούμενου κράτους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μπρεδήμας Αντώνης, Γουργουρίνης Αναστάσιος, Το Δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2018