Της Ζωής Σπέντζα,
Η Ελβετία, η χώρα των Άλπεων, η πατρίδα του Ρουσσώ, αυτός ο φορολογικός παράδεισος με τη βαριά βιομηχανία και το ανεπτυγμένο εμπόριο, βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, και δυστυχώς όχι (πάντα) για αγαθούς σκοπούς. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια, η χώρα προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει την ιστορική της φήμη, ως καταφύγιο παράνομων κεφαλαίων, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπη με συνεχείς παγκόσμιες εκκλήσεις για αύξηση της διαφάνειας σε θέματα ιδιοκτησίας. Διαθέτει το ιδανικό τραπεζικό απόρρητο, το οποίο ενισχύεται από την έλλειψη εθνικού μητρώου ιδιοκτησίας και καθιστά την Ελβετία πόλο έλξης «εγκληματιών» που προσπαθούν να αποκρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Ωστόσο, το τραπεζικό απόρρητο και η μυστικοπάθεια απέναντι στην κίνηση κεφαλαίων κάθε άλλο παρά καινούρια δεν είναι. Από όταν η χώρα κέρδισε, το 1648, με τη συνθήκη της Βεστφαλίας, τη de facto ανεξαρτησία της από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θεωρήθηκε ως ουδέτερο κράτος μεταξύ άλλων εμπολέμων και αυτό ήταν καθοριστικό για το μέλλον της. Αυτή η εικόνα εξελίχθηκε και, σταδιακά, η Ελβετία έγινε το ασφαλές καταφύγιο των κεφαλαίων. Ήδη από τον 18ο αιώνα, οι καθολικοί Γάλλοι βασιλείς χρησιμοποιούσαν τράπεζες της Γενεύης για να αποφύγουν το προτεσταντικό τραπεζικό σύστημα της χώρας τους, ενώ κατά τον 20ο οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι την καθιστούσαν πλέον επισήμως νησίδα ειρήνης και, συνεπώς, τον ιδανικό προορισμό για ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Καθώς γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, οι τράπεζες της χώρας διέθεταν υποκαταστήματα παντού και διευκόλυναν, κατά αυτόν τον τρόπο, τη μεταφορά χρημάτων στα κεντρικά τους γραφεία. Η παράνομη δραστηριότητα έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα, με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη η ελβετική αρχή το 2015 και προσπάθησε να τα ελέγξει μέσω της MROS (Money Laundering Reporting Office / Γραφείο Καταγγελιών για τις Υποθέσεις Μαύρου Χρήματος). Σύμφωνα με την έκθεση της τελευταίας, το πλήθος αναφορών περιστατικών φοροδιαφυγής σχετίζεται με την «αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, ιδίως από τον τραπεζικό κλάδο». Όλα όμως εξακολουθούσαν να κινούνται στα πλαίσια μιας ρευστότητας, η οποία -αργά η γρήγορα- θα οδηγούσε σε αλλαγές.
Το τοπίο μετατοπίστηκε το 2020, όταν η Credit Suisse, συστημική ελβετική τράπεζα, άρχισε να δέχεται σοβαρές κατηγορίες για ανώτατα διοικητικά στελέχη της και ήρθε αντιμέτωπη με ένα σκάνδαλο που αφορούσε μυστικές παρακολουθήσεις, οι οποίες οδήγησαν στην κατάρρευση κεφαλαίων και την απώλεια εμπιστοσύνης εκ μέρους των αγορών. Η κατάσταση αυτή πήρε ανεξέλεγκτη τροπή τον Φεβρουάριο του 2023, όταν η τράπεζα ανέφερε ζημιά 7,3 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, και ακολούθησε η σημαντική πτώση των μετοχών της, τον Μάρτιο του ίδιου έτους. Η παροχή ρευστότητας εκ μέρους της SNB (Swiss National Bank / Εθνική Ελβετική Τράπεζα) δε θα ήταν αρκετή και έτσι η Credit Suisse υπέκυψε στον μοναδικό τρόπο διάσωσης της, την εξαγορά της από την ανταγωνίστρια ελβετική τράπεζα UBS.
Στα προβλήματα που έπληξαν την ελβετική τράπεζα, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και το γεγονός ότι -όπως επισήμανε η FINMA (η αρχή που ελέγχει τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ελβετίας)-, «δε πληρούσε τις βασικές απαιτήσεις για την ανάλυση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Για τον λόγο αυτό, επιβαρύνθηκε από το δικαστήριο -συν τοις άλλοις- με πρόστιμο 2 εκατομμυρίων για τη μη αποτροπή του φαινομένου ενάντια σε εγκληματική οργάνωση.
Όλα αυτά αμαύρωσαν την εικόνα της χώρας και εκδηλώθηκε η επιθυμία ανάκτησης του προφίλ της και βελτίωσης της διαφάνειας, μέσω μεταρρυθμίσεων, πράγμα που επιβεβαίωσε και η Υπουργός Οικονομικών Karin Keller-Sutter. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές πρόκειται να περιλαμβάνουν τόσο τη σύσταση ενός ομοσπονδιακού μητρώου, για την εξακρίβωση των στοιχείων των πραγματικών ιδιοκτητών, όσο και την υιοθέτηση αυστηρότερων κανονισμών, που θα αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες ενέργειες. Οι προθέσεις αυτές -προς έκπληξή μας- συνδέονται άρρηκτα και με τη στάση που έχει υιοθετήσει η χώρα απέναντι στο Κρεμλίνο.
Αν και, το 2022, η Ελβετία συμμετείχε στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία, κατηγορήθηκε για χαλαρή επόπτευση και εφαρμογή των μέτρων, ενώ σημαντικές ήταν και οι αναφορές για κρούσματα παράκαμψης των κυρώσεων από Ρώσους. Φυσικό και επόμενο να ασκηθούν ακόμα περισσότερες πιέσεις στην Ελβετία, οι οποίες επισημαίνουν με σαφήνεια, πως πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές στη νομοθεσία που σχετίζεται με το οικονομικό έγκλημα.
Η χώρα φαίνεται να κάνει μεγάλες προσπάθειες, για να ξεπεράσει το «σκοτεινό» παρελθόν της, αλλά η εμπιστοσύνη δε μπορεί να χτιστεί, αν οι προθέσεις της δε γίνουν πράξη. Είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, που απαιτεί σημαντικές διαβουλεύσεις μεταξύ των πολιτικών ομάδων και όλων των φορέων εξουσίας της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των καντονιών, ώστε να παραχθεί η ασφάλεια, πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί -ξανά- η εμπιστοσύνη των πολιτών, για (ας ελπίσουμε) νόμιμες, αυτή τη φορά, ενέργειες. Γιατί οι τελευταίες ισοδυναμούν με μια λειτουργική, και όχι μια επιφανειακή, δημοκρατία, από τη στιγμή που εξασφαλίζεται η δικαιοσύνη. Αυτό συμβαίνει, μόνο όταν η φορολογία λειτουργεί επί ίσοις όροις, χωρίς να επιβαρύνει αυτούς που δεν ευθύνονται, για τις ενέργειες αυτών που ευθύνονται. Το δικό τους αλόγιστο κέρδος, έγινε οφειλή για τους άλλους, πλήττοντας εν τέλει τους ασθενέστερους και μη προνομιούχους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ελβετία: Aσπρίζει η «μαύρη τρύπα» στην καρδιά της Ευρώπης;, Protagon, διαθέσιμο εδώ
- Ελβετία: «Απεταξάμην» τον τίτλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος – Νέες μεταρρυθμίσεις, newmoney, διαθέσιμο εδώ
- Credit Suisse: Το τέλος ενός τραπεζικού κολοσσού με ιστορία 167 χρόνων, iefimerida, διαθέσιμο εδώ
- Έπηξε στο μαύρο χρήμα η Ελβετία, Η Αυγή, διαθέσιμο εδώ