Tου Ηλία Βασιλειάδη,
Στις 12/09/2016, απολυόμουν από τις δυνάμεις του ελληνικού στρατού. Ο στρατός, το «τελευταίο ζεϊμπέκικο» στην ζωή ενός άντρα λίγο πριν την ενηλικίωση. Ένας χορός ασύρτικος. Μια ιστορία που γεμίζει για πάντα με αναμνήσεις τη ζωή ενός άντρα.
Θυμάμαι την άνοιξη του ’15 που έκοβα την αναβολή για να υπηρετήσω την πατρίδα και έλαβα την ειδοποίηση της κατάταξης. Ένα ταξίδι πέντε ωρών για Θήβα, μια τελευταία διανυκτέρευση λίγο πριν την κατάταξη. Το ταξί που με άφησε στην πύλη του κέντρου. Τον φόβο στα μάτια μου για το άγνωστο. Η είσοδός μου μέσα στην Αυλώνα. Τον πρώτο μήνα ως νεοσυλλέκτου. Θυμάμαι την πλάκα που μας κάνανε οι αξιωματικοί για την ευκολία της ειδικότητας που μας δόθηκε και τη μετάθεση που ακολουθούσε μετά τον μήνα. Για όλα εκείνα τα παιδιά που μοιραστήκαμε τα όμορφα και άσχημα. Την εξάμηνη αναβολή για κοινωνικούς λόγους για να στηρίξω την οικογένεια. Την επιστροφή μου σε γνώριμα μέρη, λίγο μετά τα Φώτα του ’16 σε γνώριμα μέρη. Εκείνη η γνώριμη διαδρομή μέχρι τη Θήβα και μετά στο Σχηματάρι για να μπω στο κέντρο για να τελειώσω τη θητεία μου. Μια τελευταία συνάντηση με τη σειρά μου που τελείωνε τη θητεία της και ο δικός μου αγώνας που τώρα άρχιζε. Για όλους εκείνους που συναντηθήκαμε τις κρύες μέρες του χειμώνα για να τελειώσουμε τη θητεία μας. Το αμέτρητο κρύο, τις καταχνιές που καλύπταν τα κρύα πρωινά της θητείας μας και το μυαλό μας που περίμενε καρτερικά τη μέρα της απόλυσης.
Θυμάμαι τις οπλοασκήσεις υπό του μηδενός με αμέτρητη ομίχλη και την γυμναστική με την συντροφιά εκείνου του κρύου που διαπερνούσε τα κόκκαλα μας. Τις αμέτρητες αγγαρείες ως οργανικοί.
Τη μέρα που κλήθηκα να μοιράσω τα σημειώματα απόλυσης της σειράς μου που είχαμε πρωτοξεκινήσει την θητεία μας τον Μάη του ’15. Σαράντα μέρες με ανθρώπους που θα τους χαιρετούσα για να συνεχίσω την θητεία μου. Και πάντα έχοντας στο πλάι μου στον Αυλώνα, δύο υπέροχους ανθρώπους που κοσμούν τον ελληνικό στρατό. Δεν θα ξεχάσω ένα πρωί που τον συνόδευα στα κεντρικά ως ταχυδρόμος και με διόρθωσε ενδυματολογικά (αν και αντισυνταγματάρχης). Μια μέρα δίπλα σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο. Το χαρτί της μετάθεσης μου, είχα την τιμή να το παραλάβω από τα χέρια του. Μια μετάθεση στα μέσα του Φλεβάρη για Λιτόχωρο.
Ένας πρώτος μήνας προσαρμογής που μου έδειξε τη σκληρή εικόνα μιας πραγματικότητας που θα γνώριζα αργότερα στην κοινωνία ως πολίτης. Τα λεγόμενα «βύσματα» που αρνούνταν να κάνουν τα πάντα ή απλά κινούνταν στις σκιές του παρασκηνίου. Αμέτρητα καψόνια με πρώτη υπηρεσία ν’ αλλάζω μια σειρούλα που έτυχε ν’ αργήσει ν’ απολυθεί για μερικές μέρες παραπάνω. Ένα μικρό διάλλειμα στο γραφείο κινήσεως με μερικούς αγαπητούς ανθρώπους. Θυμάμαι, έβγαινα για δρομολόγια μ’ έναν άλλο φαντάρο που τον έλεγα «Μαυρόγατα». Κάθε φορά κάτι μας τύχαινε. Μια φόρα μας είχαν δώσει το πιο δύστροπο Stayer και του λέω μην αφήνεις τα κλειδιά μέσα, θα κλειδωθούμε απ’ έξω. Μου λέει, έλα μωρέ μην σκας. Τελικά κλειδωθήκαμε απ’ έξω και του κάναμε σκαμνάκι για να πιάσει τα κλειδιά, αφού ήμασταν τυχεροί και είχε αφήσει το παράθυρο ανοιχτό. Άλλη μια φορά, κουβαλούσαμε ψώνια για τη μονάδα και μας άφησε στο δρόμο. Ήταν πολύ φαγάνος και έτσι ήρθε η ώρα του μεσημεριανού, μου λέει «Ηλία, θα φάω μερικά κρουασάν γιατί πεινάω». Στην καταμέτρηση ψάχνανε το έλλειμα οι αξιωματικοί μας.
Πολύ κρύο τον χειμώνα στο Λιτόχωρο. Τον Μάρτη, γιατί δεν άντεχα άλλο τα καψόνια, με αποσπάσανε σ’ ένα φυλάκιο μέσα στον Όλυμπο. Ένα καταπράσινο τοπίο, μέσα στο βουνό. Έβγαινες το πρωί παρέα με τον καφέ και αγνάντευες τα δέντρα που άρχιζαν να ξεπετάγονται και να μεγαλώνουν όπως πρόσταζε η ροή του χρόνου. Πρώτη φορά που είδα βολές αρμάτων ήταν εκεί. Μια αξέχαστη θύμηση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον θόρυβο των βολών. 75 μέρες με άλλα δέκα παιδιά που χτίσαμε γεμάτες μέρες και νύχτες. Οι επαφές μας με παιδιά από άλλες μονάδες που τις φιλοξενούσαμε. Εκείνη τη νεκρική ηρεμία του δάσους που σ’ ανακουφίζει μέσα από μια γεμάτη μέρα. Εκείνες τις ανοιξιάτικες νύχτες με αλκοόλ και εδέσματα που γέμιζαν τα κενά λίγες ώρες πριν τις υπηρεσίες μας. Την ξαφνική στρατηγική επίσκεψη, που με έπιασαν οι αξιωματικοί το μεσημέρι να προσπαθώ να ξυριστώ μετά από αρκετές μέρες ηρεμίας. Την οχλαγωγία του γραφείου, πάντα γεμάτο με κόσμο. Παρέα μ’ έναν υπέροχο Επίλαρχο. Είχα την ευτυχία να νιώσω λιγάκι πολίτης αυτού του κόσμου, γιατί έρχονταν συνεχώς μονάδες για βολές.
Τον Μάη, λίγο πριν ξαναγυρίσω στην μονάδα, είχαν ξεκινήσει οι πρωινές πυρασφάλειες και τα αμέτρητα πρωινά μέσα στον Όλυμπο κάτω από την σκιά των υπέροχων δέντρων και μέσα στη σιγή των πραγμάτων, ν’ ακούς το θρόισμα των φύλλων. Τις νύχτες που καθόσουν στο παγκάκι που έκανες τον θαλαμοφύλακα, ν’ αγναντεύεις το ολόγιομο φεγγάρι που σκέπαζε το μυστήριο του βουνού. Μετά, η επιστροφή στη μονάδα. Ένας μήνας γεμάτος λόγω εμπλοκών και προγράμματος. Συνεχόμενες υπηρεσίες γεμάτες μοναξιά. Μια απίστευτη ψυχολογική τριβή που σε κούραζε. Και τέλος, εκεί στα τελειώματα του Ιούνη μου ήρθε το χαρτί για μετάθεση στην στην αγαπημένη πόλη μου και το αγαπημένο χωριό μου. Εκεί που ήμουν φοιτητής, γύρισα και ως φαντάρος. Η πλάκα στην πορεία της ζωής είναι μερικές συμπτώσεις. Ήμουν φοιτητής στην ιστορική σχολή της Βελλάς και διπλά ακριβώς ήρθα να τελειώσω την θητεία μου.
Μια πολύ όμορφη ιστορία, οι τελευταίοι μήνες της θητείας μου μέσα σ’ εκείνο του καλοκαίρι. Παρέα με τα πιτογύρα του Βαγγέλη και τον καφέ δίπλα στις πηγές της Βελλάς που ήμουν φοιτητής. Κάθε Κυριακή πρωί, Θεία Λειτουργία με τον ιερέα του χωριού που έρχονταν στη μονάδα και λειτουργούσε, ήμασταν συμφοιτητές. Μια μέρα είχε έρθει να κάνει τον αγιασμό και εγώ τον συνόδευα σαν ψάλτης, αλλά είχα μπερδευτεί και έψελνα το ευχέλαιο.
Θυμάμαι ένα μικρό παλικαράκι που ήταν από κάποιο νησί και τον κάνανε συνεχώς καψόνι και τον είχα πάρει μαζί μου σαν βοηθό νεωκόρου τα πρωινά στην εκκλησία του στρατοπέδου. Ένα πρωινό με είχε πάρει ο ύπνος και είχα τον κούβα και τη σφουγγαρίστρα δίπλα μου για ξεκάρφωμα. Η πόρτα όταν άνοιγε, έκανε θόρυβο. Αλλά μια μέρα μας ξεγέλασε και έβαλε το πόδι μου μέσα στον κουβά. Ένα μεσημέρι μιλούσαμε για φαντάσματα και τα μεταφυσικά για την μονάδα. Αναλαμβάνω υπηρεσία κάμερες λίγο αργότερα και εκεί που δεν κουνιόνταν ούτε φύλο, άκουσα ένα «μπαμ» και έκλεισε η πόρτα ξαφνικά. Πρέπει να είχα αλλάξει δέκα χρώματα.
Και έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, για να απολυθώ και εγώ στις 12/09/2016, ύστερα από οχτώ μήνες, ένα μουντό βροχερό φθινοπωρινό πρωινό. Ευχαριστώ εκεί για την στήριξη του υποδιοικητή μου. Και μια τελευταία επίσκεψη στη σχολή μου, πριν γυρίσω στην πόλη μου. Λίγο πριν φύγω, είχα βάλει μια τελευταία επιθυμία να πάρω ένα Absedi και όταν έφτασα στα Κ.Τ.Ε.Λ., πήρα ένα ταξί και πήγα να το πάρω. Καλή θητεία στα παιδιά που μπαίνουν στον στρατό και καλές αναπολήσεις στους παλιότερους. Αυτό που έμαθα στον στρατό και το συναντάω πλέον, η αδικία της κοινωνίας μας συνεχώς μας συναντάει. Αλλά εμείς καλούμαστε να κάνουμε το καλύτερο κάθε μέρα.