Της Χρυσάνθης Θανάση,
1977: Η Μαρία Κάλλας (Μαρία Σεσίλια Σοφία Άννα Καλογεροπούλου) γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη και ήταν κόρη Ελλήνων μεταναστών. Από νωρίς ανέπτυξε ενδιαφέρον για το τραγούδι και συνοδευόμενη από τη μητέρα της, έφυγε από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1937 για να σπουδάσει στο Ωδείο Αθηνών με τη σοπράνο Elvira de Hidalgo. Τραγούδησε τοπικά στα Cavalleria Rusticana και Boccaccio και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1945.
Η καριέρα της ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1947, όταν εμφανίστηκε στη Βερόνα της La Gioconda και σύντομα, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Tullio Serafin, έκανε το ντεμπούτο της στη Βενετία, το Τορίνο και τη Φλωρεντία. Το 1949 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη, το Μπουένος Άιρες και τη Νάπολη και το 1950 στην Πόλη του Μεξικού. Η δυνατή φωνή της σοπράνο, ικανή να διατηρήσει τόσο λυρικούς ρόλους όσο και ρόλους κολορατούρα, ήταν έντονα δραματική και σε συνδυασμό με την έντονη αίσθηση του θεάτρου και τα σχολαστικά υψηλά καλλιτεχνικά της πρότυπα, την οδήγησαν γρήγορα στο προσκήνιο του σύγχρονου ταλέντου της όπερας. Οι ικανότητές της κατέστησαν δυνατή την αναβίωση των έργων μπελ κάντο του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα εκείνων των Vincenzo Bellini και Gaetano Donizetti, που είχαν από καιρό αποσυρθεί από τα τυπικά ρεπερτόρια.
Η Κάλλας έκανε το ντεμπούτο της στη διάσημη Σκάλα του Μιλάνου το 1950, τραγουδώντας στο I Vespri siciliani. Στη συνέχεια, το 1952, εμφανίστηκε στο Covent Garden του Λονδίνου, ενώ το αμερικάνικο ντεμπούτο της έγινε τον Νοέμβριο του 1954 στη Λυρική Όπερα του Σικάγο στον ομώνυμο ρόλο της Norma, μια παράσταση που επανέλαβε ενώπιον ενός ρεκόρ κοινού στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Οι ηχογραφήσεις της Κάλλας έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό και ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς τραγουδίστριες της περιόδου.
Δεν θα μπορούσε να παραληφθεί η ερμηνεία της υψιφώνου στην Μήδεια, όπου ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο σε 31 παραστάσεις (1953-1962) δεν απέδωσε μόνο άψογα την όπερα του Cherubini, αλλά εξέφρασε στο μέγιστο τον ψυχισμό της ηρωίδας, που είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ελληνικής τραγωδίας. Η ταύτιση της με την ηρωίδα ήταν τέτοια που και η ίδια συνήθιζε να λέει στους συνεργάτες της «Είμαι Κόλκα», θέλοντας να υπερθεματίσει την καταγωγή της Μήδειας από την Κολχίδα. Η σοπράνο ερμήνευσε τον ρόλο σε δύο διαφορετικές εκδοχές, όπου η μία ήταν πιο μπαρόκ και πιο γοτθική στην όψη, ενώ σε αντιδιαστολή, η άλλη ήταν πιο κοντά στο αρχέτυπο του Ευρυπίδη.
Το 1966 έγινε Ελληνίδα υπήκοος και παραιτήθηκε από την αμερικανική υπηκοότητα. Δίδαξε master classes όπερας στο Juilliard (1972) πριν από μια τελευταία περιοδεία συναυλιών στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη (1973–74). Μέχρι τη στιγμή της «συνταξιοδότησής» της, είχε ερμηνεύσει περισσότερους από 40 διαφορετικούς ρόλους και είχε ηχογραφήσει περισσότερες από 20 πλήρεις όπερες.
Λαμβάνοντας υπόψη την σπουδαιότητα της καλλιτέχνιδας και προτάσσοντας το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας που συνδέεται με το όνομα της, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης διοργάνωσε πρόσφατα εκδήλωση για να γιορτάσει τα 100 έτη που συμπληρώθηκαν από την γέννηση της αείμνηστης σοπράνο, ενώ έχει ενταχθεί και στον κατάλογο συνεορτασμού επετείων και της Unesco, για το 2023.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Maria Callas, britannica.com, διαθέσιμο εδώ