Του Στέλιου Καραγεώργη,
Τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974, ξεκινάει η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ως αφορμή χρησιμοποιήθηκε η απόπειρα ανατροπής του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την Ελλάδα του Δημητρίου Ιωαννίδη, ο οποίος δρούσε ως επικεφαλής της στο παρασκήνιο. Η τουρκική ηγεσία ήταν πεπεισμένη ότι το ελληνικό κράτος δεν θα πολεμήσει για την υπεράσπιση της Κύπρου, αφού είχε αποφύγει τη στρατιωτική αναμέτρηση, τόσο το 1964, όσο και το 1967. Η εισβολή των Τούρκων αποτέλεσε και την αρχή του τέλους του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών, που είχε επιβληθεί στις 25 Νοεμβρίου 1973. Την ίδια ημέρα, που ξεκίνησε η εισβολή με το κωδικό όνομα «Αττίλας», το ιωαννιδικό καθεστώς θα κηρύξει γενική επιστράτευση στην Ελλάδα.
Σχεδόν 36 ώρες μετά, το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, που έφερε το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου Πρωθυπουργού-μαριονέτα, του Γρηγόριου Μπονάνου αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων και του «αόρατου δικτάτορα» Ιωαννίδη. Η απόφαση της συσκέψεως ήταν η κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας, ως απάντηση στην εισβολή. Όμως, ο Μπονάνος υποστήριξε πως έπρεπε να ζητηθεί πρώτα η γνώμη των αρχηγών των Τριών Όπλων.
Σε σύσκεψη που έγινε στο γραφείου του Μπονάνου, ο αρχηγός του Στρατού Ανδρέας Γαλατσάνος και αντίστοιχα του Ναυτικού Πέτρος Αραπάκης διαφώνησαν πλήρως με την απόφαση της κηρύξεως πολέμου. Ο πρώτος υποστήριξε πως τα άρματα μάχης από την Αττική που κατευθύνονταν στον Έβρο καθυστερούσαν, και πως η επιστράτευση βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, οπότε χρειάζονταν ακόμα τρεις ημέρες για να είναι ο στρατός σε πολεμική ετοιμότητα. Ο δεύτερος αντιτάχθηκε στην κήρυξη πολέμου, υποστηρίζοντας πως για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί χρειαζόταν αποστολή ναυτικής και αεροπορικής βοήθειας στην Κύπρο, και όχι γενίκευση του πολέμου. Ο αρχηγός της Αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου αν και δήλωσε την ετοιμότητα του Όπλου του, τελικώς συμφώνησε με τους συναδέλφους του.
Οι τέσσερις ανώτατοι αξιωματικοί απέρριψαν το ενδεχόμενο πολέμου, και συμφώνησαν σε πολιτειακή αλλαγή, αποδίδοντας τις ευθύνες της καταστάσεως στους χειρισμούς του Ιωαννίδη. Το πρωί της 23ης Ιουλίου, ανακοίνωσαν την απόφασή τους στον Γκιζίκη ο οποίος συμφώνησε. Αντίθετα ο Ιωαννίδης διατύπωσε την αντίθεσή του, ωστόσο δεν αντέδρασε στην αλλαγή, παρότι είχε τη δυνατότητα και τα ερείσματα στο στράτευμα. Χαρακτηριστική της μοιρολατρικής στάσης που κράτησε ο Ιωαννίδης κατά την διάρκεια κατάργησής του, ήταν η ρήση του, «Δεν συμφωνώ, αλλά δεν θα αντιδράσω», ενώ για την ικανότητά του να ενεργήσει εναντίον τους εάν το ήθελε, ο Μπονάνος σημείωνε «[…] του ήτο εύκολον με ένα νεύμα του μόνον, να μας ενταφιάση στον περίβολον του Αρχηγείου».
Εν συνεχεία, ο Μπονάνος εισηγήθηκε η πρωθυπουργία να δοθεί στον Πέτρο Γαρουφαλιά, πρώην Υπουργό της Ένωσης Κέντρου. Ωστόσο, οι αρχηγοί των επιτελείων διαφώνησαν, υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί σύσκεψη μεταξύ των παλαιών πολιτικών αρχηγών, και αυτοί να αποφασίσουν το πρόσωπο που θα αναλάμβανε Πρόεδρος της νέας κυβέρνησης. Έτσι, στις 2.00 το μεσημέρι, ακολούθησε διάσκεψη στο προεδρικό μέγαρο, μεταξύ των προ της 21ης Απριλίου 1967 πολιτικών αρχηγών, και της στρατιωτικής ηγεσίας. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ βετεράνος Υπουργός της ΕΡΕ, πρότεινε να καλέσουν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι, προς ανάληψη της πρωθυπουργίας. Η πρόταση Αβέρωφ απορρίφθηκε, μετά από ένσταση του Γκιζίκη, καθώς η χρονική καθυστέρηση έλευσης του Καραμανλή από το εξωτερικό θα είχε δυσμενείς εξελίξεις για την Κύπρο.
Εν τέλει, η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε στον αρχηγό της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με Αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο, που ήταν επικεφαλής της Ένωσης Κέντρου. Στη συνέχεια, οι πολιτικοί αποχώρησαν από το προεδρικό μέγαρο, με σκοπό να επανέλθουν στις 8.00 μ.μ., ώστε να τελεστή η ορκωμοσία. Ωστόσο, ο Αραπάκης δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από την λύση, και μαζί με τον Αβέρωφ έπεισε τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, ο πρωθυπουργικός θώκος να δοθεί στον Καραμανλή. Η απόφαση ανακοινώθηκε τηλεφωνικώς στον παλαιό ηγέτη της Δεξιάς, αρχικά από τον Αβέρωφ και ύστερα από τους ανώτατους αξιωματικούς. Ο Κανελλόπουλος αποδέχθηκε με ψυχραιμία την αφαίρεση της εντολής, ενώ και οι υπόλοιποι πολιτικοί δεν έφεραν αντίρρηση στη λύση Καραμανλή.
Τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου, ο Σερραίος πολιτικός έφθασε στην Ελλάδα, με αεροπλάνο που του διέθεσε ο Γάλλος Πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Λίγε ώρες μετά, ορκιζόταν η νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας, απαρτιζόμενη από προσωπικότητες ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, εκτός του Κομμουνιστικού Κόμματος που παρέμενε παράνομο. Την ίδια στιγμή, ο «Αττίλας» συνέχιζε το καταστροφικό του έργο στην Κύπρο. Καταληκτικά, οι λανθασμένες αποφάσεις του Ιωαννίδη με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, και της επακόλουθης τουρκικής εισβολής, έδωσαν την αφορμή στη στρατιωτική ηγεσία της χώρας να τον παραμερίσει, αρνούμενη να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, σε μια απόπειρα να αντιμετωπιστεί έγκαιρα η κατάσταση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κλάψης, Αντώνης (2021) 1974, Μεταπολίτευση, Αθήνα: Μεταίχμιο.
- Λάµπρου, Γιάννης Κ. (2008), Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2008, Αθήνα: Εκδόσεις Πάργα.
- Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Χατζηδάκης, Μάνος Ν. (2017), Ανοίγουμε τον φάκελο της Κύπρου, 1950-1974, τ. Β΄, Αθήνα: Εκδόσεις Πελασγός.