Του Βασίλη Παπαδήμου,
Εξαρχής η Χούντα των Συνταγματαρχών προσπάθησε με κάθε μέσο να επιβάλλει την εξουσία της στην ελληνική κοινωνία, την οποία ήθελε να θέσει υπό τον έλεγχό της. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, θέλησε να επιβληθεί σε σημαντικούς κοινωνικούς αρμούς. Ένας εξ αυτών ήταν και η Εκκλησία της Ελλάδος. Ήδη το διάστημα εκείνο η Εκκλησία της Ελλάδος ταλανιζόταν από εσωτερικούς κλυδωνισμούς. Η ύπαρξη αρκετών κενών Μητροπόλεων, η επιθυμία Μητροπολιτών για μετάθεση σε μεγαλύτερες και πλουσιότερες Μητροπόλεις, η ανεξέλεγκτη δράση θρησκευτικών οργανώσεων, καθώς και πολλά άλλα ταλαιπωρούσαν το διάστημα εκείνο την Εκκλησία. Με την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, οι Συνταγματάρχες θεώρησαν πρώτιστο μέλημά τους να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την Εκκλησία, τοποθετώντας στη διοίκησή της έμπιστούς τους. Το γεγονός αυτό, όμως, δημιούργησε τεράστια εκκλησιαστικά ζητήματα, κανονικής και εκκλησιολογικής φύσεως, προεκτάσεις των οποίων είναι εμφανείς και στις μέρες μας.
Την εποχή αυτή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο βρισκόταν ο Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου), ο οποίος και όρκισε την κυβέρνηση της Χούντας. Τα σχέδιά της, όμως, δεν τον περιλάμβαναν. Στις 11 Μαΐου είχε οριστεί σύγκληση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, προκειμένου να προβεί στην πλήρωση των κενών Μητροπόλεων μέσω εκλογής νέων ιεραρχών. Όμως, με απόφαση της Χούντας και του Υπουργού Παιδείας Καλαμποκιά η Σύνοδος ματαιώθηκε. Ήταν ένα πρώτο δείγμα των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν, των διαδοχικών παρεμβάσεων, δηλαδή, στα της Εκκλησίας. Με σειρά νόμων το Υπουργείο Παιδείας παρεμβαίνει απροκάλυπτα στη λειτουργία της Εκκλησίας.
Όρισε λήξασα την 112η Συνοδική Περίοδο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, στη θέση της τοποθέτησε μια Αριστίνδην Σύνοδο αποτελούμενη από 8 ιεράρχες διατηρουμένης της εξ ημισείας συγκροτήσεως από ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Νέων Χωρών). Η σύνοδος αυτή πλέον θα είχε υπό την ευθύνη της την εκλογή νέων Μητροπολιτών, αλλά και του ίδιου του Αρχιεπισκόπου, αρμοδιότητες τις οποίες μέχρι πρότινος είχε η Σύνοδος της Ιεραρχίας, όλων, δηλαδή, των επισκόπων της ελλαδικής Εκκλησίας. Επιπλέον, προχώρησε στην επέκταση του ορίου ηλικίας των 80 ετών που ίσχυε για τους Μητροπολίτες και στον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος έως τότε εξαιρούνταν από το μέτρο αυτό. Προφανώς ήταν μια μεθόδευση προκειμένου να αποχωρήσει ο 87χρονος Χρυσόστομος Β΄ από τον θρόνο, καθώς, όταν του ζητήθηκε να παραιτηθεί, αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Στις 17 Μαΐου του 1967 καταρτίστηκε το τριπρόσωπο από την Αριστίνδην Σύνοδο προς πλήρωση του θρόνου των Αθηνών και εξελέγη παμψηφεί ο έως τότε Πρωθιερέας των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (Κοτσώνης). Προφανώς και ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν έμπιστος του καθεστώτος, όπως και οι Αρχιερείς της Αριστίνδην Συνόδου, οι οποίοι συγκατένευσαν στην καταστρατήγηση των ιερών κανόνων. Στις 17 Μαΐου ο νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος Α΄ έδωσε τη καθιερωμένη διαβεβαίωση ενώπιον του Βασιλέα Κωνσταντίου, ενώ το μεσημέρι της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε η ενθρόνισή του στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών. Με πρόεδρό της τον Ιερώνυμο, η Αριστίνδην Σύνοδος προχώρησε στην εκλογή 29 νέων Μητροπολιτών, καθώς και 6 τιτουλάριων βοηθών επισκόπων.
Είναι προφανές ότι όλοι οι εκλεγέντες Μητροπολίτες ήταν φιλικά προσκείμενοι στο δικτατορικό καθεστώς, ενώ η πλειονότητά τους σχετίζονταν ή ήταν αδελφοί της χριστιανικής αδελφότητας «Ζωή». Οι παραπάνω εκλογές ήταν από κάθε άποψη αντικανονικές, καθώς οι κανονικοί Μητροπολίτες είτε «έχασαν την έξωθεν καλή μαρτυρία», ένα νέο μέτρο το οποίο στόχευε στην απομάκρυνση ανεπιθύμητων, όπως συνέβη με τον Αττικής Ιάκωβο και Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Α΄, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στα περίφημα αυταρχικού χαρακτήρα «ιεροδικεία», είτε συμπλήρωσαν το 80ο έτος της ηλικίας τους, οπότε πάλι «αυτοδικαίως» – αλλά αντικανονικά – αποχωρούσαν, είτε εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση όντας μη αρεστοί στο καθεστώς, όπως συνέβη με τον Λαρίσης Ιάκωβο και άλλους. Οι πέντε, μάλιστα, Μητροπολίτες που εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση απειλήθηκαν από τοπικούς στρατιωτικούς ή πολιτικούς άρχοντες, όπως συνέβη με τον Λαρίσης Ιάκωβο, ο οποίος απειλήθηκε από τον Διοικητή της 1ης Στρατιάς πως αν δεν αποχωρήσει, θα παραπεμφθεί σε δίκη για δήθεν ηθικού χαρακτήρα παραπτώματα.
Το 1969 ο Αρχιεπίσκοπος έλαβε απόφαση να τροποποιήσει τον Καταστατικό Χάρτη, ο οποίος ήταν σε ισχύ από το 1949 επί αρχιεπισκοπίας Δαμασκηνού. Σύμφωνα με αυτόν, οριζόταν πως θα συγκροτούνταν στο εξής Δ.Ι.Σ., χωρίς, όμως, να τηρούνται οι όροι του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξης του 1928 που όριζαν τη συγκρότηση της αφενός μεν τηρουμένων των πρεσβειών της αρχιεροσύνης, αφετέρου δε της εξ ημισείας συγκροτήσεώς της από Ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας και του οικουμενικού θρόνου. Αυτό επρόκειτο να προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ιεραρχίας, γεγονός που οδήγησε στη σταδιακή πτώση του Ιερωνύμου. Το 1972, όταν έληξε η τριετής θητεία της Δ.Ι.Σ. και ήταν η ώρα της νέας συγκροτήσεώς της, στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας, η οποία επρόκειτο να εκλέξει τα νέα μέλη, προκλήθηκαν σφοδρές αντιδράσεις, οι οποίες προέρχονταν από την πλειοψηφία των Ιεραρχών με πρωτοστάτες τους Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και Φλωρίνης Αυγουστίνο, οι οποίοι, μάλιστα, κατέφυγαν και στο Σ.τ.Ε., με σκοπό την ακύρωση της νέας συγκρότησης της Δ.Ι.Σ. Στο μεταξύ, ο Ιερώνυμος δεχόταν σφοδρότατες επιθέσεις από διάφορους κύκλους και έτσι στις 25 Μαρτίου του 1973 υπέβαλλε την παραίτησή του, την οποία μετά ανακάλεσε κατόπιν πιέσεων της Δ.Ι.Σ.
Μετά την ακύρωση της νέας σύνθεσης της Δ.Ι.Σ. από το Σ.τ.Ε. άρχισε σε μεγάλο βαθμό να ισχυροποιείται η αντιπολιτευόμενη τον Αρχιεπίσκοπο μερίδα της Ιεραρχίας, η οποία ζητούσε να τηρηθούν οι όροι του Τόμου του 1850 και της Πράξης του 1928. Μένοντας χωρίς Δ.Ι.Σ. και άρα ακέφαλη η Εκκλησία, παρατηρήθηκε το επόμενο διάστημα έντονη κινητικότητα διάφορων Ιεραρχών, οι οποίοι με τηλεγραφήματά τους προς τον Στυλιανό Παττακό καλούσαν τη στρατιωτική κυβέρνηση να παρέμβει για να επιλύσει το θέμα. Εκείνος τους απάντησε πως δεν θα γίνει κάποια παρέμβαση και θα αφήσουν την Εκκλησία να λύσει μόνη της το εσωτερικό αυτό ζήτημα. Με νομοθετικό διάταγμα αποφασίζεται από την Πολιτεία η έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας, προκειμένου μέσω ψηφοφορίας να αποφανθεί για τον τρόπο σύγκλησης και συγκρότησης της Δ.Ι.Σ. Εκεί, για άλλη μια φορά, θα φανεί πόσο αποδυναμωμένος ήταν πλέον ο Ιερώνυμος στο εσωτερικό της Ιεραρχίας, αφού η φιλοπατριαρχική μερίδα που υποστήριζε την τήρηση των πατριαρχικών πράξεων (1850, 1928) εξήλθε νικήτρια.
Με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να είναι σε δύσκολη θέση πλέον, αφού η πλειονότητα των Ιεραρχών δεν τον στήριζε, ο χρόνος παραμονής στον Θρόνο των Αθηνών ήταν μετρημένος. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1973 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα υποβάλει μετά από μια εξαετή θητεία την παραίτησή του. Στο μεταξύ ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε ανατραπεί από τον Δημήτριο Ιωαννίδη, την κυβέρνηση του οποίου όρκισε, χωρίς την άδεια του αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου – ο οποίος τότε δεν είχε παραιτηθεί – ο Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας), ο οποίος επρόκειτο να διαδεχθεί τον Ιερώνυμο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου η Εκκλησία της Ελλάδος, επί αρχιεπισκοπίας Σεραφείμ θα επιδοθεί στην προσπάθεια αποκατάστασης της διασαλευμένης εκκλησιαστικής και κανονικής τάξεως που είχε προκληθεί από τις παρεμβάσεις της Χούντας και τις αντικανονικές ενέργειες της Αριστίνδην Συνόδου (εκλογή Αρχιεπισκόπου και Αρχιερέων). Η προσπάθεια αυτή δεν φάνηκε καθόλου εύκολη στην πράξη. Η «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία, όπως αποκλήθηκε η σύνοδος των προ 21ης Απριλίου ιεραρχών, κλήθηκε να αποφανθεί περί της κανονικότητας των 29 εκλεγέντων κατά τη διάρκεια της ιερωνυμικής περιόδου, Ιεραρχών εκ των οποίων οι 12 κρίθηκαν αμετάκλητα έκπτωτοι ως αντικανονικοί. Ασφαλώς σε αυτή την αυστηρή απόφαση ρόλο έπαιξε η σκληρή στάση που κράτησαν οι συγκεκριμένοι Μητροπολίτες έναντι της «Πρεσβυτέρας» Ιεραρχίας, την οποία δεν αναγνώριζαν. Εν τέλει, το πρόβλημα λύθηκε εν μέρει με την αποκατάσταση ορισμένων εξ αυτών σε νέες προσωποπαγείς Μητροπόλεις. Ωστόσο, οι Μητροπολίτες πρώην Αττικής Νικόδημος, πρώην Λαρίσης Θεολόγος και πρώην Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος κράτησαν σκληρή στάση, ζητώντας επάνοδο στις Μητροπόλεις τους με το ζήτημα αυτό να μένει ανοικτό ως τη δεκαετία του 1990.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χαράλαμπος Μιχ. Ανδρεόπουλος (2016), Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα επί Δικτατορίας (1967 – 1974), Θεσσαλονίκη: Διατριβή επί Διδακτορία
- Κωνσταντίνος (Ιγνάτιος) Μουρτζανός (2019), Τα εκκλησιαστικά γεγονότα του 1974, η περίπτωση της Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, Λάρισα: Διατριβή επί Διδακτορία.