Της Κατερίνας Αϊβαλιώτη,
Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος της Γερμανίας από τον υπό πίεση πρόεδρο Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ. Αυτό αποτέλεσε την αρχή του τέλους των δημοκρατικών θεσμών και πολιτικών ελευθεριών, καθώς και το οριστικό τέλος της λεγόμενης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933). Βέβαια, είναι εξίσου σημαντικό να μην ξεχνάμε το γεγονός ότι ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία μέσω των νόμιμων πολιτικών διαδικασιών της Γερμανίας, χωρίς δηλαδή να πραγματοποιήσει κάποιο πραξικόπημα και να καταλύσει με μιας τον κοινοβουλευτισμό. Ποιες ήταν, όμως, οι ενέργειές του στο εξής;
Αμέσως μετά από τον εμπρησμό του Ράιχτσαγκ και το διάταγμα της περιστολής των ατομικών ελευθεριών ήλθε ο «Εξουσιοδοτικός Νόμος» στις 23 Μαρτίου 1933 που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε τον έλεγχο του πληθυσμού και τη μετατροπή του πολιτεύματος σε δικτατορία. Έπειτα από λίγο, ο Χίτλερ έθεσε εκτός νόμου όλα τα υπόλοιπα κόμματα εκτός από το δικό του- το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Όπως επισήμανε και ο Έρνστ Φράνκελ, το διάταγμα αυτό αποτέλεσε τη «συντακτική πράξη του Γ’ Ράιχ».
Από εδώ και πέρα η τρομοκρατία θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις, εξαιτίας των ιδεών που υιοθέτησαν οι ναζιστές, όπως λόγου χάριν τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και τη βία. Η βοηθητική αστυνομία του Χίτλερ, γνωστή και ως SA, έκανε συνεχείς περιπολίες προκειμένου να εντοπίσει, να ξυλοκοπήσει και, αρκετές φορές, να σκοτώσει πιθανούς αντιπάλους του κόμματος στους δρόμους.
Ταυτοχρόνως, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς στο Υπουργείο Προπαγάνδας κατάφερε να παρουσιάσει τον Χίτλερ, για τον οποίο έτρεφε μεγάλο θαυμασμό και δέος, σαν έναν «χαρισματικό ηγέτη». Μέσω ποικίλων μηχανισμών και ενεργειών που είχαν ως δομικό συστατικό την προπαγάνδα (π.χ. το κάψιμο των βιβλίων), κατάφερε να κυριαρχήσει στον τύπο, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Εντός αυτού του πλαισίου, με τη βοήθεια μιας θηριώδους και ανήκουστης μέχρι τότε προπαγάνδας, δημιούργησε μια κοινωνική δομή αρκετά ισχυρή ώστε να ελέγχει πλήρως το γερμανικό έθνος.
Όσον αφορά τα διεθνή δρώμενα, καθοριστική αποτέλεσε η απόφαση του Φύρερ να αποχωρήσει από την Κοινωνία των Εθνών τον Οκτώβριο του 1933. Η αφορμή πίσω από αυτή τη στρατηγική φάνηκε να ήταν η προσπάθειά του να αναστρέψει τους ειδεχθείς περιορισμούς, που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η έξοδος αυτή προκάλεσε ανησυχίες για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής, καθώς σηματοδότησε την αποχώρηση της Γερμανίας από τις διεθνείς συμβάσεις και συνδιαλλαγές.
Η επίσημη νομιμοποίηση των ναζιστικών ιδεών περί φυλής εδραιώθηκε με τους «Νόμους της Νυρεμβέργης», τον Σεπτέμβριο του 1935. Οι διατάξεις αυτές εστίαζαν στη διάκριση και καταπίεση των Εβραίων, στην απώλεια των δικαιωμάτων τους και στην εξάλειψή τους από την κοινωνία του Γ΄ Ράιχ. Οι Εβραίοι στηλιτεύονταν ως υπαίτιοι για όλα τα δεινά της χώρας, διότι προσβάλαν τα ιδεώδη της καθαρότητας και της υπεροχής. Η υιοθέτηση αυτών των διατάξεων περιελάβανε τον αποκλεισμό τους από τις περισσότερες επαγγελματικές δραστηριότητες, τον πλήρη αποκλεισμό τους από το κοινωνικό βίο και τον απόλυτο διαχωρισμό τους από την υποτιθέμενη «Άρια» φυλή. Αποκορύφωμα αυτού, αποτελεί ο κανονισμός της αστυνομίας για τη σήμανση των Εβραίων, κατά τον οποίο όλοι τους έπρεπε να φοράνε το άστρο του Δαβίδ στο αριστερό χέρι.
Την ίδια στιγμή, η Γερμανία συνέχιζε να προκαλεί αντιδράσεις στη διεθνή σκηνή. Η πεποίθηση που είχαν οι Γάλλοι ότι οι Γερμανοί θα συμμορφώνονταν με απόλυτο τρόπο στη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) αποδείχθηκε ψευδή. Η κατάφορη παραβίαση της ειρηνευτικής συνθήκης που έφερε την ταπείνωση στη Γερμανία για τόσα χρόνια πραγματοποιήθηκε με τον απροκάλυπτο εξοπλισμό του 1935, καθώς και με τη βίαιη επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας το 1936. Οι συγκεκριμένες καταπατήσεις, οι οποίες αποτελούσαν σφοδρή επιθυμία του Χίτλερ για την επιστροφή της Γερμανίας σε μια προ του 1918 εποχή, τροφοδότησαν το υπερεθνικιστικό αίσθημα και συνετέλεσαν, ώστε οι μέσοι ψηφοφόροι που έρχονταν σε επαφή με την ακροδεξιά γερμανική ιδεολογία να εθελοτυφλούν.
Φυσικά, η αντισημιτική βία και ο ρατσισμός εκείνη την περίοδο βρίσκονταν ακόμη στο ζενίθ τους. Παρά ταύτα, η νύχτα-ορόσημο που έμεινε βαθιά χαραγμένη στις μνήμες των ανθρώπων είναι αυτή της 9ης προς 10η Νοεμβρίου του 1938. Η «Νύχτα των Κρυστάλλων», όπως ονομάστηκε λόγω των σπασμένων τζαμιών που γέμισαν τους δρόμους από τα βανδαλισμένα καταστήματα και περιουσίες που ανήκαν στους εχθρούς του καθεστώτος, αποτέλεσε ένα προσχεδιασμένο ξέσπασμα οργής. Η βαρβαρότητα και το μίσος που μετενσάρκωσαν οι ναζί εκείνη τη νύχτα εξάλειψε κάθε είδος προσδοκίας που έφεραν οι Εβραίοι για μια παύση πυρός.
Όπως είναι γνωστό και από τα γεγονότα, κάτι τέτοιο θα αργούσε να γίνει. Η Γερμανία βρισκόταν ένα μόλις χρόνο πριν την εισβολή της στη γειτονική Πολωνία και την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλα αυτά, έως ότου να ξεκινήσει ο αιματηρός πόλεμος, ο κόσμος είχε ήδη δηλητηριαστεί από τον ακραίο γερμανικό εθνικισμό, τον φασιστικό μιλιταρισμό και τον ρατσισμό ποικίλων αποχρώσεων. Η εκμετάλλευση των θεσμικών αδυναμιών του Συντάγματος της Βαϊμάρης και του ανεπιτυχούς κατευνασμού, καθώς και η μετατροπή του πολιτεύματος σε μια προσωποπαγή δικτατορία ολοκληρωτικού τύπου, αποτέλεσαν τα εφαλτήρια που κατέστησαν τον Χίτλερ τον απόλυτο τύραννο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- A., Parker (2004), Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Αθήνα: Εκδόσεις Θύραθεν.
- Berstein & Milza (1997), Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης 1919 έως σήμερα, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
- Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος, encyclopedia.ushmm.org, Διαθέσιμο εδώ