Της Μαβίνας Τσαπόγα,
Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω διώξεων, συγκρούσεων και βίας όλο και πληθαίνει. Οι ένοπλες συρράξεις που έχουν ξεσπάσει έχουν προκαλέσει όξυνση της προσφυγικής κρίσης, με τα μαζικότερα προσφυγικά ρεύματα να προέρχονται από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Ωστόσο, αντί οι κυβερνήσεις των χωρών υποδοχής να ασκούν αποτελεσματική πολιτική για την αντιμετώπισή της εν λόγω ανθρωπιστικής κρίσης, παρατηρούνται παραβατικές συμπεριφορές των αρχών που θίγουν βάναυσα τα θεμελιώδη δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των προσφύγων. Συγχρόνως, αντιτίθεται σε βασικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως είναι η αρχή της μη-επαναπροώθησης (τα λεγόμενα push–backs).
Ειδικότερα, η αρχή της μη-επαναπροώθησης κατοχυρώνεται σε ευρύ αριθμό διεθνών συμβάσεων τόσο περιφερειακού όσο και παγκόσμιου επιπέδου, όπως λόγου χάρη στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων. Μάλιστα, μερίδα της θεωρίας τη θεωρούν ius cogens, ενώ άλλοι μελετητές της προσδίδουν χαρακτήρα εθιμικού δικαίου. Πρόκειται, λοιπόν, για αρχή που απαγορεύει την επαναπροώθηση προσφύγων σε κράτη στα οποία απειλείται η ζωή ή η ελευθερία τους για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η απαγόρευση περιλαμβάνει κάθε είδους εξαναγκαστική δίωξη από το έδαφος της χώρας υποδοχής, όπως η απέλαση ή η εκδίωξη, προς τη χώρα προέλευσης του πρόσφυγα ή προς οποιαδήποτε άλλη χώρα, στην οποία το πρόσωπο έχει βάσιμο λόγο να φοβάται ότι θα υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση. Ορισμένα δικαστήρια αλλά και διεθνείς μηχανισμοί προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν ερμηνεύσει την αρχή, έτσι ώστε να εφαρμόζεται στην πλειοψηφία σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι τα βασανιστήρια, οι σοβαρές μορφές σεξουαλικής και έμφυλης κακοποίησης, η άρνηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, η θανατική ποινή και η παρατεταμένη απομόνωση μεταξύ άλλων.
Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της αρχής μη-επαναπροώθησης, πρέπει να καταστεί σαφές ότι δεν απαιτείται η αναγνώριση του προσφυγικού καθεστώτος, η νόμιμη διαμονή στη χώρα ή η κίνηση διαδικασίας χορήγησης ασύλου. Αντιθέτως, η αρχή εφαρμόζεται και στους de facto πρόσφυγες, δηλαδή στα πρόσωπα που δεν έχουν αναγνωρισθεί επίσημα ως πρόσφυγες λόγω μη πλήρωσης όλων των προϋποθέσεων του άρθρου 1 της Σύμβασης της Γενεύης. Σχετικά με τον τόπο προέλευσης των προσφύγων, δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται για τη χώρα καταγωγής, αρκεί σε αυτή τη χώρα να αρνούνται να επιστρέψουν λόγω δικαιολογημένου φόβου για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα (άμεση επαναπροώθηση). Είναι τόσο ουσιώδης η προστασία των ανθρώπων που κινδυνεύουν, που απαγορεύεται ακόμα και η αποστολή τους σε χώρες που διατρέχουν τον κίνδυνο επαναπροώθησης στη χώρα προέλευσης (έμμεση επαναπροώθηση). Αναφορικά με τον χώρο για τον οποίο δεσμεύεται το κράτος υποδοχής για τήρηση της αρχής της μη-επαναπροώθησης, ορίζεται από πάγια νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ολόκληρη η επικράτεια όπου ασκείται από το κράτος de facto αποτελεσματικός έλεγχος, η οποία πιθανώς να διαφέρει από εκείνη που ασκεί de jure την εθνική του κυριαρχία. Συνάγεται, επομένως, το επιτρεπτό της εξωεδαφικής εφαρμογή της αρχής.
Όλα ανεξαιρέτως τα κρατικά όργανα των συμβαλλόμενων κρατών, αλλά και κάθε πρόσωπο ή οντότητα που ενεργεί εκ μέρους τους, έχουν νομική υποχρέωση βάσει του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να τηρούν την αρχή της μη-επαναπροώθησης, διασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ένα φάσμα πρακτικών μηχανισμών προστασίας. Επεξηγηματικά, τα κράτη υποχρεούνται να θεσπίσουν μηχανισμούς εισόδου και παραμονής για τους πρόσφυγες που δεν είναι σε θέση να επιστρέψουν και να διασφαλίσουν τη δέουσα διαδικασία στα διεθνή σύνορα, προκειμένου όλοι οι πρόσφυγες να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη-επαναπροώθησης. Συγχρόνως, θα ήταν ωφέλιμη η δημιουργία ανεξάρτητων και διαφανών εθνικών μηχανισμών για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των πρακτικών διαχείρισης των συνόρων με τις σχετικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου και την ανεξάρτητη διερεύνηση των σχετικών περιστατικών.
Καταληκτικά, η έξαρση που παρουσιάζει το προσφυγικό ζήτημα καταδεικνύει την ανάγκη για θεσμική κατοχύρωση και κοινωνική κινητοποίηση με στόχο την προστασία των προσφύγων από περιστατικά επαναπροώθησης με βίαια και παράνομα μέσα, χωρίς να τους παρέχεται καν η δυνατότητα να αιτηθούν άσυλο. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η αρχή της μη-επαναπροώθησης και εν γένει οι κανόνες του διεθνούς δικαίου είναι σημαντικό να αποτελέσουν κοινό παρανομαστή όλων των κρατών, αποφεύγοντας την μετακύλιση των ανωτέρω υποχρεώσεων σε τρίτα κράτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The principle of non-refoulement under international human rights law, ohchr.org, διαθέσιμο εδώ
- Προσφυγικό ζήτημα: Αρχή της μη επαναπροώθησης, άσυλο και δεσμεύσεις της Ελλάδας από το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, Βέρα Ελευθεριάδου, Expressis Verbis Law Journal
- Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων, Γενεύη, Ο.Η.Ε., 1951