Της Χρυσάνθης Θανάση,
1939: Ο Πρόεδρος Franklin Roosevelt εμφανίζεται ενώπιον του Κογκρέσου και ζητά να τροποποιηθούν οι νόμοι περί ουδετερότητας, μια σειρά νόμων που ψηφίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας. Ο Roosevelt ήλπιζε να άρει το εμπάργκο κατά της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας σε χώρες της Ευρώπης, που αντιμετ;vπiζαν τον κίνδυνο της ναζιστικής επιθετικότητας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1936 και το 1937, οι νόμοι περί ουδετερότητας επεκτάθηκαν για να περιορίσουν την πώληση όπλων και πολεμικού υλικού κατά τη διάρκεια μιας περιόδου απομονωτισμού. Ωστόσο, το 1939, η αυξανόμενη απειλή για τη Δημοκρατία στη δυτική Ευρώπη –και τις φιλοδημοκρατικές δυνάμεις στην Κίνα– ώθησε τον Roosevelt να χαλαρώσει αυτούς τους περιορισμούς.
Ο Roosevelt προειδοποίησε το Κογκρέσο ότι η Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης σε μια δεύτερη παγκόσμια σύγκρουση. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο Roosevelt περιέγραψε πώς χώρες όπως η Γερμανία δημιούργησαν «τεράστιους στρατούς, ναυτικό και αποθήκες πολέμου… με αυξανόμενη ταχύτητα και ένταση», ενώ οι Η.Π.Α. προσπάθησαν να παραμείνουν ουδέτερες, κάνοντας «ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να ενθαρρύνουν ειρηνικούς εποικισμούς». Ωστόσο, μέχρι το 1939, ο Roosvelt είχε αρχίσει να σταθμίζει τα οφέλη της αμερικανικής ουδετερότητας έναντι της υποχρέωσης του έθνους να βοηθήσει τα δημοκρατικά έθνη να αμυνθούν ενάντια στη φασιστική, επεκτατική Γερμανία και Ιταλία.
Στην ομιλία του ενώπιον του Κογκρέσου, ο Roosvelt είπε ότι οι αμερικανικοί νόμοι για την ουδετερότητα, όπως ίσχυαν το 1939, μπορεί στην πραγματικότητα να προσφέρουν παθητική αρωγή και πιο συγκεκριμένα το όρισε ως «βοήθεια σε έναν επιτιθέμενο», ενώ αρνούνται βοήθεια σε «θύματα έθνη». Αν και η γλώσσα της προτεινόμενης τροποποίησης δήλωνε, τεχνικά, ότι οποιαδήποτε χώρα θα επιτρέπεται να αγοράζει όπλα και αγαθά από την Η.Π.Α., ο πρωταρχικός στόχος του Roosvelt ήταν να διευκολύνει τις Η.Π.Α. να προμηθεύουν όπλα στη Βρετανία και τη Γαλλία. Η νέα διάταξη απαγόρευε στα αμερικανικά πλοία να μεταφέρουν όπλα ή πολεμικό υλικό, ενώ έδωσε στον Πρόεδρο την εξουσία να προσδιορίζει ζώνες μάχης (ως επί το πλείστων σε θαλάσσιους δρόμους του Ατλαντικού), από τις οποίες θα περιορίζονταν οι Αμερικανοί πολίτες και καθιστούσε παράνομο για τους πολίτες των Η.Π.Α. να ταξιδεύουν με πλοία από εμπόλεμες χώρες.
Μετά την κατοχή της Τσεχοσλοβακίας από τη Γερμανία, τον Μάρτιο του 1939, ο Roosvelt υπέστη ταπεινωτική ήττα, όταν το Κογκρέσο απέρριψε την προσπάθειά του να ανανεώσει το “cash-and-carry” και να το επεκτείνει, ώστε να συμπεριλάβει τις πωλήσεις όπλων. Ο Πρόεδρος Roosvelt επέμενε και καθώς ο πόλεμος εξαπλώθηκε στην Ευρώπη οι πιθανότητές του να επεκταθεί το “cash-and-carry” αυξήθηκαν. Μετά από μια σκληρή συζήτηση στο Κογκρέσο, τον Νοέμβριο του 1939, ψηφίστηκε ένας τελικός Νόμος για την Ουδετερότητα. Αυτός ο νόμος άρει το εμπάργκο όπλων και έθεσε όλες τις συναλλαγές με τα εμπόλεμα κράτη υπό τους όρους “cash-and-carry”. Η απαγόρευση των δανείων παρέμεινε σε ισχύ και στα αμερικανικά πλοία απαγορεύτηκε να μεταφέρουν εμπορεύματα σε εμπόλεμα λιμάνια. Τον Οκτώβριο του 1941, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν να βοηθήσουν τους Συμμάχους μέσω του Lend-Lease, ο Roosvelt σταδιακά προσπάθησε να καταργήσει ορισμένα τμήματα του νόμου.
Συνολικά, οι Νόμοι περί Ουδετερότητας αντιπροσώπευαν έναν συμβιβασμό, σύμφωνα με τον οποίο η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών συμφιλιώθηκε με το απομονωτικό αίσθημα του αμερικανικού κοινού, αλλά, παρόλα αυτά, διατήρησε κάποια ικανότητα αλληλεπίδρασης με τον κόσμο. Στο τέλος, οι όροι των Νόμων Ουδετερότητας έγιναν άσχετοι, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ενώθηκαν με τους Συμμάχους στον αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία και την Ιαπωνία τον Δεκέμβριο του 1941. Ολοκληρώνοντας, τον Δεκέμβριο του 1941, ο νόμος έγινε αμφιλεγόμενος, ύστερα από τον βομβαρδισμό του Pearl Harbor και την επακόλουθη είσοδο των Η.Π.Α. στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- The Nautrality Acts, 1930s, state.gov, διαθέσιμο εδώ