Της Γεωργίας Κυριακοπούλου,
Η ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση κατά τη μεταπολεμική περίοδο υπήρξε προϊόν του Ψυχρού Πολέμου και αναφέρεται στην εξωτερική πολιτική που ακολούθησαν Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι παράγοντες που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση των συνθηκών για την ανάπτυξη των σχέσεων των δύο χωρών, εντάσσονται στο γενικότερο κλίμα του ανταγωνισμού των ηγέτιδων δυνάμεων, του Ψυχρού Πολέμου, στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η γεωστρατηγική σημασία και των δύο αλλά και η ανάγκη διατήρησης των ισορροπιών στην περιοχή, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη Συμφωνία των Ποσοστών, καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τη στάση των δύο υπερδυνάμεων απέναντί τους, και τις ακολουθούμενες πολιτικές τακτικές.
Και οι δύο χώρες ακολούθησαν προσέγγιση με στόχο την καθιέρωση μιας στενότερης συνεργασίας και την προώθηση της έννοιας της βαλκανικής ενότητας. Είναι γνωστό ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν ο κύριος υποστηρικτής των κομμουνιστών ανταρτών στην Ελλάδα και παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια. Η στάση αυτή του Τίτο είχε ως στόχο να κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου, ενσωματώνοντας τη Βουλγαρία στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία και δημιουργώντας μια ενοποιημένη Μακεδονία. Η ρήξη, όμως, της σχέσης του με τον Στάλιν και η ευθυγράμμιση του ΚΚΕ με τη θέση της Μόσχας, σκότωσε όλες τις πιθανότητες επιτυχίας του σχεδίου. Έτσι, η Γιουγκοσλαβία εντελώς αποκομμένη από Ανατολή και Δύση, επιχειρούσε μια χειρονομία καλής θέλησης προς την Ελλάδα.
Στην πορεία της προσέγγισής τους, δύο σοβαρά προβλήματα επανειλημμένα απείλησαν να την ανακόψουν. Το Μακεδονικό και το ζήτημα των παιδιών. Η προπαγάνδα στα Σκόπια και η απαίτηση του Βελιγραδίου να αναγνωριστεί ο σλαβικός πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας ως εθνική μειονότητα ερμηνεύτηκαν από την ελληνική πλευρά ως εκδηλώσεις αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας. Τον Μάιο του 1950, ο Υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Έντβαρντ Καρντέλι επεσήμανε στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, την ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων της μειονότητας και της επίλυσης του Μακεδονικού ζητήματος, αλλά η ελληνική αντίδραση υπήρξε εξαιρετικά συγκρατημένη και αποφάσισε να διακόψει τις συνομιλίες με σκοπό την προσωρινή αναστολή της διαδικασίας επαναπροσέγγισης. Η Ελλάδα ταυτόχρονα απηύθυνε μνημόνιο προς τις τρείς κυριότερες Δυτικές δυνάμεις ζητώντας την μεσολάβησή τους. Με την επιδείνωση του διεθνούς κλίματος εξαιτίας του πολέμου στην Κορέα, Ουάσιγκτον και Λονδίνο παρενέβησαν με μεγαλύτερη επιμονή τόσο στην Αθήνα όσο και στο Βελιγράδι για την άρση του αδιεξόδου, γεγονός που οδήγησε στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών στο τέλος του 1950 και στις αρχές του 1951.
Το δεύτερο δυσεπίλυτο πρόβλημα αφορούσε στον επαναπατρισμό χιλιάδων Ελληνοπαίδων που είχαν οδηγηθεί στη Γιουγκοσλαβία από τους κομμουνιστές κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τον επαναπατρισμό των «απαχθέντων Ελληνοπαίδων» και μέχρι το 1952, παρά τις έντονες αντιδράσεις των γειτόνων της, επαναπατρίσθηκαν 538 παιδιά από τη Γιουγκοσλαβία.
Πάρα ταύτα οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας Γιουγκοσλαβίας ήταν αμοιβαίως επωφελείς. Η αποκατάσταση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων ήταν στις προτεραιότητες και των δύο χωρών, δεδομένου ότι υπέγραψαν πολυάριθμες συμφωνίες που προωθούσαν κοινά αγροτικά έργα, επιστημονική έρευνα και προγράμματα πολιτιστικών ανταλλαγών. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1953 μάλιστα υπογράφηκε το Βαλκανικό Σύμφωνο γνωστό και ως Βαλκανικό Αμυντικό Σύμφωνο από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία. Η Αμερική επιζητούσε την επίτευξη «στρατιωτικής συμφωνίας» μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας και ταυτόχρονα προωθούσε την ένταξη της Τουρκίας και της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Βασικό κίνητρο για τη βελτίωση των σχέσεων των τριών χωρών αποτέλεσε η ενίσχυση της ασφάλειας τους έναντι επίθεσης από το Ανατολικό Μπλοκ. Οι κύριοι στόχοι του συμφώνου ωστόσο ήταν πολλοί.
Αρχικά η δημιουργία ενός πλαισίου συλλογικής ασφάλειας, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε εξωτερική επίθεση εναντίον ενός μέλους θα θεωρείται επίθεση σε όλα τα μέλη. Η στρατιωτική συνεργασία που θα περιλάμβανε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, ανταλλαγή πληροφοριών και ανάπτυξη κοινών αμυντικών στρατηγικών και σχεδίων. Η δέσμευση για ειρηνική επίλυση διαφορών μεταξύ των κρατών μελών με στόχο να αποτρέψει τις συγκρούσεις και να προωθήσει τον διάλογο και τις διαπραγματεύσεις ως μέσα για την επίλυση τυχόν διαφωνιών και επίσης η δυνατότητα επέκτασης των μελών του σε άλλες βαλκανικές χώρες, ενισχύοντας την περιφερειακή αλληλεγγύη και συνεργασία.
Το σύμφωνο θεωρήθηκε ως ένα σημαντικό βήμα προς την περιφερειακή συνεργασία και την αποτροπή των εξωτερικών απειλών. Ωστόσο, δεν κράτησε πολύ λόγω διαφόρων πολιτικών, ιδεολογικών και εδαφικών εντάσεων μεταξύ των υπογραφόντων χωρών. Το 1955, η Τουρκία αποχώρησε λόγω των μεταβαλλόμενων γεωπολιτικών της εκτιμήσεων και της αυξανόμενης ευθυγράμμισης με τη Δύση μέσω της ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Το Βαλκανικό Σύμφωνο παρέμεινε σε ισχύ μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας μέχρι το 1962, αλλά οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο χωρών, ιδιαίτερα για το Μακεδονικό, οδήγησαν τελικά στη διάλυσή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2021), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Δικτατορία, Μεταπολίτευση (από το 1941 ως το τέλος του αιώνα), Μέρος Β’-Τόμος 37, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
- εδώ Η Συμφωνία της Αγκυρας, kathimerini.gr, Διαθέσιμο