16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έννοια του δικαστικού τεκμηρίου

Η έννοια του δικαστικού τεκμηρίου


Της Ειρήνης Τσαρούχα,

Σε κάθε πολιτική δίκη, ο δικαστής, πέρα από τον έλεγχο και την εξαγωγή δικαστικής κρίσης σχετικά με τη νομική βασιμότητα ή μη του αιτήματος ενός διαδίκου, δηλαδή, με άλλα λόγια, τον έλεγχο του εάν η αγωγή θεμελιώνεται σε κάποιον κανόνα ουσιαστικού δικαίου, υποχρεούται να ελέγξει και την αλήθεια ή την αναλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που στηρίζουν την αγωγή. Χρειάζεται, δηλαδή, ο δικαστής σε πρώτο στάδιο να εφαρμόσει και να ερμηνεύσει τον κανόνα δικαίου και σε δεύτερο στάδιο να κάνει έλεγχο επί του πραγματικού των γεγονότων που θεμελιώνουν τον κανόνα αυτόν και επικαλούνται οι διάδικοι με τα αιτήματα τους.

Προς τον σκοπό αυτόν, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.) έχει τυποποιήσει μια σειρά από επιμέρους αποδεικτικά μέσα, τα οποία μπορούν να εισφέρουν οι διάδικοι στη δίκη και να βοηθήσουν τον δικαστή στη διαδικασία εξαγωγής της αλήθειας, Έτσι, το άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ. ορίζει ότι: «αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις».  Από τα παραπάνω απαριθμούμενα αποδεικτικά μέσα, τα δικαστικά τεκμήρια είναι τα μόνα που χαρακτηρίζονται ως μη επώνυμα, άλλως ανώνυμα, αποδεικτικά μέσα. Ορίζονται έτσι, καθώς στα δικαστικά τεκμήρια ανήκουν όλα εκείνα τα αποδεικτικά μέσα που δεν τυποποιούνται αυτοτελώς από τον νομοθέτη και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τα ρυθμιζόμενα, γιατί τους λείπουν κάποια απαιτούμενα χαρακτηριστικά. Ασφαλώς, η καθιέρωση της αρχής της  ελεύθερης απόδειξης από τοn νομοθέτη επιτρέπει στον δικαστή να κρίνει περί της αναλήθειας ή της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, προσφεύγοντας σε κάθε δυνατή πηγή γνώσης που θα οδηγήσει στην ουσιαστική αλήθεια.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: CQF-Avocat

Επίσης, κρίσιμο είναι πλέον να διακρίνονται από τα μη πληρούντα τους όρους αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.), σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη νομολογία πριν την αυτοτελή ρύθμιση από τον νομοθέτη. Μη πληρούντα είναι εκείνα τα μέσα που διαθέτουν μεν όλα τα χαρακτηριστικά του υποστατού για να κατηγοριοποιηθούν σε ένα από τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, εντούτοις υπολείπονται ως προς το κύρος.

Επομένως, χαρακτηριστικά παραδείγματα δικαστικών τεκμηρίων, αντλούμενα από τη νομολογία, είναι: οι καταθέσεις μαρτύρων σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη ή στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, δικαστικές αποφάσεις πολιτικών ή ποινικών δικαστηρίων, ένορκες βεβαιώσεις και γνωμοδοτήσεις που λήφθηκαν σε άλλη δική, η δικαστική ομολογία του απλού ομοδίκου, δικόγραφα άλλης δίκης, υπό προϋποθέσεις επιστολές τρίτων και, τέλος, οι υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 ν. 1599/1966, εφόσον δεν λήφθηκαν για τη συγκεκριμένη δίκη.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: EKATERINA BOLOVTSOVA

Πάντως, τα δικαστικά τεκμήρια, λόγω της έλλειψης τυπολογικής ρύθμισης, θα πρέπει να κρίνονται από τον δικαστή με επιφυλακτικότητα και προσοχή. Φυσικά, στο πλαίσιο της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, ο δικαστής μπορεί να στηρίξει την κρίση του στα εισφερόμενα στη δίκη τεκμήρια, ωστόσο θα πρέπει να αιτιολογεί αναλυτικά την απόφασή του. Άλλωστε, γι’ αυτό και ο νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ. ότι τα δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο εφόσον επιτρέπονται και μάρτυρες, τους οποίους ο νομοθέτης αξιολογεί, επίσης, ως ένα επισφαλές αποδεικτικό μέσο. Τέλος, ο δικαστής δεν μπορεί να εξάγει δικαστικό τεκμήριο αξιοποιώντας την ιδιωτική του γνώση, ενώ με βάση τη νομολογία, η αξιοποίηση εικαστικών τεκμηρίων πρέπει πάντοτε να είναι σύμφωνη με τις βασικές αρχές απόδειξης και των άλλων αποδεικτικών μέσων.

Μια δεύτερη σημασία της έννοιας του δικαστικού τεκμηρίου, πέρα εκείνης ως αποδεικτικού μέσου και η οποία συναντάται στον Κώδικα, είναι εκείνη ως αποδεικτικού λόγου, και ειδικότερα, στο άρθρο 336 παράγραφος 3. Τα δικαστικά τεκμήρια, υπό αυτή την έννοια, είναι γεγονότα που χρησιμοποιεί το δικαστήριο για να εξάγει συμπέρασμα για αλλά γεγονότα που δύσκολα μπορούν να αποδειχθούν. Συνιστούν, δηλαδή, το κύριο μοχλό της έμμεσης απόδειξης. Ο δικαστής, με άλλα λόγια, αξιοποιεί την κοινή του πείρα και τη λογική για να συμπεράνει την ορθότητα των κρίσιμων πραγματικών ισχυρισμών, επειδή αυτά είναι εξαιρετικά δυσαπόδεικτα από άλλα αποδεδειγμένα περιστατικά. Φυσικά, για την έμμεση απόδειξη μπορούν να αξιοποιηθούν τα δικαστικά τεκμήρια και ως αποδεικτικό μέσο.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: jessica45

Επομένως, τα δικαστικά τεκμήρια εμφανίζονται με δύο έννοιες στον Κώδικα, μια με τη μορφή αποδεικτικού λόγου και την άλλη ως αποδεικτού μέσου. Φυσικά και στις δύο αυτές σημασίες προστίθενται τα νόμιμα τεκμήρια του ουσιαστικού δικαίου, που απλώς διευθετούν το βάρος απόδειξης στην πολιτική δική και είναι είτε μαχητά, δηλαδή χωρούν ανταπόδειξη, είτε αμάχητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μαχητού τεκμηρίου είναι το 1110 ΑΚ, με βάση το οποίο κύριος κινητού τεκμαίρεται ο νομέας του. Επομένως, το βάρος απόδειξης μετακυλίεται σε αυτόν που δεν ασκεί τη νομή του κινητού για να αποδείξει ότι είναι κύριος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικόλαος Θ Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022
  • Σπύρος Κατράμης, Πολιτική Δικονομία: Γενικός μέρος-Απόδειξη, 5η έκδοση, 2022
  • Τα δικαστικά τεκμήρια και η σημασία τους στην πολιτική δική, mcaounilaw.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ειρήνη Τσαρούχα
Ειρήνη Τσαρούχα
Κατάγεται από ένα μικρό χωριό στα Τρίκαλα, τον Άγιο Βησσαρίωνα. Βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο Δημόσιο Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό. Στο ελεύθερό της χρόνο, της αρέσει να διαβάζει νομικά άρθρα και βιβλία και να περνάει χρόνο με τους φίλους μου.