Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Η οργάνωση και λειτουργία της ελληνικής πολιτείας αποτελούσε πάντοτε θέμα αυξημένης σημαντικότητας, τόσο για το ίδιο το ελληνικό κράτος, όσο και για την ίδια την κοινωνία. Η συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών στο άρθρο 26 του ελληνικού συντάγματος, θέτει τις βάσεις για τον διαχωρισμό και την άσκηση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου, κάνει λόγο για την δικαστική εξουσία η οποία ασκείται από τα δικαστήρια τα ίδια. Την ποινική δικαιοδοσία εφαρμόζουν τα ποινικά δικαστήρια, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 96 του συντάγματος. Ταυτόχρονα όμως, η ποινική δικαιοδοσία δεν ασκείται, ανεξέλεγκτα και με τρόπο ίδιο για όλους. Αυτή από μόνη της υπόκειται σε τριμερή διάκριση με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα τακτική, ειδική και εξαιρετική άσκηση της ποινικής διαδικασίας.
Αναλυτικότερα, η τακτική δικαιοδοσία αφορά στην αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων και στην δυνατότητα εκδίκασης όλων των εγκλημάτων από μεριάς τους. Η τακτική ή αλλιώς κοινή δικαιοδοσία είναι η συνηθέστερη μορφή άσκησης της ποινικής εξουσίας. Ασκείται από το Μονομελές και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, από το Μονομελές, Τριμελές και Πενταμελές Εφετείο, καθώς και από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο και τον Άρειο Πάγο.
Όπως αναφέρθηκε, τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να εκδικάζουν με τον ίδιο τρόπο όλες τις κατηγορίες ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των ποινικών υποθέσεων δείχνει να υπάγεται στην αρμοδιότητα της τακτικής δικαιοδοσίας, ένα άλλο μέρος του πληθυσμού που τελεί αξιόποινες πράξεις αντιμετωπίζεται από τα ειδικά ποινικά δικαστήρια εξαιτίας της ιδιότητας τους. Τέτοια πρόσωπα είναι οι στρατιωτικοί. Όσοι ανήκουν στον στρατό και το λιμενικό, υπάγονται στην ειδική διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στο πεδίο των ενόπλων δυνάμεων. Οι ανήλικοι, από την ηλικία και έπειτα που ενδιαφέρει τον νόμο, εξαιτίας της μη ολοκληρωμένης ανάπτυξης του ψυχικού τους κόσμου και κατ’ επέκταση και της προσωπικότητας τους, αντιμετωπίζονται από τα ειδικά δικαστήρια Ανηλίκων. Τα μέλη της Κυβέρνησης που πράττουν τα εγκλήματα που αναφέρονται στους νόμους «περί ευθύνης υπουργών», καθώς και τα εγκλήματα του άρθρου 49 του Συντάγματος σχετικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, υπάγονται στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ.
Στον παράτιτλο εξουσίες και ευθύνη από τις πράξεις του Προέδρου στο σύνταγμα, βρίσκεται το άρθρο 48 το οποίο αναφέρει «Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Βουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την επικράτεια ή σε τμήμα της, τον νόμο για την κατάσταση πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 4,6,8,9,11,12 παράγραφοι 1 έως 4,14,19,22 παράγραφος 3,23,96 παράγραφος 4 και 97. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοσιεύει την απόφαση της Βουλής». Κατανοούμε πως η εξαιρετική ποινική δικαιοδοσία αφορά σε καταστάσεις σίγουρα όχι καθημερινές, πρέπει να τίθεται θέμα ασφαλείας και να τελούνται εγκλήματα που προβλέπονται σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμων, όπως ο ν.566/1977, ώστε να φτάσει η Κυβέρνηση στο σημείο να ζητήσει την σύσταση εξαιρετικών ποινικών δικαστηρίων.
Η παραπάνω τριμερής διάκριση για τις υποθέσεις που εκδικάζουν τα ποινικά δικαστήρια στην χώρα μας έχει ως σκοπό την κατάλληλη και ταυτόχρονα καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση των ποινικών αδικημάτων στο πεδίο της καταστολής κατά κύριο λόγο. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει μια κατηγορία προσώπων που εξαιρούνται της ποινικής δικαιοδοσίας, απολαμβανόμενα του προνομίου της ετεροδικίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων οι αρχηγοί των ξένων κρατών και τα μέλη της οικογένειας τους ενώ κατοικούν μαζί τους, αλλά και του υπηρετικού προσωπικού που τους συνοδεύει αν έχει την ίδια υπηκοότητα, οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα, για των οποίων τις οικογένειες και το υπηρετικό προσωπικό ισχύει το ίδιο, το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο στην Ελλάδα, καθώς και όλα τα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα κράτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Θεοχάρης Ι. Δαλακούρας, ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τόμος 1, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2019