Της Νικόλ Καστόρα,
Ο Oppenheimer μάς συστήνεται με χαμηλωμένο το πρόσωπο, γιατί γνωρίζει καλύτερα από όλους την ιστορία, μιας και είναι η δική του, ενώ εμείς όχι ακόμη… Όταν, μάλιστα, έχουμε πια μάθει κάθε πτυχή της ιστορίας, φροντίζει να κρύψει το πρόσωπό του με το καπέλο της ενοχής, προκειμένου να μην μας αφήσει να τον δούμε, αλλά και να μην βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του.
Oppenheimer, λοιπόν… Ένα όνομα, εκατοντάδες αλυσιδωτές εκρήξεις διλημμάτων για τον ίδιο, για τους γύρω του, για την ανθρωπότητα και για τον κάθε θεατή ξεχωριστά, που καλείται όχι μόνο να απολαύσει μια ταινία, που θυμίζει τι εστί η τέχνη του κινηματογράφου, αλλά και να μπει σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης γύρω από φλέγοντα ζητήματα, με αποτέλεσμα να γνωρίσει καλύτερα ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό πετυχαίνει αριστουργηματικά, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Κρίστοφερ Νόλαν. Ο Νόλαν μπορεί εκ πρώτης όψεως να σκηνοθετεί μία βιογραφία για τη ζωή «του πατέρα της ατομικής βόμβας», αν, όμως, ο θεατής δει πέρα από τη θεματική της ταινίας (φυσική, θεωρίες, επιστήμονες, το σύμπαν και η διάσπαση του ατόμου), θα κατανοήσει πως πρόκειται για μια βαθιά ανάγνωση της ανθρώπινης ζωής και ψυχής.
Γι’ αυτό και ο Νόλαν σε μία ταινία 180 λεπτών, αφιερώνει πολύ λίγα λεπτά για το ποιος ήταν ο Oppenheimer ως επιστήμονας. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να γνωρίσει ο θεατής τον Oppenheimer ως άνθρωπο και, ταυτοχρόνως, ο καθένας να μπει στη θέση του, να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί και ίσως να διαψεύσει πολλές φορές και τον ίδιο του τον εαυτό κατά τη διάρκεια της τρίωρης ταινίας. Αυτό, φυσικά, το πετυχαίνει θριαμβευτικά ο Νόλαν, αφού κάνει τη σωστότερη επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνοντας στο φλεγόμενο ταλέντο Cillian Murphy τα ηνία της ταινίας. Εκείνος με το εσωτερικευμένο παίξιμό του και την «οπτική κραυγή» του τη στιγμή της συνειδητοποίησης του επιστημονικού του επιτεύγματος, απογειώνει την ταινία κυριολεκτικά στον κόσμο του ατελείωτου διαστήματος!
Πριν, όμως, αναλυθούν οι υποκριτικές, σεναριακές και σκηνοθετικές εξισώσεις, πρέπει να αναλογιστούμε τί σηματοδοτεί η νέα ταινία του Νόλαν για τον ίδιο τον σκηνοθέτη, το κοινό και τη βιομηχανία του κινηματογράφου γενικότερα. Αρχικά, το Oppenheimer αποτελεί ένα υβρίδιο στο φιλμογραφικό βιογραφικό του Νόλαν, καθώς μοιάζει και δεν μοιάζει με τις υπόλοιπες ταινίες του. Είναι η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη που δεν έχει κεντρικό θέμα τον χρόνο, αλλά η πρώτη που εμβαθύνει τόσο σε αυτόν, αφού μιλάει για το πώς οι αποφάσεις μπορούν να δημιουργήσουν καταστροφικές συνέπειες στην πάροδο του χρόνου. Το σίγουρο είναι πως δεν έχει καθόλου το χάος μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας, όπως γίνεται στο Inception.
Ως προς το είδος, συγγενεύει με το Tenet, επειδή αφηγούνται και τα δύο ένα ιστορικό γεγονός (αλλά μόνο σε αυτό, αφού το Tenet χάθηκε στη μετάφραση) και σίγουρα συναισθηματικά συγκινεί και αγγίζει τον θεατή, με έναν τρόπο που θυμίζει το καθηλωτικό Interstellar. Το κοινό το αποθέωσε, αν και προβλήθηκε καλοκαίρι (που πάντα αποτελεί πρόκληση λόγω των διακοπών). Παρόλα αυτά, τα θερινά γέμισαν από θεατές όλων των ηλικιών! Ίσως όχι μόνο γιατί ήταν η νέα ταινία του Νόλαν, αλλά επειδή ήταν η νέα ταινία του Νόλαν τη συγκεκριμένη περίοδο. Με άλλα λόγια, μια ταινία με κοινωνικό προβληματισμό, σε μία εποχή ελαστικής συνείδησης που οι άνθρωποι διχάζονται και καταπνίγονται σε κοινωνικά διλλήματα. Όσο για τη βιομηχανία του κινηματογράφου, το Oppenheimer επιβεβαίωσε πως η δημιουργία θρυλικών ταινιών δεν έχει πεθάνει ακόμη!
Όσον αφορά το καστ, επρόκειτο για μια «παρέλαση» μεγάλων ονομάτων του Χόλυγουντ. Όπου και αν κοιτάξει ο θεατής, ένας γνωστός και ποιοτικός ηθοποιός του κλείνει το μάτι, όχι μόνο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά και στους δεύτερους, ή ακόμα και σε πολύ μικρούς εκ πρώτης όψεως, αλλά βαρύνουσας σημασίας εν τέλει, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, τον Ράμι Μάλεκ (όσοι έχουν δει την ταινία θα καταλάβουν). Όσο για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους… Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είναι ιδιοφυία! Με το σοβαρό και όχι κυνικό παίξιμο που μάς έχει συνηθίσει, μάς αποπνέει μια σκληρότητα και επιβλητικότητα, με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται στην υποκριτική του πρόκληση, αφού μας κάνει να κατανοήσουμε γιατί δεν πρέπει να «εμπιστευόμαστε» τον Λιούις Στράτους! Ο Ματ Ντέιμον ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο του υποστράτηγού Λέσλι Γκρόουβς, καθώς είναι από τη μία αυστηρός λόγω του αξιώματός του, αλλά από την άλλη χαρακτηρίζεται από μία μειλίχια ενσυναίσθηση.
Οι δύο και μοναδικές γυναίκες που πρωταγωνιστούν στο καστ ξεχωρίζουν σε μία ταινία που απουσιάζει η γυναικεία παρουσία (καθώς εκτός των δύο, δεν πρόκειται να εντοπιστούν πάνω από πέντε γυναικείες φιγούρες στον καμβά που χρωματίζει ο Νόλαν). Ίσως, για να ισορροπήσει την παράλειψη αυτή δίνει λίγα δευτερόλεπτα και αφιερώνει ένα πλάνο μεταξύ του Oppenheimer και μίας επιστήμονα, που δεν την άφηναν να προσέλθει στο Λος Άλαμος λόγω του φύλου της. Όμως, ο Oppenheimer δεν χαρακτηρίζονταν από στερεοτυπικές αντιλήψεις, για αυτό και απαίτησε την είσοδό της στο πρότζεκτ. Η Έμιλι Μπλαντ έχει στο αίμα της την αγγλική ψυχρότητα και για αυτό είναι η καταλληλότερη για τον ρόλο της δυναμικής, παγωμένης και αμείλικτης γυναίκας του Oppenheimer.
Στη Φλόρενς Πιου, από την άλλη, ταιριάζει γάντι ο ρόλος της καταθλιπτικής ερωμένης και σίγουρα θα μνημονεύεται για το υπόλοιπο της καριέρας της η προκλητική σεξουαλικά σκηνή της με τον Oppenheimer (γεγονός πρωτότυπο για την αισθητική του Νόλαν). Μπορεί η κουμουνίστρια, μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Ιατρικής να είχε ψυχολογικές διαταραχές, όμως για τον Oppenheimer ήταν ο μεγάλος του έρωτας… Η γυναίκα που τον έκανε να γίνει κουμμουνιστής στην ψυχή, αλλά, ταυτοχρόνως, και η γυναίκα που μας αποκάλυψε για πρώτη φορά πως ο Oppenheimer δεν είναι ένας άψυχος επιστήμονας που ζει μόνο μέσα σε αριθμούς, αλλά είναι και ο άνθρωπος που της διάβαζε ποίηση στα εβραϊκά, τη στιγμή που κάνουνε έρωτα. Ο σπαραγμός του Cillian Murphy τη στιγμή που μαθαίνει για τον χαμό της είναι ανθρώπινα συγκλονιστικός.
Ο ρόλος του Αϊνστάιν δίνει μια άλλη αίγλη στην ταινία, αν και η σκηνή του με τον Oppenheimer (όταν τον ρωτάει αν ο υπολογισμός για την έκρηξη είναι σωστός) είναι επινόηση του Νόλαν και δεν συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα. Τέλος, ένας ιδιαίτερα προσεγμένος δεύτερος ρόλος είναι εκείνος του επιστήμονα Ράμπι, ο οποίος με τη χαρακτηριστική του δήλωση προς τον Oppenheimer: «Φάε», προσφέροντάς του πάντοτε ένα κομμάτι του φαγητού του, μας κάνει να συναισθανθούμε την αγάπη και το ενδιαφέρον του προς τον Oppenheimer, κάτι που δεν λιγόστεψε ποτέ, αφού στάθηκε φύλακάς του στην ψυχοφθόρα δικαστική του μάχη μέχρι το τέλος. Σίγουρα από τα ομορφότερα συναισθήματα της ταινίας… Το να νοιάζεσαι για τους άλλους.
Όσο για τον πρωταγωνιστή Cillian Murphy ό,τι και να ειπωθεί σίγουρα θα είναι μικρό μπροστά στο επίτευγμά του! Στο πρώτο μισό της ταινίας είναι εξαιρετικός ως άσπλαχνος Oppenheimer, υπνωτισμένος και μαγεμένος από τον κόσμο του σύμπαντος. Οι σκηνές του διαστήματος στο οποίο ταξιδεύει ο Oppenheimer είναι καλλιτεχνικά δεξιοτεχνικές. Επίσης, χρωματίζονται αριστουργηματικά από τη μουσική υπόκρουση του Λούντβιχ Γιόρανσον. Μπορεί, όπως έχουν πει πολλοί, η μουσική να εμφανίζεται πολύ νωρίς στην ταινία, όταν ακόμη δεν έχουν ειπωθεί καλά-καλά τα πιο ουσιώδη, αλλά ίσως και αυτός να ήταν ο σκοπός του Νόλαν: να υποσχεθεί μουσικά κάτι αριστουργηματικό, πριν καν το δούμε!
Επιστρέφοντας στον Cillian και στο δεύτερο μισό της ταινίας (από τη στιγμή του θρήνου του), στο οποίο μεταμορφώνεται σε έναν άλλον Oppenheimer, γεμάτο σπλαχνικότητα και ενσυναίσθηση, με αποκορύφωμα τη ρεαλιστικότατη έκρηξη! Η σκηνή αυτή αποτελεί ύμνο στη μαγεία του κινηματογράφου, όχι μόνο γιατί είναι άρτια σε τεχνικό επίπεδο, αλλά κυρίως, γιατί ο Νόλαν πρωτοτυπεί! Αυτό συμβαίνει, γιατί στη σκηνή αυτή επικρατεί κυριολεκτικά, η απόλυτη σιγαλιά, αφήνοντας να ακουστεί μόνο ένας ψίθυρος στον Oppenheimer: «Και τώρα έγινα ο Χάροντας, ο χαλαστής των κόσμων». Η στιγμή που η έκρηξη πετυχαίνει και ο Cillian επιβεβαιώνει τον ψίθυρο είναι σπαρακτική! Στα μάτια του ρέει μία θάλασσα δακρύων, αποκαλύπτοντας την ενσυναίσθησή του για το καταστροφικό του επίτευγμα. Η υποκριτική του Cillian είναι ένα θαύμα, που θα μείνει ανεξίτηλο στην ιστορία του κινηματογράφου για πάντα!
Εν κατακλείδι, το Oppenheimer από εδώ και στο εξής θεωρείται δικαίως μια από τις ταινίες φαινόμενα του 21ου αιώνα. Μπορεί να είναι τρεις ώρες και να υπάρχουν υπερβολικά πολλά ονόματα, ώστε να ξεχνιούνται αμέσως με αποτέλεσμα να μπερδεύουν, όμως, η υποκριτική, η εναλλαγή ασπρόμαυρης και έγχρωμης εικόνας (η οπτική των άλλων και η οπτική του Oppenheimer αντίστοιχα), μαζί με την αποτύπωση των τύψεων για το έγκλημα της Χιροσίμα-Ναγκασάκι μέσα από την υποκριτική του Cillian σε ανατριχιάζουν και σε ενθουσιάζουν ταυτόχρονα.