Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
«Θα ‘ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα»
«Θα ‘ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά `μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι, καταπίεση, μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θα ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή παρ’όλα αυτά Μαρία.»
Το παραπάνω ποίημα προέρχεται από την ποιητική συλλογή «Ιδιώνυμο» (1980) της Κατερίνας Γώγου. Θέμα του, η διαχρονική λαχτάρα της νέας γενιάς: η αλλαγή του κόσμου. Η οικοδόμηση μιας κοινωνίας, λιγότερο απηνούς και περισσότερο ανθρώπινης. Η διαμόρφωση ενός κόσμου, που δεν ανέχεται την ηθική ελαφαντίαση, τη σωματική και πνευματική δουλεία, την απροκάλυπτη βία, ενός κόσμου που αποστρέφεται την κυριαρχία των ορμέμφυτων, ζωωδών ενστίκτων του ανθρώπου. Αντιθέτως, επιδιώκει να δαμάσει τις πρωτόγονες ορμές του, κατευθύνοντάς τον στον πολιτισμό και τον εξευγενισμό, στην εκλέπτυνση της ψυχής και στην εξάλειψη της χαμέρπειας και της πνευματικής νάρκωσης.
Ο μόνος τρόπος για να οδηγηθεί ο άνθρωπος σε αυτήν την ειδολογική αφύπνιση, είναι η παιδεία. Παιδεία, βέβαια, δεν παρέχεται μόνο στα σχολεία, καθώς η παιδεία δεν ταυτίζεται με τη μόρφωση- είναι έννοια πολύ ευρύτερη και αφορά όχι μόνο στις γνώσεις, αλλά και στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, στις αξίες και τα ιδανικά. Παιδεία, λοιπόν, παρέχεται, πρωτίστως, από την οικογένεια και το σχολείο, και, δευτερευόντως, από τα ΜΜΕ, τις κοινωνικές συναναστροφές κλπ. Βασικός πυλώνας της παιδείας, λοιπόν, είναι ο παιδαγωγός. Το επάγγελμα, ή μάλλον λειτούργημα του εκπαιδευτικού, συνιστά τον πλέον ειρηνικό τρόπο να αλλάξεις τον κόσμο. Κρατάς στα χέρια σου τη σκυτάλη, έτοιμη να παραδοθεί στην επόμενη γενιά. Χρέος σου είναι, πριν παραδώσεις αυτόν τον κόσμο, στα χέρια της, να πλάσεις αυτήν, έτσι ώστε να γνωρίζει πώς να τον χειριστεί και να μην τον πετάξει, επειδή τη βαραίνει. Χρειάζεται μια γενιά, που θα φυλάξει, θα αγκαλιάσει και θα φροντίσει αυτόν τον κόσμο, και δεν θα τον φορτώσει σε ξένα χέρια, επειδή είναι ευθυνόφοβη, επιδερμική, οκνηρή, εγωκεντρική. Ακόμα κι αν ο κόσμος αυτός είναι θρύψαλα λόγω της κακοποίησης που υπέστη από την προηγούμενη γενιά, οι νέοι κάτοχοί του οφείλουν να τον συναρμολογήσουν από την αρχή.
Το πιο έλασσον έργο του εκπαιδευτικού είναι να παραδώσει τη διδακτέα ύλη, να οργανώσει τις εξετάσεις και να βαθμολογήσει τους μαθητές. Αυτά τα καθήκοντα μπορεί να τα φέρει εις πέρας η πλειονότητα των στοιχειωδώς μορφωμένων και επιμελών ανθρώπων. Όμως, το ηθικοπλαστικό κομμάτι του έργου του, η μεταλαμπάδευση των αξιών, η εμφύσηση των ευγενών ηθών, αυτά απαιτούν ταλέντο και δεν μπορεί να τα επιτύχει ο καθένας. Ο παιδαγωγός είναι, υπό αυτήν την έννοια, καλλιτέχνης, που σμιλεύει, σαν άλλος γλύπτης, τους νέους κλειδούχους του κόσμου, και κατ’ επέκταση, τη νέα κοινωνία, το μέλλον, τη ζωή που έπεται, ακόμα και μετά το θάνατό του. Καλείται να εμπνεύσει στα νέα παιδιά ιδέες, συναισθήματα, όνειρα, συγκινήσεις, χωρίς, όμως, να πνίξει την ελευθερία τους. Κι εκεί έγκειται η άλλη μεγάλη δυσκολία του έργου του: να μην υπερβεί τα όρια. Να μην πλάσει ανδράποδα, εξαρτημένα από τη δική του σκέψη, κακέκτυπα του εαυτού του. Όπως σημείωσε ο Καζαντζάκης, «Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας τον μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες».
Στις μέρες μας, που δεσπόζουν η κοινωνική αναλγησία, ο ωχαδερφισμός και η ιδιοτέλεια, άλλη μεγάλη πρόκληση για τον παιδαγωγό συνιστά η καλλιέργεια αισθητικής στους μαθητές του. Η αισθητική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, δεν αφορά μόνο την Τέχνη, αλλά την αίσθηση του ωραίου, του ευπρεπούς, του κόσμιου σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής. Σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, σε μια νοοτροπία, σε μια απόφαση. Ένας άνθρωπος με αισθητικά κριτήρια δεν μπορεί παρά να αποστρέφεται τη βία, την κάθε είδους κακοποίηση ανθρώπων και ζώων, τη χυδαιολογία, τη σκληρότητα, την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, την καταστροφή της δημόσιας περιουσίας, τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ένας άνθρωπος με αισθητική, υψηλές αξίες και κρίση, δεν εξευτελίζει τον εαυτό του, προσβάλλοντας κάποιον άλλον, παρενοχλώντας τον ή σκορπώντας σκουπίδια στους δρόμους.
Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο αυτό. Μεγάλη μάστιγα των ημερών μας είναι η ανοχή απέναντι στην ανηθικότητα και την αδικία, ανοχή που προέρχεται από φόβο, αδιαφορία, μεροληψία ή και ιδιοτέλεια. Από τη λογική της «μη διατάραξης της ησυχίας και των συμφερόντων μας». Όμως, αν δεν προασπιστούμε τα δικαιώματα του διπλανού μας, αν αδρανούμε κάθε φορά που η ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια πληγώνεται, όταν έρθει η δική μας σειρά, κανείς δεν θα παλέψει για εμάς. Αν αφήσουμε τον κόσμο έρμαιο στη σήψη, βορά στα χέρια όσων τον ευτελίζουν, αργά ή γρήγορα θα καταστραφούμε κι εμείς οι ίδιοι. Ο παιδαγωγός πρέπει να υπενθυμίζει στους νέους πως κάθε φορά που εθελοτυφλούν μπροστά στο άδικο, η ψυχή τους σαπίζει όλο και περισσότερο.
Όπως τόνισε ο Χατζιδάκις, «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, η συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά. Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε.»
Κυρίαρχος ρόλος του παιδαγωγού, λοιπόν, αποτελεί ο κοινωνικός μετασχηματισμός-έμμεσος στην περίπτωσή του. Για αυτό το λόγο, όποιος αποφασίζει να εργαστεί ως εκπαιδευτικός, πρέπει να θυμάται ότι τον βαραίνει μεγάλη ευθύνη απέναντι στους μαθητές, στον κόσμο, στην κοινωνία. Αυτή η απόφαση, επομένως, δεν πρέπει να είναι ασυλλόγιστη, βιαστική ή κερδοσκοπική. Χώρος όραμα, πίστη και όνειρο, χωρίς βάθος ψυχής και μεράκι, θα καταλήξει άλλος ένας υπάλληλος, που παραδίδει διεκπεραιωτικά την ύλη του Υπουργείου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γώγου, Κ. (2015), Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε. Ποιήματα 1978-2002, Εκδόσεις Καστανιώτη