19.7 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ αναβίωση της «μεγάλης» Κυβέρνησης και τα δημοσιονομικά προβλήματα

Η αναβίωση της «μεγάλης» Κυβέρνησης και τα δημοσιονομικά προβλήματα


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Με τον κύκλο αυξήσεων των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες (τουλάχιστον Fed και Ε.Κ.Τ.) να φτάνει προς το κλείσιμο, λόγω των ενδείξεων για ύφεση στην οικονομία που θα λειτουργήσει επικουρικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η εστίαση των οικονομολόγων στρέφεται περισσότερο στα δημοσιονομικά. Ανέκαθεν βρισκόταν ψηλά στις ανησυχίες των αναλυτών, εξαιτίας του υψηλού δημόσιου (και ιδιωτικού) χρέους, των αλόγιστων επεκτατικών οικονομικών πολιτικών και των υψηλών επιτοκίων. Ωστόσο, σήμερα ο κίνδυνος για δημοσιονομικό εκτροχιασμό πολλών κρατών είναι πιο έντονος και ίσως προσεχώς ξεπεράσει ως πρωτεύον ζήτημα τον πληθωρισμό.

Το δίλλημα των Κεντρικών Τραπεζών για δυναμική αντιμετώπιση του πληθωρισμού ή χρηματοπιστωτική σταθερότητα τέθηκε σοβαρά στο τραπέζι τον Μάρτιο του 2023, όταν κατέρρευσαν αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες και προκλήθηκαν έντονες ανησυχίες για γενικευμένη διεθνής τραπεζική κρίση με προεκτάσεις και στο υπόλοιπο χρηματοοικονομικό σύστημα. Ο κίνδυνος, όμως, περιορίστηκε και, εν τέλει, δεν οδήγησε σε αναστροφή της νομισματικής πολιτικής. Με την ύφεση, όμως, σήμερα να βρίσκεται προ των πυλών, o κίνδυνος αυτός επανεμφανίζεται με επίκεντρο τα δημοσιονομικά των χωρών.

Τα τεράστια δημόσια χρέη που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης, με τις εκτιμήσεις να δείχνουν πως δεν πρόκειται να μειωθούν στο άμεσο μέλλον, δεδομένου της πολιτικής που έχει επικρατήσει, είναι λογικό να προκαλούν ανησυχίες. Οι Κυβερνήσεις πρόκειται να βρεθούν αντιμέτωπες με την ανάγκη για αύξηση των φορολογικών εσόδων και αυτό σημαίνει μια σημαντική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και αναθεώρησης της επικρατούσαν φορολογικής πολιτικής.

Καθώς οι προοπτικές για την ανάπτυξη του Α.Ε.Π. μειώνονται συνεχώς και οι κυβερνώντες δεν φαίνονται διατεθειμένοι να πραγματοποιήσουν σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, ειδικά σε επιχειρηματικούς τομείς εθνικής στρατηγικής σημασίας, αλλά και, εν μέρει, σε επιδοτήσεις και παροχές που στοχεύουν στη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων απέναντι στο συνεχώς αυξανόμενο και δυσβάσταχτο κόστος ζωής και λειτουργίας, αντίστοιχα. Οι δαπάνες στο πρώτο κρίνονται «απαραίτητες», λόγω της ανάγκης για εθνική οικονομική ασφάλεια στον νέο γεωπολιτικό κόσμο που διαμορφώνεται, και στο δεύτερο για τον περιορισμό του όποιου πολιτικό κόστους, ειδικά σε περιπτώσεις ραγδαίας ανόδου δημοτικότητας της αντιπολίτευσης.

Πηγή εικόνας: Freepik

Η εποχή των οικονομικών πολιτικών που πήγαζαν από πιο φιλελεύθερες και δημοσιονομικά συντηρητικές πολιτικές, που εφαρμόζονταν τόσο από συντηρητικές όσο και από σοσιαλδημοκρατικές Κυβερνήσεις, μοιάζει ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η σημερινή Κυβέρνηση των Η.Π.Α. παρεμβαίνει στην οικονομία με τρόπο που δεν έχει παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1930, με το φαινόμενο αυτό να αναμένεται να επεκταθεί έντονα και στον υπόλοιπο κόσμο (όπως γίνεται πάντα). Ουσιαστικά, έχει επιστρέψει ο λεγόμενος «δημοσιονομικός ακτιβισμός» (fiscal activism) σε σημαντικό βαθμό.

Αυτό, όμως, χρειάζεται προσαρμογή και της φορολογικής πολιτικής, δεδομένου των φλεγόντων ζητημάτων της εποχής για τα δυτικά κράτη, που είναι το δημογραφικό, η φαινομενική -σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη γνώμη μου- «ανάγκη» για αμυντικές δαπάνες, αλλά και επενδύσεις στην «πράσινη» μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Το πρώτο πρόβλημα θέτει ως ασύμφορη τη φορολόγηση και τις εισφορές σε νεότερους εργαζόμενους για την κάλυψη συντάξεων και επιδομάτων για τους ηλικιωμένους, ειδικά σε συνταξιοδοτικά συστήματα που είναι αναδιανεμητικά, ενώ, παράλληλα, η οικονομική ανισότητα που έχει ενταθεί τις τελευταίες δεκαετίες κλιμακώνει το πρόβλημα, σε ορισμένες περιπτώσεις. Ουσιαστικά, με την οικονομική ανισότητα και το δημογραφικό τα φορολογικά έσοδα είναι πιο δύσκολο να αυξηθούν μέσω της φορολόγησης των εισοδημάτων (σε λογικά πλαίσια). Επιπλέον, η προσήλωση των πολιτικών που υπήρχε κατά τον 20ο αιώνα στη φορολόγηση του εισοδήματος θα γίνει ξεπερασμένη τη σήμερον εποχή, καθώς οι εργασίες αυτοματοποιούνται όλο και περισσότερο. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, οι περικοπές των δαπανών σε αυτούς τους τομείς («πράσινη» και τεχνολογική ανάπτυξη)  κρίνονται σχεδόν ανέφικτες (σίγουρα πρέπει να αξιοποιηθούν οι πόροι που διατίθενται πιο αποτελεσματικά, με στόχο πιο παραγωγικές και αποδοτικές επενδύσεις), βάσει της αναγκαίας επικουρικής χρηματοδότησης από το Δημόσιο.

Η συζήτηση, γενικότερα, στρέφεται στη μεγαλύτερη φορολόγηση του πλούτου και της περιουσίας, θεωρώντας τη ως μια πιο βιώσιμη λύση στο δημοσιονομικό πρόβλημα. Καθώς οι κοινωνίες γερνούν και ένα αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού ζει με τις συντάξεις και όχι από το εισόδημα από την εργασία, ο πλούτος θα μπορούσε και πάλι να αποτελέσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της φορολογίας, γυρνώντας σε πολιτικές του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα, όταν η φορολογία των εισοδημάτων ήταν μικρή λόγω της υψηλής οικονομικής ανισότητας. Ωστόσο, η δυσκολία με τους φόρους (ακίνητης) περιουσίας ως λύση είναι ότι ιστορικά η επιβολή τους δεν είναι αρκετά εύκολη ή πολιτικά ελκυστική.

Διανύουμε μια εποχή που ο βαθμός οικονομικής ελευθερίας και η δημοσιονομική σταθερότητα (μία από τις βάσεις για τη βελτίωση της οικονομικής ελευθερίας) τείνουν προς επιδείνωση, εξαιτίας της διόγκωσης του κράτους και της εντεινόμενης κυβερνητικής παρεμβατικότητας, καθώς, μέσω αυτής, λύνεται ένα πρόβλημα και δημιουργούνται άλλα δέκα, που εμφανίζονται σε μελλοντική στιγμή. Οι Κυβερνήσεις των κρατών πρέπει να διατηρήσουν ένα αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο στους προϋπολογισμούς τους, όπου, για παράδειγμα, ο λόγος χρέους προς Α.Ε.Π. σταθεροποιείται μεσοπρόθεσμα και μειώνεται μακροπρόθεσμα. Για τις υπερχρεωμένες χώρες η κατάσταση είναι πιο κρίσιμη και η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να είναι πιο αυστηρή. Οι αγορές έχουν δείξει πως δεν «συγχωρούν» τα λάθη των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το sell-off της αγοράς ομολόγων της Βρετανίας τον Οκτώβριο της περασμένης χρονιάς, μετά τη δημοσίευση του “mini” προϋπολογισμού της τότε Κυβέρνησης Truss, ο οποίος εμπεριείχε μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές αξίας 45 δις λιρών, ενώ το χρέος του Η.Β. ξεπερνούσε το 90% του Α.Ε.Π. της!


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Big government is back. How will we pay for it?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
  • Prepare to pay more tax whoever wins the election, ft.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.