Του Λάμπρου Κουρή,
Μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα, ο Χριστιανισμός ήταν μια διωκόμενη θρησκεία. Το έτος 313, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, αφού είχε νικήσει τον Μαξέντιο, εξέδωσε το γνωστό Διάταγμα των Μεδιολάνων. Από τότε, ο Χριστιανισμός θα εξαπλωθεί με γρήγορους ρυθμούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Χριστιανισμός στο σύνολό του δεν ήταν ενωμένος και υπήρχαν πολλές αντιμαχόμενες γνώμες. Έτσι, η Εκκλησία προσπάθησε να τις αντιμετωπίσει με διάφορες συνόδους. Στο άρθρο που ακολουθεί, θα παρουσιαστούν οι αιρέσεις και η καταπολέμησή τους.
Η πρώτη αίρεση που θα αναφερθεί, είναι αυτή των Αρειανών. Από την αρχή του Χριστιανισμού, ένα σοβαρό πρόβλημα αφορούσε τη φύση της Αγίας Τριάδας. Η αίρεση των Αρειανών άρχισε από έναν Αλεξανδρινό ιερέα, τον Άρειο. Αυτός υποστήριζε ότι, αφού ο Πατήρ δημιούργησε τον Υιό, τότε ο δεύτερος είναι χρονολογικά μεταγενέστερος, με διαφορετική φύση και δεν είναι ούτε Θεός, ούτε άνθρωπος. Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, που συγκλήθηκε στη Νίκαια το 325, με πρόεδρο τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, εξόρισε τον Άρειο. Το Δόγμα της Νίκαιας διακήρυττε το ομοούσιο Πατρός και Υιού και παραμένει η ορθόδοξη ομολογία πίστης. Παρά την εξορία του, ο Άρειος είχε πολλούς οπαδούς, ιδίως στην Αφρική. Ο Αρειανισμός είχε οπαδούς ακόμα και στην αυτοκρατορική οικογένεια, συγκεκριμένα τον έναν γιο του Αυτοκράτορα. Το 379, ο Θεοδόσιος Β΄ έκανε παράνομο τον Αρειανισμό και το 381, μετά από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, ο Αρειανισμός δεν ήταν τόσο σημαντικός στην Ανατολή. Στη Δύση, μέσα στην πλειονότητα των Ορθόδοξων Ρωμαίων, υπήρχαν Γερμανοί υποστηρικτές του Αρείου. Ο ιεραπόστολος που πήγε να εκχριστιανίσει τους Γότθους, ο Ουλφίλας, ήταν οπαδός αυτής της αίρεσης. Έτσι, οι Γερμανοί που επιτέθηκαν κατά της αυτοκρατορίας ήταν και αυτοί Αρειανοί.
Επόμενη αίρεση ήταν αυτή των Νεστοριανών. Πήραν το όνομά τους από τον Πατριάρχη Νεστόριο της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτή την αίρεση, ο Χριστός είχε δυο φύσεις, αλλά τόνιζαν την ανθρώπινη, αφού η Παναγία είχε γεννήσει τον άνθρωπο Ιησού. Ο Νεστοριανισμός καταδικάστηκε από την τρίτη Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου, το 431. Αντίθετοι προς τον Νεστοριανισμό ήταν οι Μονοφυσίτες. Έλεγαν ότι ο Ιησούς ήταν περισσότερο Θεός. Ο Μονοφυσιτισμός αναπτύχθηκε τον 5ο αιώνα και καταδικάστηκε από την τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας, το 451. Από το 482 μέχρι το 519, επικράτησε έριδα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, γιατί οι Ανατολικοί έδειχναν ανέχεια προς αυτή την αίρεση.
Στη συνέχεια, ας αναφέρουμε τον Μανιχαϊσμό. Ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου αιώνα, από έναν Πέρση ασκητή, τον Μάνη. Οι μανιχαϊστές τονίζουν τη διαρχία μεταξύ του Θεού και του Σατανά, αρχόντων του φωτός και του καλού και του σκότους και του κακού αντίστοιχα. Για τους μανιχαϊστές, ο υλικός κόσμος αντιπροσωπεύει το κακό και είναι δημιούργημα του Σατανά στην πάλη του κατά του Θεού. Ο άνθρωπος εμπεριέχει το αγαθό, άρα η ανθρώπινη ιστορία είναι ο αγώνας του καλού και του κακού. Μια άλλη αίρεση είναι ο Δονατισμός. Εμφανίστηκε τον 4ο αιώνα και έθετε το ερώτημα αν ισχύει η τέλεση μυστηρίων από ηθικά ανάξιους κληρικούς. Καταδικάστηκε στη Σύνοδο της Άρλ, αλλά είχε πολλούς υποστηρικτές, κυρίως στην Αφρική.
Τελευταία αίρεση για τα χρόνια πριν την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι ο Νεοπλατωνισμός. Δεν είναι, όμως, τόσο αίρεση, όσο μια φιλοσοφική σχολή. Ο Νεοπλατωνισμός εμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αιώνα με τον φιλόσοφο Πλωτίνο. Σύμφωνα με τον νεοπλατωνισμό, η ύπαρξη είναι ενιαία και προέρχεται από ένα κεντρικό σημείο, αποτέλεσμα της συνεχούς εκπόρευσης από το Ένα ή τη Μονάδα στο κέντρο του σύμπαντος. Ο Θείος Νους είναι ο πρώτος που εκπορεύεται από το Ένα, με όλες τις μορφές, και η εκπόρευση συνεχίζεται, με τη μορφή ομόκεντρων κύκλων, μέχρι το κατώτερο επίπεδο της δημιουργίας, τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα και την ύλη. Η ψυχή εκπορεύεται από τον νου και έχει δυο όψεις, την ανώτερη και την κατώτερη. Η ανώτερη ατενίζει το Ένα και η κατώτερη συνεχίζει την εκπόρευση στον υλικό κόσμο. Ο ιερός Αυγουστίνος, όταν ήταν νέος, υποστήριζε το νεοπλατωνισμό, μετά, όμως, τον απέρριψε, αλλά συνέχισε να επηρεάζεται από αυτόν. Με λίγα λόγια, ο Νεοπλατωνισμός δεχόταν έναν Θεό με βούληση και προσωπικότητα. Από την άλλη, το Κακό θεωρείτο μη ον, στέρηση του όντος, μη δημιούργημα.
Η επόμενη αίρεση που θα δούμε, είναι λίγο μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Οι ακόλουθοι αυτής της αίρεσης λέγονταν Βάλδιοι. Πήραν το όνομά τους από τον Βάλδο, έναν πλούσιο έμπορο από τη Λυών. Κάποια στιγμή δεν άντεχε άλλο να είναι πλούσιος, γιατί ο Χριστός με τους Μαθητές του ήταν φτωχοί, όπως και πολλοί συνάνθρωποί του. Το 1173, χρονιά σιτοδείας, ο Βάλδος άκουσε το κήρυγμα ενός τροβαδούρου, μάλλον Καθαρού (βλέπε παρακάτω). Μετά από συζήτηση με θεολόγους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να πουλήσει όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς. Μαζί με δώδεκα μαθητές, απαρνήθηκε τα εγκόσμια και άρχισε να κηρύττει, να θεραπεύει ασθενείς και να μοιράζει τρόφιμα στους φτωχούς.
Επίσης, φρόντισε να μεταφραστούν τα Ευαγγέλια στα Προβηγκιανά, τη γλώσσα των κατοίκων της Λυών. Ο Βάλδος επέμενε ότι η απόλυτη πενία ήταν ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία και για να κερδίσει κανείς την έγκριση του Θεού, πρέπει να ζει σε συνθήκες φτώχειας. Ο Πάπας ενέκρινε τον όρκο τους για πενία, αλλά τους απαγόρευε να κηρύττουν, εκτός αν ο τοπικός επίσκοπος συμφωνούσε. Το 1184, ο Πάπας καταδίκασε τους Βαλδίους ως αιρετικούς. Οι οπαδοί του Βάλδου αναγκάστηκαν να φύγουν για τη νοτιοανατολική Γαλλία και την Ελβετία. Κάποια Βαλδινά δόγματα άνοιξαν το δρόμο για τον Προτεσταντισμό. Οι Βάλδιοι απέρριπταν τα μυστήρια, αρνούνταν ότι η επισκοπική ιεραρχία κατείχε την εξουσία των κλειδιών και, όπως οι Καθαροί, πίστευαν ότι η Εκκλησία ήταν αμαρτωλό δημιούργημα της ύλης. Σήμερα, η αίρεση των Βαλδίων δεν υπάρχει.
Περισσότερο κατά της ύλης ήταν οι Καθαροί, σύγχρονοι των Βαλδίων. Άλλες ονομασίες των Καθαρών είναι Αλβηγινοί ή Αλβήγιοι, από την πόλη Αλβίγη της κομητείας της Τουλούζης. Οι Καθαροί ήταν κληρονόμοι των Μανιχαϊστών, αιρετικών της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν και στα Βαλκάνια και μπορεί να επέστρεψαν στην Ευρώπη μετά τις Σταυροφορίες. Πολλοί Καθαροί εντοπίζονταν στην Τοσκάνη και τη Λομβαρδία. Οι Μανιχαϊστές πίστευαν στην ύπαρξη δυο Θεών, αντιπροσώπων του μη υλικού καλού και του υλικού κακού. Ο πρώτος ήταν ο Θεός της Καινής Διαθήκης και ο δεύτερος ήταν της Παλαιάς. Αυτοί οι δυο Θεοί ήταν ισοδύναμοι, σε αντίθεση με τους δυο Θεούς των Καθαρών, όπου ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να διεισδύσει στον κόσμο, με σκοπό να τον συντρίψει στο τέλος. Για τους Καθαρούς, το υλικό σώμα είναι μια φυλακή, από την οποία ο άνθρωπος πρέπει να φύγει. Οι Καθαροί ήταν αυστηροί και στη διατροφή, αφού απέφευγαν το κρέας, τα πουλερικά και τα αυγά, όχι όμως τα ψάρια και τα φυτά. Για αυτούς, το Καθαρτήριο και η Κόλαση είναι στη Γη. Στις αρχές του 13ου αιώνα, οι Καθαροί δεν αφέθηκαν στην ησυχία τους, αφού ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ ισχυροί. Όταν ο παπικός απεσταλμένος δολοφονήθηκε στην αυλή του κόμη Ραϋμόνδου της Τουλούζης το 1208, κηρύχθηκε Σταυροφορία κατά των Καθαρών. Σε αυτή τη Σταυροφορία δεν συμμετείχε ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας, αλλά επέτρεψε τη συμμετοχή σε πεντακόσιους ευγενείς. Σφαγιάστηκαν πολλοί πολίτες, αρχικά στη Μπεζιέ το 1209, όπου ο παπικός απεσταλμένος ανέφερε περήφανα 20.000 θύματα. Αυτή η Σταυροφορία προκάλεσε σχεδόν την εξαφάνιση της Οξιτανικής γλώσσας και της φυγής των Καθαρών στα βουνά μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας.
Αυτό, ήταν το πρώτου μέρος των αιρέσεων του Μεσαίωνα. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε τους Βογομήλους, τους Παυλικιανούς και την Εικονομαχία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- David, Nicholas (2013), Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, 312-1500, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας.
- Χαλιβελάκης, Δημήτρης (1999), Αιρέσεις και δόγματα και θρησκευτικές Παρεκκλίσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Φλώρος.