Της Μαρίας Μπαλαούρα,
Μ. Καραγάτσης… ή αλλιώς, Δημήτριος Ροδόπουλος. Ένας από τους σημαντικότερους και πιο εμβληματικούς πεζογράφους της «Γενιάς του ΄30» που ξεχώρισε για το αφηγηματικό του ταλέντο και τη φαντασία που κατείχε το οξυδερκές μυαλό του.
Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1908 στην Αθήνα και ήταν το πέμπτο και με διαφορά το πιο νεαρό παιδί της οικογενείας του. Το ψευδώνυμο του «Καραγάτσι» προέρχεται από το δέντρο καραγάτσι ή αλλιώς φτελιά, κάτω από το οποίο διάβαζε κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του ως έφηβος στο χωριό του, στη Ραψάνη Θεσσαλίας. Το γράμμα Μ. αν και ο ίδιος ο Καραγάτσης δεν αναφέρθηκε ποτέ στην πηγή έμπνευσης του, θεωρείται πως υποδηλώνει τη μεγάλη αγάπη του πεζογράφου για τον Ντοστογιέφσκι, αφού είναι πιθανό να προέρχεται από το Μίτια που μπορεί να είναι μια ρωσική εκδοχή το ονόματος «Δημήτρη».
Το 1925 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1930 χωρίς, όμως, να εξασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου ποτέ. Η πρώτη του επαφή με τη λογοτεχνία ξεκίνησε το 1927 λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνισμό της εκδοτικής Νέα Εστία (το μακροβιότερο λογοτεχνικό περιοδικό στην Ελλάδα υπό τη διεύθυνση του Γρηγόριου Ξενόπουλου). με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα», το οποίο βραβεύτηκε και δημοσιεύθηκε το 1929.
Κατά την περίοδο 1925 με 1933 έγραφε διηγήματα, από τα οποία όσα γράφτηκαν την περίοδο 1925-1927 δεν δημοσιεύθηκαν. Το 1933 γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, εγκαινιάζοντας έτσι την πεζογραφική του περίοδο. Έκτοτε έγραψε κι άλλα μυθιστορήματα με πιο γνωστά, τη Χίμαιρα και τον Γιούγκερμαν. Επίσης, έγραψε ακόμα ένα μυθιστόρημα, το «Χαμένο Νησί» που ξεχώρισε από τα υπόλοιπα έργα του, καθώς ξέφευγε από τον ρεαλισμό και τον σύγχρονο κόσμο.
Το 1935 παντρεύεται τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη με την οποία απέκτησαν μία κόρη, τη Μαρίνα.
Το 1946 ξεκίνησε να γράφει στη θεατρική στήλη της εφημερίδας Η Βραδυνή, ενώ, παράλληλα, δημιούργησε το θεατρικό του έργο «Μπαρ Ελδοράδο», το οποίο, όμως, δεν γνώρισε απήχηση. Χωρίς να χάνει τις ελπίδες του, στράφηκε στον κινηματογράφο με τη ταινία «Καταδρομή», μία από τις δύο μεταπολεμικές ταινίες της εποχής με θέμα την εθνική αντίσταση.
Το 1946, επίσης, επήλθε ο θάνατος της μητέρας του, αφού είχε ήδη χάσει τη μεγαλύτερη αδελφή του, Ροδόπη, το 1937, και τον πατέρα του το 1939, και της αφιέρωσε το έργο του Ο μεγάλος ύπνος που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά.
Το 1958 συνυπογράφει με τους: Άγγελο Τερζάκη (με τον οποίο υπήρξαν και συμφοιτητές), τον Ηλία Βενέζη και τον Στρατή Μυριβήλη, το Μυθιστόρημα των τεσσάρων που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις. Στις 8 Νοεμβρίου, όμως, του ίδιους έτους, υπέστη καρδιακή προσβολή, γεγονός που τον αποξένωσε από τους φίλους του. Παράταυτα δεν εγκατέλειψε τη τέχνη του και συνέχισε τη συγγραφή.
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1959 ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα Το 10, το οποίο, όμως, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ποτέ. Οι τελευταίες φράσεις που έγραψε ήταν «Ας γελάσω». Στις 14 Σεπτεμβρίου το 1960, ο κόσμος της ελληνικής πεζογραφίας στερείται ενός μεγαλοφυούς ταλέντου. Ο Μ. Καραγάτσης πεθαίνει σε ηλικία μόλις 52 ετών. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ στον τάφο του χαράχτηκε η φράση «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου», από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι. Σύμφωνα με τους κριτικούς, ο Καραγάτσης ήταν «γεννημένος πεζογράφος», αφού είχε την ικανότητα να προκαλεί την αγωνία στον αναγνώστη, διατηρώντας καθ’ όλη την έκταση του έργου τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα που γεννά η ανυπομονησία για το ποιο είναι το τέλος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μ. Καραγάτσης, biblionet.gr, Διαθέσιμο εδώ