14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΧρονογράφημαΗ ανθρώπινη οδύνη ως γενέτειρα της λογοτεχνίας

Η ανθρώπινη οδύνη ως γενέτειρα της λογοτεχνίας


Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Στίχοι από το ποίημα «Είμαστε κάτι…» του Κώστα Καρυωτάκη

Το άλγος θεωρείται η μήτρα της Τέχνης και, συγκεκριμένα, της Λογοτεχνίας. Τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα που υπήρξαν έργα τομής για την εποχή τους, ερείδονται στην οδύνη και στα ανθρώπινα πάθη: σε ανεκπλήρωτους έρωτες με τραγική κατάληξη, στην απώλεια αγαπημένων προσώπων, στον πόνο της προδοσίας, της χαμένης νεότητας και του γήρατος, της παρηκμασμένης ομορφιάς και της φθοράς, στον φόβο του θανάτου και της λησμονιάς. Το οξύμωρο και αξιοθαύμαστο στο παραπάνω σχήμα έγκειται στο γεγονός ότι η Τέχνη πηγάζει από το τραύμα, το ανασταίνει και το συντηρεί, αλλά, παράλληλα, μας λυτρώνει από αυτό. «Ξύνει» την πληγή και, συγχρόνως, συνδράμει στην επούλωσή της. Στη συνέχεια, θα εξεταστούν ενδεικτικά τρεις περιπτώσεις ποιητών, των οποίων σημαντικό μέρος του έργου αναδύεται μέσα από τη ψυχική οδύνη και την τραυματική μνήμη, εκφράζοντας διαχρονικές και καθολικές αγωνίες του ανθρώπου, πανανθρώπινους, δηλαδή, φόβους.

Πηγή εικόνας: oanagnostis.gr

Εκκινώντας από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αμείλικτη οδύνη του γήρατος. Το ποίημα συνιστά μια κραυγή αγωνίας για τη φθορά και την απειλή του επερχόμενου τέλους. Μια απέλπιδα προσπάθεια ενός ανθρώπου που βαδίζει πλέον προς τη δύση, να εκφράσει την αδήριτη δίψα του για ζωή, δίψα που θεριεύει κόντρα στον χρόνο, να πενθήσει τη χαμένη ομορφιά και ακμαιότητα της νεότητας, το σφρίγος και τη ρώμη, που έδωσαν τη θέση τους σε μνήμες μιας άλλης εποχής. Ένα ανήμπορο, παρηκμασμένο σώμα, που έχει καταλήξει ειρκτή για την αρυτίδωτη και αγέραστη ψυχή, η οποία παλεύει να πιαστεί από μια ύστατη αναλαμπή ζωής [« (…) κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,/(δεν είναι τούτο η λύπη μου, η λύπη μου/είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου)»]. Τα φαντάσματα μιας άλλης ζωής που στοιχειώνουν και κατατρύχουν την ηλικιωμένη γυναίκα, η στωική, μα ψυχοφθόρος αποδοχή και αναμονή του θανάτου εκφράζονται στη Σονάτα, που αποτελεί, στην ουσία, μια ελεγεία για τα γηρατειά («Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια -δὲ θέλω να τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.»). Επιστέγασμα όλων αυτών, η δυσπιστία και η έπαρση της νεότητας, που παρασυρόμενη από το θάμβος της παντοδυναμίας της, λησμονεί τον κύκλο της ζωής και την αναπόδραστη τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας.

Συνεχίζοντας, θα μεταβούμε στο ύστερο ποιητικό έργο του Λειβαδίτη («Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» κ.ά.), το οποίο σφραγίζεται από την υπαρξιακή αγωνία, την οδύνη της μιας ξεχασμένης παιδικότητας και ανεμελιάς. Ο ποιητής, καθώς πορεύεται προς το τέλος, εκφράζει με απολογιστική και εξομολογητική διάθεση, την πικρία του για τα ανεκπλήρωτα νεανικά όνειρα, τις ματαιωμένες προσδοκίες για έναν καλύτερο κόσμο, την αλλοτρίωση που επιφέρουν οι δυστοκίες της ενηλικίωσης, το ανώφελο της ζωής. Θρηνεί την αθωότητα και αμεριμνησία των παιδικών χρόνων, έναν κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί, παρασέρνοντας μαζί του πρόσωπα και ελπίδες. Ταλανίζεται από τον φόβο της λήθης, αποδυόμενος σε μια άνιση μάχη με τον πανδαμάτορα χρόνο, να διατηρήσει ζωντανή μία εποχή, που είχε πεθάνει προ πολλού: το πατρικό του σπίτι, τους γονείς του, τους παλιούς του φίλους, τους πρώτους του έρωτες («Τα κυπαρίσσια αντίκρυ, ήσυχα και σιωπηλά, τη νύχτα κάνουν/ μυστηριώδη νοήματα στους επιλήσμονες/ακόμα κι οι εποχές γερνάνε […], «Τώρα τα βράδια κάθομαι σέ μισοσκότεινα καφενεία και πίνω με πεθαμένους φίλους»).

Έπειτα, θα μελετήσουμε την περίπτωση της Κικής Δημουλά και, συγκεκριμένα, το ωριμότερο έργο της, στο οποίο η ποιήτρια καταβάλλει μία απέλπιδα προσπάθεια νοερής επαφής με τον αποθανόντα σύζυγό της. Η ποίηση, λοιπόν, μετουσιώνεται σε δίαυλο επικοινωνίας με την απουσία, με το οριστικά χαμένο. Η ποιήτρια αποπειράται να δώσει ζωή στοn νεκρό μέσω της Τέχνης, να τον διατηρήσει παρόντα, αναμοχλεύοντας παλιές φωτογραφίες, αναμνήσεις, εικόνες, και μετατρέποντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ποίηση σε ελιξίριο αθανασίας. Εκφράζει, έτσι, τη μεγαλύτερη αγωνία του ανθρώπου: να μη λησμονηθεί. Ο φόβος της λήθης, βέβαια, συνιστά αναπόφευκτο αποκύημα του φυσικού τέλους του ανθρώπου. «Aπό τον κόσμο των γρίφων/φεύγω ήσυχη/Aναμάρτητη: /αξεδίψαστη./ Στο αίνιγμα του θανάτου/πάω ψυχωμένη»: μία δήλωση, που βρίθει από σχεδόν υπερφυσικό θάρρος, μια υπεράνθρωπη αναμέτρηση με το φόβητρο του θανάτου, τον πανανθρώπινο τρόμο μπροστά στο άγνωστο. Παρόλα αυτά, στο σημείο αυτό, η ποιήτρια δεν αποτυπώνει την πλήρη αλήθεια, αφού η ίδια σε συνέντευξή της, διέψευσε αυτή της την τόλμη. Ίσως, με το χαρακτηρισμό «ψυχωμένη» να επιδίωκε να ξεγελάσει τον ίδιο της τον εαυτό, ώστε να αναθαρρήσει μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Η λογοτεχνία και η Τέχνη γενικότερα, αρέσκεται πολλές φορές σε αυταπάτες, που εξυψώνουν τον άνθρωπο πάνω από το επίπεδο της θνητότητας.

Πηγή Εικόνας: shutterstock.com / Δικαιώματα χρήσης: stevemart

Ο Nietzsche πρέσβευε πως η μόνη χαραμάδα φωτός, μέσα στην αδήριτη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η Τέχνη. Ο άνθρωπος, διοχετεύοντας τη δημιουργική του δύναμη και απεκδυόμενος της ευτέλειας και της χαμέρπειας, οδηγείται στη θέωση. Μέσω της Τέχνης, εκτονώνονται τα ανθρώπινα πάθη, ο έρωτας, ο πόνος, ο φόβος, και σκιαγραφείται η ζωή. Όποιος έχει το σθένος να καταδυθεί στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όποιος τολμήσει, δηλαδή, τη μέθεξη στον ανθρώπινο πόνο, ίσως επιτύχει τον αιώνιο πόθο του ταλανιζόμενου ανθρώπινου όντος: την κάθαρση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Γαραντούδης, Ε. , Μέντη, Δ. , GUTENBERG, (2016), Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν…, η Ελληνική ποίηση τον εικοστό αιώνα, επίτομη ανθολογία
  • Ρίτσος, Γ. (1990), Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Εκδόσεις Κέδρος
  • Λειβαδίτης, Τ. (2020), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, Εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα
  • Δημουλά, Κ. (1997), Το λίγο του κόσμου, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Γεννήθηκε το 2003 στο Μαρούσι. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά. Επιθυμεί να ασχοληθεί με τη διδασκαλία. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τη συγγραφή δοκιμίων, άρθρων και ποιημάτων.