Της Άννας Κουτσαυτούλη,
Σε μια εποχή που ο καρκίνος αποτελεί μια από τις βασικότερες αιτίες θανάτου, ιδίως στις χώρες του δυτικού κόσμου, η έρευνα γύρω από την ανάπτυξη νέων διαγνωστικών και θεραπευτικών μεθόδων είναι ακατάπαυστη. Η διάγνωση του καρκίνου σήμερα τίθεται με ένα συνδυασμό διαγνωστικών μέσων, από απεικονιστικές εξετάσεις μέχρι και γονιδιακές αναλύσεις. Πόσο αξιόπιστες είναι, όμως, όλες αυτές οι τεχνικές; Η απάντηση είναι η εξής: Κάποιες λιγότερο, κάποιες περισσότερο, κάποιες τόσο αξιόπιστες, ώστε να θέτουν την οριστική διάγνωση. Μια μέθοδος, η οποία συνδυαστικά με άλλες εξετάσεις, μπορεί να παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη διάγνωση, αλλά αν εφαρμοστεί μόνη της έχει μεγάλες πιθανότητες να παραπλανήσει, είναι ο προσδιορισμός καρκινικών δεικτών.
Οι καρκινικοί δείκτες είναι ουσίες που παράγονται είτε από τα καρκινικά κύτταρα είτε από τον ίδιο τον οργανισμό ως «απάντηση» στον όγκο. Πλήθος βιομορίων μπορούν να αποτελέσουν καρκινικούς δείκτες (πρωτεΐνες, ορμόνες, ένζυμα, καρκινικά αντιγόνα, κυτταρικοί υποδοχείς, ογκογονίδια κ.λπ.). Ανιχνεύονται συνήθως στο αίμα, αλλά μπορούν να ανιχνευθούν και σε άλλα βιολογικά υγρά (π.χ. ούρα) ή σε ιστούς. Η ανίχνευση ενός καρκινικού δείκτη, σε επίπεδα πάνω των φυσιολογικών τιμών, μπορεί να αποτελέσει ένδειξη κακοήθειας στον οργανισμό. Ωστόσο, ένας αυξημένος καρκινικός δείκτης από μόνος του δεν αρκεί για να θέσει τη διάγνωση, αφενός γιατί μπορεί να αυξηθεί και σε πολλές άλλες, μη νεοπλασματικές, καταστάσεις και, αφετέρου, γιατί δεν συναντάται σε όλους τους ασθενείς με καρκίνο.
Ποια είναι, λοιπόν, η χρησιμότητα των καρκινικών δεικτών στην κλινική πράξη; Αρχικά, σίγουρα μπορούν να συμβάλλουν στη διάγνωση, αλλά περισσότερο βοηθητικά παρά καθοριστικά. Οι τιμές των καρκινικών δεικτών χρησιμοποιούνται συχνά για την εκτίμηση της πρόγνωσης, της ανταπόκρισης στη θεραπεία αλλά και για ανίχνευση πιθανής υποτροπής. Ορισμένοι από αυτούς είναι ειδικοί για έναν τύπο καρκίνου (π.χ. PSA και καρκίνος του προστάτη), ενώ άλλοι ανιχνεύονται και σε παραπάνω από έναν τύπο καρκίνου. Ενδεικτικά, κάποιοι σημαντικοί και ευρέως χρησιμοποιούμενοι στην κλινική πρακτική καρκινικοί δείκτες είναι οι εξής:
- Β-hCG (ανθρώπινη χωριακή γοναδοτροπίνη): Αποτελεί μια πρωτεΐνη που παράγεται από τον πλακούντα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η ανίχνευσή της σε αυξημένα επίπεδα εκτός εγκυμοσύνης ή σε άντρες μπορεί να σχετίζεται με καρκίνο μήτρας, ωοθηκών, μαστού, όρχεων και ήπατος.
- PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο): Παράγεται από τα επιθηλιακά κύτταρα του προστάτη και συμβάλλει στη ρευστοποίηση του σπέρματος. Τιμές PSA στο αίμα άνω του φυσιολογικού ορίου μπορεί να σχετίζονται με καρκίνο του προστάτη, αλλά αυξάνονται και σε μη κακοήθεις καταστάσεις, όπως είναι η προστατίτιδα (φλεγμονή) και η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη.
- CEA (καρκινοεμβρυικό αντιγόνο): Συναντάται σε υψηλές συγκεντρώσεις στα έμβρυα, αλλά μετά τη γέννηση, οι τιμές του στο αίμα είναι χαμηλές. Ο συνηθέστερος τύπος καρκίνου που αυξάνει το CEA στο αίμα είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου, αλλά και μερικοί άλλοι, όπως ο καρκίνος παγκρέατος, του πνεύμονα και του στομάχου.
- AFP (άλφα εμβρυική πρωτεΐνη): Παράγεται και αυτή από το έμβρυο. Αύξησή της στην ενήλικη ζωή μπορεί να υποδηλώνει καρκίνο ήπατος, ωοθηκών και όρχεων. Βρίσκεται ωστόσο αυξημένη και σε άλλες ηπατοπάθειες.
- PAP (προστατική όξινη φωσφατάση): Ένζυμο που ανευρίσκεται σε αρκετούς ιστούς, με μεγαλύτερη συγκέντρωση στον προστάτη. Η αύξησή του πάνω από τις τιμές αναφοράς μπορεί να υποδηλώνει καρκίνο προστάτη, λευχαιμία, καρκίνο όρχεων και μη κακοήθεις καταστάσεις (όπως προστατίτιδα).
- CA-125: Αυξημένο σε καρκίνο ωοθηκών, αλλά και σε ένα μεγάλο αριθμό άλλων, αρκετά συνηθισμένων, καταστάσεων, όπως ενδομητρίωση, κύστες ωοθήκης και φλεγμονή. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιείται κυρίως για την παρακολούθηση της θεραπείας παρά για διαγνωστικούς σκοπούς.
- CA15-3: Δείκτης καρκίνου μαστού, αλλά και παγκρέατος, ωοθηκών, ήπατος κλπ. Επίσης, μπορεί να αυξηθεί κατά την κύηση, το θηλασμό ή σε καλοήθη όγκο του μαστού ή των ωοθηκών.
- CA19-9: Σχετίζεται με καρκίνο του παγκρέατος, χοληδόχου κύστης, αλλά και με παγκρεατίτιδα, χολοκυστίτιδα και κίρρωση του ήπατος.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για ιδανικό καρκινικό δείκτη, ο οποίος, αν βρεθεί αυξημένος, μας δείχνει τη διάγνωση και αν βρεθεί εντός των φυσιολογικών τιμών μας αποκλείει το ενδεχόμενο καρκίνου. Αυτό συμβαίνει επειδή, πέρα από την ύπαρξη καρκίνου, η συγκέντρωση των καρκινικών δεικτών επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες. Οι πιο συχνοί από αυτούς, οι οποίοι μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των καρκινικών δεικτών και να μας δώσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα είναι:
- Φλεγμονές
- Ηπατοπάθειες (π.χ. AFP)
- Διαβήτης
- Εγκυμοσύνη και θηλασμός
- Κάπνισμα
- Διαταραχές νεφρικής λειτουργίας
Επιπλέον, πρέπει να τονίσουμε ότι η μη ανίχνευση καρκινικών δεικτών δεν είναι από μόνη της αρκετή, για να αποκλείσει την ύπαρξη καρκίνου. Ακόμα και αν το ιστορικό του ασθενούς, η κλινική εξέταση και τα αποτελέσματα άλλων εξετάσεων συνηγορούν στην ύπαρξη κακοήθειας, δεν αποκλείεται τα επίπεδα των καρκινικών δεικτών να εξακολουθούν να βρίσκονται εντός των φυσιολογικών τιμών. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή δεν παράγουν όλοι οι όγκοι καρκινικούς δείκτες, ούτε αιματώνονται όλοι επαρκώς, ώστε να είναι εφικτή η κυκλοφορία του καρκινικού δείκτη στην αιματική κυκλοφορία και η ανίχνευσή του. Δεν αποκλείεται, επίσης, ο δείκτης να υφίσταται ταχύτατη διάσπαση μετά την παραγωγή του στον οργανισμό και να μην ανιχνεύεται, μια διαδικασία η οποία μπορεί να επηρεάζεται και από κάποιο φάρμακο που λαμβάνει ο ασθενής.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι το εξής. Δεν υπάρχει ιδανικός καρκινικός δείκτης. Η διαγνωστική τους αξία αυξάνεται μόνο αν συνεκτιμηθούν πολλοί από αυτούς με τα αποτελέσματα όλων των άλλων διαγνωστικών μεθόδων και της σωστής λήψης ιστορικού, για τον αποκλεισμό όλων των καλοηθών καταστάσεων που μπορεί να δρουν παραπλανητικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό βοηθητικό όπλο για τη σωστή διάγνωση και μετέπειτα να δώσουν πληροφορίες για την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής παρέμβασης. Σε κάθε περίπτωση, η πιο αξιόπιστη μέθοδος διάγνωσης του καρκίνου είναι η ιστολογική διάγνωση μέσω της βιοψίας, η οποία δεν υποκαθίσταται μέχρι στιγμής από καμία άλλη μέθοδο. Ωστόσο, η έρευνα που εξελίσσεται στο εν λόγω πεδίο δίνει προοπτική στην ανάπτυξη νέων διαγνωστικών μέσων, τα οποία μπορούν να αξιολογηθούν συνδυαστικά με τα ήδη υπάρχοντα και να μας δώσουν όσο το δυνατόν πιο έγκυρες πληροφορίες για τη σωστή διάγνωση, θέτοντας έτσι τη βάση για την επιλογή της καλύτερης δυνατής θεραπείας, εξατομικευμένα για κάθε ασθενή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Tumor markers, National Cancer Institute. Διαθέσιμο εδώ
- Types Stanford Health Care (SHC), Stanford Medical Center. Διαθέσιμο εδώ
- What are tumor markers & What do they mean?, Cleveland Clinic. Διαθέσιμο εδώ
- Tumour markers, Canadian Cancer Society. Διαθέσιμο εδώ