Του Γιώργου Κουτσονίκα,
Για το Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο, η δημιουργία ενός τραπεζικού λογαριασμού στηρίζεται στη σύμβαση λογαριασμού που συνάπτεται μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη. Με αυτή την σύμβαση τα δύο μέρη συμφωνούν ότι οι μεταξύ τους συναλλαγές (π.χ. κατάθεση, δάνειο) θα απεικονίζονται ως χρεώσεις και πιστώσεις σε συγκεκριμένη χρονολογική σειρά. Έτσι, η σύμβαση λογαριασμού εμφανίζεται ως παρεπόμενη και επικουρική μιας άλλης τραπεζικής σύμβασης, όπως η σύμβαση δανείου.
Ιδιαίτερη μορφή τραπεζικού λογαριασμού αποτελεί ο αλληλόχρεος λογαριασμός. Η αντίστοιχη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού αποτελεί μια, επίσης, παρεπόμενη σύμβαση με την οποία δύο πρόσωπα (εκ των οποίων το ένα, τουλάχιστον, είναι έμπορος) συμφωνούν ότι όποιες απαιτήσεις και καταβολές δημιουργηθούν από τη μεταξύ τους συναλλακτική σχέση, θα καταχωρούνται σε ένα κοινό λογαριασμό και μετά την εκκαθάριση των εκατέρωθεν χρεοπιστώσεων μόνο το τελικό κατάλοιπο θα είναι απαιτητό και επιδιώξιμο. Η σχετική σύμβαση κατά αυτόν τον τρόπο καθίσταται διαρκής, με το συμψηφισμό των απαιτήσεων να επέρχεται ανά εξάμηνο (ΕισΝΑΚ 112 παρ.2) ή ανά συμφωνηθέντα τακτά διαστήματα.
Η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού ρυθμίζεται αποσπασματικά στο νόμο (ΕισΝΑΚ 112, ΑΚ874, άρθρα 47, 64-67 ν.δ. 17.7.1923), ενώ ενδεχόμενα κενά καλύπτονται από τα έθιμα και τις συνήθειες που έχουν αναπτυχθεί στο χώρο των τραπεζικών συμβάσεων. Συνηθέστερη μορφή τραπεζικού αλληλόχρεου λογαριασμού αποτελεί ο ανοικτός ή τρέχων λογαριασμός.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι απαιτήσεις οι οποίες καταχωρούνται στον αλληλόχρεο λογαριασμό, πρέπει να είναι δεκτικές συμψηφιστικής εκκαθάρισης, όχι όμως και δεκτικές συμψηφισμού κατά ΑΚ 440, καθώς οι τελευταίες αφορούν τον μονομερή συμψηφισμό, ενώ οι πρώτες εδράζονται σε κοινή συμφωνία (σύμβαση αλληλόχρεου). Έτσι, εξαιρούνται οι μισθοί, απαιτήσεις από παίγνιο ή στοίχημα και οι απαιτήσεις υπό αίρεση ή προθεσμία. Κατά τη κρατούσα γνώμη απαίτηση από συναλλαγματική και επιταγή δεν μπορεί, επίσης, να καταχωρισθεί σε αλληλόχρεο λογαριασμό, καθώς θίγεται η κυκλοφοριακή τους ικανότητα.
Η καταχώριση της απαίτησης στον λογαριασμό δεν θίγει τη νομική της υπόσταση, χάνεται, ωστόσο, η αυτοτέλεια της. Η απαίτηση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης αξίωσης. Συνέπεια της καταχώρισης, επομένως, είναι η έλλειψη δυνατότητας του δανειστή να ασκήσει αγωγή για εκπλήρωση ληξιπρόθεσμης επιμέρους απαίτησης καθώς δεν αρχίζει η παραγραφή κατά ΑΚ 251.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαταγή πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού. Συνδυάζοντας τα άρθρα 623 και 624 παρ.1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος λογαριασμού κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624επ ΚΠολΔ. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η έγγραφη απόδειξη α) της σύμβασης ανοίγματος λογαριασμού, β) του κλεισίματος του και γ) του κατάλοιπου και η ταυτόχρονη απουσία εξαρτήσεως του οφειλόμενου ποσού από αίρεση ή προθεσμία.
Δυσχέρειες παρουσιάζονται στο κομμάτι των αποδεικτικών μέσων. Σύμφωνα με τη νομολογία (ΑΠ 902/2006), αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων δεν έχουν αυτά καθαυτά αποδεικτική ισχύ. Μπορούν ωστόσο τα δύο μέρη να συμφωνήσουν ότι το ύψος της οφειλής του πιστοδόχου/οφειλέτη απέναντι στον πιστοδότη/δανειστή (δηλαδή το πιστωτικό ίδρυμα), θα αποδεικνύεται από αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων, με ταυτόχρονη, όμως, δυνατότητα του πιστοδόχου να ανταποδείξει χρησιμοποιώντας τις κινήσεις του λογαριασμού που τηρεί το πιστωτικό ίδρυμα.
Αντίθετη γνώμη, προβάλλει το επιχείρημα πως αν και το απόσπασμα εμπορικών βιβλίων δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, εντούτοις περιλαμβάνεται στους τρόπους προσαγωγής των εμπορικών βιβλίων που είναι αποδεικτικά μέσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προαναφερθείσα δικονομική συμφωνία καθίσταται αχρείαστη και νομικά αδιάφορη.
Και για την έκδοση της διαταγής πληρωμής οι απόψεις διίστανται. Από τη μια πλευρά, μέρος της νομολογίας υποστηρίζει πως η αποδοχή του καταλοίπου δεν συνιστά αφηρημένη αναγνώριση χρέους και επομένως η έκδοση της διαταγής θα πρέπει να αναφέρει τη συνολική κίνηση του λογαριασμού. Από την άλλη, σημαντική μερίδα δικαστών θεωρεί πως απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης διαταγής πληρωμής, είναι η προηγούμενη αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους κατά άρθρο ΑΚ 873.
Η λήξη της σύμβασης και συνεπώς το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού επέρχεται, καταρχήν, με συμφωνία των μερών. Επιπρόσθετοι λόγοι αποτελούν η περάτωση της μεταξύ τους συναλλακτικής σχέσης, η πτώχευση ή ο θάνατος ενός από τα μέρη, όχι όμως και η λύση της εταιρίας, καθώς ο λογαριασμός διατηρείται έως την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου ΕισΝΑΚ 112 παρ.2 παρέχει τη δυνατότητα κλεισίματος του λογαριασμού έπειτα από την άσκηση καταγγελίας. Αυτή η διάταξη, όμως, αποτελεί ενδοτικό δίκαιο και τα μέρη δύναται να συμφωνήσουν διαφορετικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλας Κ. Ρόκας, Χρήστος Βλ. Γκόρτσος, Αλεξάνδρα Π. Μικρουλέα, Χριστίνα Κ. Λιβαδά, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016