Του Γιάννη Τζούφα,
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης (1934–2000) υπήρξε δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου με το ιδιαίτερο πνεύμα στον λόγο του. Έτσι, έγινε ευρέως γνωστός για την Αριστερή του οπτική και για τις λογομαχίες που είχε κατά καιρούς στα τηλεοπτικά πάνελ.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα περίχωρα των Γρεβενών σε δυσμενείς συνθήκες, καθώς είχε γονείς Αριστερούς στην περίοδο του εμφυλίου και της κατοχής. Όπως αναφέρει, αυτές οι διώξεις και το Αριστερό πάθος των γονιών του τον έκαναν αυτό που έγινε αργότερα. Το 1953 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μετά από 6 χρόνια γράφτηκε στη Σχολή Σταυράκου για να σπουδάσει κινηματογράφο. Με την αποφοίτησή του, εργάστηκε δίπλα στον Νίκο Κούνδουρο και τον Ροβήρο Μανθούλη και λίγα χρόνια μετά θα γύριζε τις 2 πρώτες ταινίες μικρού μήκους. Την ίδια περίοδο εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στο Αριστερό περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Μετά από ένα μικρό ταξίδι στην ανεξάρτητη Αλγερία, επιστρέφει στην Ελλάδα για να συνεργαστεί με τον σπουδαίο σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Η ενασχόλησή του με τα περιοδικά τέχνης, ως κριτικός κινηματογράφου, δεν σταμάτησε ποτέ. Έπειτα από τον Ελληνικό Κινηματογράφο που έκλεισε η Χούντα, εξέδωσε το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και όρισε τα όρια του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Εργάστηκε σε διάφορα περιοδικά και φιλοξενήθηκε σε πολλές εκπομπές, όπου ξεχώριζε ο ιδιαίτερος λόγος του. Έγραψε μια πληθώρα βιβλίων τόσο για την Αριστερά όσο και για την τέχνη του κινηματογράφου, αλλά αυτό που ξεχώρισε στην καριέρα του είναι το βιβλίο Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, στο οποίο περιγράφει την Ιστορία της Ελλάδας από το 1830 έως και το 1974. Γι’ αυτό πήρε τόσο θετικά όσο και αρνητικά σχόλια, χαρακτηρίζοντάς το αιρετικό. Ο ίδιος έλεγε για το βιβλίο «Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει. Λέει τα σύκα σύκα και τους προδότες προδότες, και όχι εθνικούς ήρωες».
Ο ίδιος έπαιρνε θέση σε όλα τα ζητήματα της εποχής του και ειδικά στην τέχνη. Είχε σχολιάσει, συγκεκριμένα, στον θρίαμβο του Αγγελόπουλου, όταν κέρδισε στις Κάννες τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία Μια αιωνιότητα και μια μέρα: «Παρουσιάζονται εθνικά υπερήφανοι ακόμη και αυτοί που δεν είχαν καμία επαφή με το έργο του Αγγελόπουλου ή τον κυνηγούσαν ή τον δίωκαν. Όλοι ξαφνικά είναι εθνικά υπερήφανοι. Ακόμη και ο Έβερτ, ο οποίος χαρακτήρισε αντεθνική την ταινία του, Κυνηγοί, προκαλώντας προσκόμματα στην παραγωγή και την κυκλοφορία της, έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Επιπλέον και ο Στεφανόπουλος που είναι άμοιρος παντελώς του σινεμά, και της τέχνης εν γένει, υπερήφανος και αυτός». Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να στηλιτεύσει αυτούς που καπηλεύονται την επιτυχία ενός ομογενή τους και να καταδικάσει τέτοιες απόπειρες που γίνονταν.
Πέρασε τη ζωή του πολεμώντας το άδικο και τον φασισμό, μιλώντας, όμως, με πραότητα και συνείδηση των λεγομένων του και όχι με θυμό και απαξίωση. Συγκεκριμένα, για τον φασισμό αναφέρει: «Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε τον Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν τον Μουσολίνι, όπως και οι Γερμανοί που αγάπησαν τον Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν τον Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός –και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός– κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους… Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”».
Με την οξυδέρκεια του λόγου του, κέρδισε κοινό και ακροατές και ζωντάνευε μέσα απ’ το πολυπληθές έργο του, που πολλοί τον θυμούνται επειδή πήγε κόντρα στον φασισμό, την εκκλησία, τον καθωσπρεπισμό, την αλαζονεία των Ελλήνων και τις συκοφαντίες που είναι εθνικό σπορ της Ελλάδας. Τέλος, είχε κάνει μια στοχευμένη δήλωση για την τέχνη, λέγοντας: «Ο τσοπάνος κάθεται και σκαλίζει την γκλίτσα του όχι για να την κάνει σταθερότερη, αλλά ομορφότερη. Τούτο το «περιττό» που προστίθεται στο αναγκαίο, είναι η τέχνη. Όλοι, ακόμα κι οι πρωτόγονοι, θα ‘θελαν τα πράγματα που χρησιμοποιούν, εκτός από χρήσιμα, να είναι και ωραία».
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έφυγε από τη ζωή στις 8 Σεπτεμβρίου 2000, στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» της Αθήνας, καταβεβλημένος από τον καρκίνο. Η κηδεία του ήταν θρησκευτική, παρόλο που ο ίδιος ήταν άθεος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βασίλης Ραφαηλίδης, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Βασίλης Ραφαηλίδης: Οι ατάκες ενός μεγάλου μυαλού που τα έβαλε με “τα καθάρματα της χώρας”, news247.gr, διαθέσιμο εδώ