Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Βρισκόμαστε στο Παγκράτι στα σκληρά χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και στο επίκεντρο της ιστορίας μας τοποθετείται μια ομάδα νέων παιδιών που βαίνουν προς την ενηλικίωση. Ονειροπόλοι, φιλόδοξοι, δραστήριοι, αλλά πάνω από όλα άνθρωποι της εποχής τους με δυνάμεις και αδυναμίες, με προτερήματα και ελαττώματα. Παρέες, έξοδοι, συναυλίες, έρωτες, παραστάσεις κι άλλα συνθέτουν το σκηνικό της ιστορίας.
Μέσα σε αυτούς τους βασικούς άξονες κινείται το νέο βιβλίο του Γιάννη Ν. Μπασκόζου που κυκλοφόρησε φέτος τον Μάιο από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και φέρει τον τίτλο Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών. Ο γεννημένος το 1952 συγγραφέας είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα των μαθηματικών, ενώ αργότερα ασχολήθηκε με τη θεωρία του πολιτισμού. Διαθέτει μακρά δημοσιογραφική πείρα τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στον πολιτιστικό χώρο με συνεργασίες σε πολλές εφημερίδες και ιστοτόπους. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί, επίσης, και σε ξενόγλωσσα περιοδικά, ενώ είναι και ιδρυτικό μέλος του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο αναγνώστης, το οποίο και διευθύνει.
Το βιβλίο, λοιπόν, αρχίζει μια ανοιξιάτικη μέρα στο Παγκράτι όπου έχουν ανθίσει οι νεραντζιές και ευωδιάζει ο τόπος. Εκεί θα αρχίσουν να μας «συστήνονται» ένας ένας οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, ο Κώστας, ο Τζίμης, ο Νίκος, η Μίτση κ.α. Και κουβέντα στην κουβέντα τίθεται η ιδέα από τον Τζίμη «Αντί να παίζει ο καθένας το όργανό του […] καλύτερα να το κάνουμε όλοι μαζί», μια που ο καθένας τους γνώριζε από ένα μουσικό όργανο ή τραγουδούσε. Έτσι, το ένα έφερε το άλλο, ποιο όνομα θα υιοθετήσουν, τι θα αντιπροσωπεύουν καλλιτεχνικά, ποια τραγούδια θα ερμηνεύσουν και από ποια συγκροτήματα και τέτοια παρεμφερή ερωτήματα.
Πέραν, όμως, από αυτά τα καλλιτεχνικά διλήμματα βλέπουμε και τις ζωές των ηρώων μας, είτε όταν πρόκειται για μια ρομαντική βόλτα στο Λουτράκι με το άσπρο Φίατ 127 είτε για μια έξοδο στο μαγαζί όπου εμφανιζόταν ο Σαββόπουλος είτε για γλυκό ή καφέ στο Λέντζος και Pastry Family. Από το πρόγραμμα δεν έλειπαν ούτε και τα πάρτι που διοργάνωναν, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε πάλι όχι αφού παρέμβαινε η αστυνομία.
Ωστόσο, το βιβλίο έχει και σαφείς αναφορές κατά της Χούντας, με τους πρωταγωνιστές μας να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, με μια εξ αυτών να οργανώνεται από νέους που είχαν συνεννοηθεί να συγκεντρωθούν σε καφετέριες του κέντρου και όταν οι δείκτες του ρολογιού θα έδειχναν οκτώ θα έβγαιναν στην Πλατεία Συντάγματος για να διαμαρτυρηθούν.
Έτσι, μέσα από τις σελίδες του ξεδιπλώνεται το κλίμα της εποχής (δηλαδή οι αρχές της δεκαετίας του 1970), οι συνήθεις και ο τρόπος ζωής των νέων μιας και πρόκειται για πρόσωπα απλά και καθημερινά της διπλανής πόρτας. Ο συγγραφέας αφού μας γυρίσει νοερά πίσω στον χρόνο μας βάζει στα βήματα των ηρώων μας που οδηγούνται σιγά σιγά προς την ενηλικίωση και ανακαλύπτουν τον κόσμο, είτε με ευχάριστο είτε με οδυνηρό τρόπο. Ο απλός και εύληπτος τρόπος γραφής του έργου σίγουρα θα παρασύρει τον αναγνώστη που θα το διαβάσει απνευστί. Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε πως το βιβλίο διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή μέσα από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.