Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το βράδυ της Παρασκευής η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα από τον καναδικό οίκο αξιολόγησης DBRS, εξαλείφοντας τις ανησυχίες επενδυτών και αναλυτών της αγοράς για πιθανή περαιτέρω καθυστέρηση της αναβάθμισης. Όπως επισήμανε ο οίκος, η ελληνική οικονομία παρουσίασε σημαντική ανθεκτικότητα, που ξεχώρισε ανάμεσα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, κατά το δυσμενές οικονομικό κλίμα του 2022, σημειώνοντας ισχυρές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις. Αποτελεί τον 3ο οίκο που αναβαθμίζει την πιστοληπτική μας ικανότητα σε επενδυτικό επίπεδο, αλλά τον 1ο επίσημο οίκο, που αναγνωρίζεται από την Ε.Κ.Τ.
Καθ’ όλη την εβδομάδα, το «βλέμμα» των επενδυτών επικεντρώθηκε στις εκτιμήσεις για την πολυπόθητη αναβάθμιση, προσπαθώντας οι επενδυτές να αξιολογήσουν τον βαθμό προεξόφλησης του γεγονότος από την αγορά. Το μόνο σίγουρο είναι πως άνοιξε ο δρόμος για την αναβάθμιση και της ίδιας της ελληνικής αγοράς, ανεβαίνοντας στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών από αυτή των αναδυόμενων (πιθανόν γύρω στο 2024 με 2025). Άμεσο θετικό αντίκτυπο αναμένεται να λάβουν οι τράπεζες, καθώς το ασφάλιστρο κινδύνου θα μειωθεί, όπως, επίσης, και το κόστος δανεισμού (βέβαια, το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και, εν γένει, νομισματικής «σύσφιξης» αναμένεται να αντισταθμίσει, εν μέρει, τα οφέλη). Προς το παρόν, παραμένει αβέβαιο το μέγεθος της πιθανής εισροής νέων κεφαλαίων στην εγχώρια αγορά, ακόμα και σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, καθώς το διεθνές κλίμα δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό. Το αμέσως επόμενο γεγονός που θα τραβήξει το ενδιαφέρον της αγοράς, μετά την αναβάθμιση, είναι η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις συστημικές τράπεζες.
Το χρηματιστηριακό πενθήμερο που μας πέρασε χαρακτηρίστηκε από σημαντικούς τριγμούς, οι οποίοι προκλήθηκαν τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις. Η ευρωπαϊκή αγορά, ακόμη, προσπαθεί να «χωνέψει» τα αδύναμα οικονομικά στοιχεία της κινεζικής οικονομίας, αλλά, παράλληλα, να αξιολογήσει τα νέα μακροοικονομικά δεδομένα της Ευρωζώνης, τα οποία θα επηρεάσουν, σε μεγάλο βαθμό, την αμφίρροπη απόφαση της Ε.Κ.Τ. στην επερχόμενη συνεδρίασής της για το ύψος των επιτοκίων. Συγχρόνως, σημαντικές πιέσεις έχουν προκληθεί από τις αυξήσεις στις τιμές της αγοράς πετρελαίου, έπειτα από τις ανακοινώσεις της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας για παράταση της εθελούσιας περικοπής της παραγωγής βαρελιών μέχρι το τέλος τους έτους και από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων της Chevron στην Αυστραλία, παράγοντες που στηρίζουν τις τιμές και δημιουργούν ανησυχίες για μετακύλιση στις υπόλοιπες τιμές, με αποτέλεσμα ένα εκ νέου πληθωριστικό ξέσπασμα.
Στο εγχώριο σκηνικό, πιέσεις προκαλούνται από τις πρόσφατες καταστροφές που προκάλεσε η καταιγίδα “Daniel”, κυρίως, στην περιοχή της Θεσσαλίας. Το κόστος είναι ανυπολόγιστο (με πρόχειρες εκτιμήσεις, αναμένεται η ζημιά να ξεπεράσει € 1-2 δις, με απώλειας του 5% του Α.Ε.Π. σε βάθος χρόνου), καθώς η Θεσσαλία συμμετέχει με σημαντικό ποσοστό στον πρωτογενή τομέα της Ελλάδας. Βέβαια, η πραγματική ζημιά θα περιοριστεί, λόγω των κατασκευαστικών έργων που θα πραγματοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της περιοχής. Η Κυβέρνηση έχει υποστεί ιδιαίτερη φθορά, που είχε ξεκινήσει ήδη από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού. Αναμένεται μερική μετατόπιση της ατζέντας της Κυβέρνησης, που πιθανόν να καθυστερήσει τις (αρχικές) διορθωτικές μεταρρυθμίσεις που θα δρομολογούνταν, καθώς θα υπάρξει σίγουρη αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού λόγω των αποζημιώσεων που δοθούν. Οι μεταβολές αυτές, προφανώς, ήδη αποτυπώνονται σταδιακά στην αγορά.
Βαριές οι απώλειες στο Χρηματιστήριο Αθηνών τη Δευτέρα, κλείνοντας στα χαμηλά ημέρας, παρά τις προσπάθειες για ανοδική κίνηση κατά τις πρωινές ώρες, στηριζόμενοι οι αγοραστές στη θετική διακύμανση της ευρωπαϊκής αγοράς. Όσον αφορά τον ημερήσιο τζίρο, ανήλθε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Σε εταιρικό επίπεδο, την τρέχουσα περίοδο το ενδιαφέρον έχει τραβήξει η διερεύνηση και αξιολόγηση της συμφωνίας εξαγοράς της Άκτωρ από την Intrakat, που πραγματοποιείται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού και βρίσκεται στη Β’ φάση της.
Οριακά σε αρνητικό έδαφος έκλεισε η ευρωπαϊκή αγορά, με τον δείκτη Stoxx Europe 600 να ολοκληρώνει με ήπια πτώση 0,04%. Μικρές ήταν οι απώλειες και για τους επιμέρους βασικούς δείκτες των κύριων ανεπτυγμένων αγορών. Παρόμοια ήταν η διακύμανση και για τους περισσότερους κλαδικούς δείκτες. Στο επίκεντρο βρέθηκε, κυρίως, ο εξορυκτικός κλάδος, ο οποίος ωθήθηκε ανοδικά έπειτα από τα νέα από την Κίνα, φτάνοντας κοντά στο +2%, αλλά κλείνοντας στο +0,6%, και ο τεχνολογικός κλάδος (+0,5%), με οδηγό την ολλανδική ASML (+0,8%).
Παρότι τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ξεκίνησαν με ανοδική τάση τις ημερήσιες διαπραγματεύσεις, στον απόηχο νέων μέτρων οικονομικής «χαλάρωσης» από την κινεζική Κυβέρνηση, η κίνηση ανατράπηκε, καθώς η στάση των επενδυτών έγινε επιφυλακτικότερη εν αναμονή των ανακοινώσεων για το Α.Ε.Π. της Ευρωζώνης, λίγες ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Ε.Κ.Τ. (14/9). Τη Δευτέρα, επίσης, η επικεφαλής της Ε.Κ.Τ., Christine Lagarde, σε ομιλία της στο Λονδίνο, δεν έδωσε κανένα σήμα ή ένδειξη για την επικείμενη συνεδρίαση, παρά μόνο ότι ο στόχος είναι η επίτευξη πληθωρισμού 2%. Όπως ανέφερε η ίδια, «οι πράξεις μιλούν περισσότερο από τις λέξεις».
Περνώντας στα μακροοικονομικά νέα, πτώση 0,9% σημείωσαν τον Ιούλιο οι εξαγωγές στη Γερμανία από τον Ιούνιο, ενώ οι εισαγωγές ενισχύθηκαν κατά 1,4%, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πλεονάσματος στο εμπορικό ισοζύγιο (από € 18,7 δις σε € 15,9 δις). Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters, αναμενόταν μείωση 1,5% στις εξαγωγές της χώρας.
Στην εγχώρια αγορά, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε πτώση 2,47% στις 1.267,33 μονάδες και κυμάνθηκε μεταξύ 1.305,35 μονάδων και 1.267,33 μονάδων. Ο δείκτης FTSE Large Cap υποχώρησε κατά 2,92% στις 3.060,34 μονάδες και ο τραπεζικός δείκτης απώλεσε 4,28%, κατρακυλώντας στις 995,32 μονάδες. Η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε χαμηλά στα € 86,60 εκατ. και ο όγκος στα 26,17 εκατ. τεμάχια.
Ενδεικτικά, στην υψηλή κεφαλαιοποίηση, ισχυρή ήταν η πτώση άνω του 4% για τις Jumbo, Εθνική Τράπεζα, Eurobank, Aegean, Ελλάκτωρ και Alpha Bank και άνω του 3% για τις Βιοχάλκο και ΕΛΧΑ. Σημαντικές ήταν, επίσης, οι απώλειες άνω του 2% για τις Μυτιληναίο, Ελληνικά Πετρέλαια, Δ.Ε.Η., Τιτάν, ΓΕΚ Τέρνα, Quest και Τράπεζα Πειραιώς και άνω του 1% για τις Motor Oil, Lamda, Ο.Π.Α.Π. και Ο.Τ.Ε.
Στο «πράσινο» βρέθηκε την Τρίτη το Χρηματιστήριο Αθηνών μετά από αρκετές εναλλαγές προσήμων, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή αγορά, με τους αγοραστές να εμποδίζουν την επέκταση της διόρθωσης, λαμβάνοντας ο Γ.Δ. στηρίξεις στις 1.260 μονάδες, γεγονός σημαντικά θετικό. Ωστόσο, οι επενδυτές ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικοί στις ενέργειές τους, εστιάζοντας σε δεικτοβαρείς τίτλους, όπως του Ο.Π.Α.Π. που κατάφεραν να διαμορφώσουν το τελικό πρόσημο της συνεδρίασης, παρά τις έντονες πτωτικές πιέσεις.
Το άλμα της μετοχής του Ο.Π.Α.Π. επήλθε έπειτα από την ανακοίνωση των ικανοποιητικών αποτελεσμάτων του και το πολύ υψηλό προμέρισμα που δόθηκε, € 1 ανά μετοχή (μεικτό).
Με πτώση έκλεισε η ευρωπαϊκή αγορά, με τον δείκτη Stoxx Europe 600 να διολισθαίνει κατά 0,2%. Παρόμοιες ήταν οι μεταβολές στους επιμέρους βασικούς δείκτες των κύριων ανεπτυγμένων αγορών, με εξαίρεση τον ιταλικό FTSE MIB, ο οποίος είχε οριακή άνοδο 0,02%. Η πλειονότητα των κλάδων έκλεισαν με αρνητικό πρόσημο, με τις βασικότερες απώλειες να παρουσιάζονται στις εταιρείες πολυτελών ειδών και στις κατασκευαστικές (άνω του -1%), ιδίως αυτών που έχουν μεγάλη έκθεση στην κινεζική αγορά. Στον αντίποδα, κύριο στήριγμα της αγοράς αποτέλεσε ο ενεργειακός κλάδος, λόγω της ραγδαίας ανόδου των τιμών που προκάλεσε η απόφαση Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας για συνέχεια στις περικοπές της παραγωγής βαρελιών πετρελαίου μέχρι το τέλος του 2023.
Τα μακροοικονομικά νέα που αφορούν την Κίνα και την Ευρώπη προκάλεσαν τους τριγμούς στην ευρωπαϊκή αγορά. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο ο τομέας υπηρεσιών της κινεζικής οικονομίας επεκτάθηκε, αλλά με τον χαμηλότερο ρυθμό το τελευταίο οχτάμηνο, υποδηλώνοντας σημαντική επιβράδυνση στον κλάδο. Σε χαμηλό 3ετίας βρέθηκε, επίσης, η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη βάσει του σύνθετου P.M.I. (ανήλθε στις 46,7 μονάδες, ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις ήταν στις 47 μονάδες), γεγονός που εντείνει τον κίνδυνο ύφεσης, αλλά ενισχύει, παράλληλα, το ενδεχόμενο «παύσης» στις αυξήσεις επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ.
Στην εγχώρια αγορά, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε άνοδο 0,73% στις 1.276,52 μονάδες και κυμάνθηκε μεταξύ 1.260,12 μονάδων και 1.281,57 μονάδων. Ο FTSE Large Cap ενισχύθηκε κατά 0,83% στις 3.085,85 μονάδες και ο τραπεζικός δείκτης κέρδισε 1,02%, ανεβαίνοντας στις 1.005,50 μονάδες. Η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε υψηλότερα στα € 108 εκατ. και ο όγκος στα 28,5 εκατ. τεμάχια.
Ενδεικτικά, στην υψηλή κεφαλαιοποίηση, με άλμα 4,99% έκλεισε η μετοχή του Ο.Π.Α.Π., ακολουθώντας με ισχυρή άνοδο άνω του 3% οι Aegean και Motor Oil. Αξιοσημείωτα, επίσης, ήταν τα κέρδη άνω το 1% για τις Quest, Eurobank, Titan και Εθνική Τράπεζα. Αντίθετα, σημαντικές ήταν οι απώλειες άνω του 1% για τις Cenergy, Jumbo και Ε.ΥΔ.Α.Π.
Επιστροφή στο «κόκκινο» με μικρές απώλειες για το Χρηματιστήριο Αθηνών την Τετάρτη, διαγράφοντας μικρή διακύμανση κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης και χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα. Το ενδιαφέρον των επενδυτών εστιάστηκε κυρίως στην υψηλή κεφαλαιοποίηση, ιδίως στους τραπεζικούς τίτλους.
Στα μακροοικονομικά νέα, παρουσιάστηκε άνοδος κατά 2,7% το β’ τρίμηνο του 2023 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι και 1,3% αύξηση από α’ τρίμηνο, ωθούμενο από την ενίσχυση των επενδύσεων και της κατανάλωσης.
Με αρνητικό πρόσημο έκλεισε ξανά η ευρωπαϊκή αγορά, με τον δείκτη Stoxx Europe 600 να ολοκληρώνει τις συναλλαγές με απώλειες 0,57%. Αρνητικά έκλεισαν και οι επιμέρους βασικοί δείκτες των κύριων ανεπτυγμένων αγορών, με τις χαμηλότερες απώλειες να σημειώνονται από τον βρετανικό FTSE 100 (-0,16%) και τον γερμανικό DAX (-0,19%), ενώ οι μεγαλύτερες από τον ιταλικό FTSE MIB (-1,54%). Η πλειονότητα των κλάδων έκλεισε πτωτικά.
Οι πιέσεις από τις αυξήσεις στις τιμές πετρελαίου συνεχίστηκαν, επιδεινώνοντας το ήδη επιβαρυμένο κλίμα στην ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς αναζωπυρώνονται οι ανησυχίες για εκ νέου ανάφλεξη του πληθωρισμού, αφού θα αυξηθούν ξανά τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων. Να υπενθυμίσουμε πως η οικονομία της Ευρωζώνης έχει δείξει δείγματα για ενδεχόμενη ύφεση στο προσεχές διάστημα, λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, όπως υποδηλώνουν τα τελευταία στοιχεία από τους P.M.Is, ενώ οδεύουμε προς την πιο αμφίρροπη συνεδρίαση της Ε.Κ.Τ.
Μη αναμενόμενη ραγδαία πτώση του δείκτη βιομηχανικών παραγγελιών καταγράφηκε για τη γερμανική οικονομία, ύψους 11,7%, ενώ οι εκτιμήσεις έδειχναν για 4%.
Στην εγχώρια αγορά, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε πτώση 0,24% στις 1.273,48 μονάδες και κυμάνθηκε μεταξύ 1.266,44 μονάδων και 1.279,42 μονάδων. Ο FTSE Large Cap υποχώρησε κατά 0,21% στις 3.079,32 μονάδες και ο τραπεζικός δείκτης απώλεσε 0,96%, πέφτοντας στις 995,88 μονάδες. Η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε χαμηλότερα στα € 75 εκατ. και ο όγκος στα 20,6 εκατ. τεμάχια.
Ενδεικτικά, στην υψηλή κεφαλαιοποίηση, σημαντικές ήταν οι απώλειες 2,77% για την Ε.ΥΔ.Α.Π. και άνω του 1% για τις Alpha Bank, ΕΛΧΑ, Τέρνα Ενεργειακή, Eurobank και Εθνική Τράπεζα. Αντίθετα, αξιοσημείωτα ήταν τα κέρδη άνω του 1% για τις Quest, Autohellas, Jumbo, Τράπεζα Πειραιώς και Δ.Ε.Η.
Την Πέμπτη το Χρηματιστήριο Αθηνών έχασε τη στήριξη των 1.260 μονάδων από το «μίνι» sell-off που καταγράφηκε, επεκτείνοντας σημαντικά τη διορθωτική κίνηση. Στο πρώτο μισό της συνεδρίασης, ο Γ.Δ. παρουσίασε σημάδια συσσώρευσης στα επίπεδα κλεισίματος της Τετάρτης, αλλά, στο δεύτερο μισό, οι πωλητές επικράτησαν, ενεργοποιώντας αρκετές εντολές “stop loss” των traders, με αποτέλεσμα να ενταθούν οι πτωτικές πιέσεις.
Μέχρι τώρα, η διόρθωση δεν προβλημάτιζε ιδιαίτερα αναλυτές και επενδυτές, διότι το ισχυρό «ράλι» που έχουν σημειώσει οι χρηματιστηριακοί δείκτες της Λεωφόρου Αθηνών, σε συνδυασμό με την επιδείνωση του κλίματος στις διεθνείς αγορές και την έλλειψη εγχώριων καταλυτών, ήταν λογικό να προκληθεί κάποια στιγμή διόρθωση, κυρίως τεχνικής φύσεως, ενώ οι βασικές στηρίξεις διατηρούνταν. Η «βουτιά» της Πέμπτης προκάλεσε δεύτερες σκέψεις στους αναλυτές, ακόμα και για πιθανή καθυστέρηση αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου από την DBRS, καθώς σταδιακά το πολιτικό ρίσκο στην εγχώρια αγορά αναζωπυρώνεται, έπειτα από τη λαίλαπα καταστροφών (πυρκαγιές και πλημμύρες) και τις καθυστερήσεις του κρατικού μηχανισμού, που «ανάγκασαν» τον Πρωθυπουργό, μάλιστα, να απέχει από την έναρξη της Δ.Ε.Θ.
Στον αντίποδα, οι θετικές εκθέσεις από διεθνείς αναλυτές για την ελληνική αγορά συνεχίστηκαν και, συγκεκριμένα, από τη Morgan Stanley. Ειδικότερα, σύσταση “overweight” έδωσε η επενδυτική τράπεζα σε Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα, με υψηλές τιμές-στόχους, και συστάσεις “equal weight” για Alpha Bank και Εurobank.
Επίσης, την Πέμπτη ανακοινώθηκαν οικονομικά μεγέθη για Jumbo και Aegean, τα οποία ήταν ικανοποιητικά. Συγκεκριμένα, η Jumbo τον Αύγουστο ενίσχυσε τον τζίρο της κατά 8%, ενώ σε περίοδο οχταμήνου ο τζίρος αυξήθηκε κατά 18%, παρουσιάζοντας, όμως, επιβράδυνση τον τελευταίο μήνα. Για την Aegean, ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών (τζίρος) αυξήθηκε κατά 37% το β’ τρίμηνο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, με τα κέρδη μετά φόρων να ανέρχονται στα € 51,5 εκατ.
Στα επιχειρηματικά νέα, η ΓΕΚ Τέρνα αναδεικνύεται ως πλειοδότρια εταιρεία για τη σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού για 25 χρόνια, με προσφορά € 3,27 δις.
Τα παραπάνω θα αποτελέσουν επικουρικούς παράγοντες στήριξης του Χ.Α. για τις επόμενες συνεδριάσεις, δίνοντας αφορμές στους επενδυτές για τοποθετήσεις.
Πτωτικά έκλεισε και η υπόλοιπη ευρωπαϊκή αγορά, με τον δείκτη Stoxx Europe 600 να ολοκληρώνει τις διαπραγματεύσεις στο -0,14%. Απώλειες παρουσίασαν και οι επιμέρους βασικοί δείκτες των κύριων ανεπτυγμένων αγορών, με εξαίρεση τον γαλλικό CAC 40 που ενισχύθηκε οριακά κατά 0,03% και τον βρετανικό FTSE 100 που κέρδισε 0,21%. Η πλειονότητα των κλάδων έκλεισαν με αρνητικό πρόσημο, ενώ το μεγαλύτερο βαρίδι αποτέλεσε ο εξορυκτικός κλάδος.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το Α.Ε.Π. της Ευρωζώνης κατά το β’ τρίμηνο του 2023 αυξήθηκε κατά 0,1% αντί για 0,3% που έδειχνε η αρχική εκτίμηση, ενώ της Ε.Ε. παρέμεινε αμετάβλητο (σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο), παρουσιάζοντας σημαντική επιβράδυνση η ανάπτυξη, ως απόρροια της πολιτικής υψηλών επιτοκίων.
Επίσης, τον Ιούλιο η βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία μειώθηκε περαιτέρω, κατά 0,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, κυρίως στην παραγωγή κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών.
Στην εγχώρια αγορά, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε πτώση 2,04% στις 1.247,51 μονάδες και κυμάνθηκε μεταξύ 1.241,66 μονάδων και 1.275,81 μονάδων. FTSE Large Cap υποχώρησε κατά 1,86% στις 3.022,17 μονάδες και ο τραπεζικός δείκτης απώλεσε 3,47%, πέφτοντας στις 971,62 μονάδες. Η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε υψηλότερα στα € 108,7 εκατ. και ο όγκος στα 30,8 εκατ. τεμάχια.
Ενδεικτικά, στην υψηλή κεφαλαιοποίηση, «βουτιά» 6,18% σημείωσε ο Ελλάκτωρ. Ισχυρή ήταν και η πτώση άνω του 4% για την Aegean και άνω του 3% για τις Τράπεζα Πειραιώς, Δ.Ε.Η., Alpha Bank, Lamda, ΕΛΧΑ, Quest, Cenergy, Βιοχάλκο. Σημαντικές ήταν, επίσης, οι απώλειες άνω του 2% για τις ΓΕΚ Τέρνα, Τέρνα Ενεργειακή και Ελληνικά Πετρέλαια και άνω του 1% για τις Μυτιληναίος, Ο.Τ.Ε., Motor Oil, Eurobank, Titan, Ο.Π.Α.Π., Σαράντης και Εθνική Τράπεζα.
Αντίδραση πραγματοποίησε την Παρασκευή το Χρηματιστήριο Αθηνών, σε ένα επενδυτικό κλίμα έντονα νευρικό και ευμετάβλητο, εν αναμονή της ετυμηγορίας της DBRS το ίδιο βράδυ. Η αγορά βρήκε σημαντική στήριξη από τον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος κατάφερε να αντιστρέψει το πρόσημό του, έπειτα από τα χαμηλά ημέρας, καταγράφοντας αξιοσημείωτη άνοδο.
Επίσης, αναβάθμισε τις προβλέψεις της η Goldman Sachs για τις ελληνικές τράπεζες, με αφορμή τα ικανοποιητικά αποτελέσματα που παρουσίασαν για το β’ τρίμηνο. Ειδικότερα, αύξησε τις τιμές στόχους για τους τίτλους τους και έδωσε σύσταση αγοράς για τις Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank και, παραμένοντας ουδέτερη για τη Eurobank.
Με μικρά κέρδη ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις η ευρωπαϊκή αγορά, έπειτα από ένα 7ήμερο πτωτικό σερί, το μεγαλύτερο που έχει σημειωθεί από τον Φεβρουάριο του 2018, με τον δείκτη Stoxx Europe 600 να κλείνει με άνοδο 0,22%. Παρόμοιες ήταν οι μεταβολές στους επιμέρους βασικούς δείκτες των κύριων ανεπτυγμένων αγορών με μικρές διαφοροποιήσεις. Βασικό στήριγμα της αγοράς αποτέλεσε ο κλάδος των media, ο οποίος πρόσθεσε 1,1%.
Στα μακροοικονομικά νέα, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στη Γερμανία τον Αύγουστο ανήλθε στο 6,1%, σημειώνοντας ήπια επιβράδυνση από τον Ιούλιο (6,2%).
Στην εγχώρια αγορά, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε άνοδο 0,96% στις 1.259,50 μονάδες και κυμάνθηκε μεταξύ 1.234,02 μονάδων και 1.262,50 μονάδων. Ο FTSE Large Cap ενισχύθηκε κατά 1,03% στις 3.053,25 μονάδες και ο τραπεζικός δείκτης κέρδισε 2,19%, κλείνοντας στις 992,88 μονάδες. Η αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε χαμηλότερα στα € 93 εκατ. και ο όγκος στα 25,9 εκατ. τεμάχια.
Ενδεικτικά, στην υψηλή κεφαλαιοποίηση, ισχυρή ήταν η άνοδος άνω του 4% για την ΕΛΧΑ και του 3% για την Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς. Αξιοσημείωτα ήταν, επίσης, τα κέρδη άνω του 2% για την Alpha Bank και άνω του 1% για τις Ε.ΥΔ.Α.Π., Cenergy, Βιοχάλκο, Ο.Π.Α.Π. και Σαράντης.
Συνοψίζοντας, την εβδομάδα που μας πέρασε, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε πτώση 3,07%, ο FTSE Large Cap υποχώρησε κατά 3,14% και ο τραπεζικός δείκτης απώλεσε 4,51%. Τέλος, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 έκλεισε με απώλειες 1% στις 454,66 μονάδες.