Της Ναταλίας Ατζέμογλου,
Ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος (ΠΧΣ) είναι ένας από τους 2 χιαστούς συνδέσμους που συμβάλλει στη σταθεροποίηση της άρθρωσης του γόνατος. Πρόκειται για μια ισχυρή ταινία από συνδετικό ιστό και κολλαγόνες ίνες, που προέρχεται από την πρόσθια μεσοκονδύλια περιοχή του κνημιαίου πλατώματος και εκτείνεται προς τα πίσω, για να προσκολληθεί στον πλάγιο μηριαίο κόνδυλο. Το πρόσθιο μεσημβρινό δεμάτιο και το μεταπλάγιο δεμάτιο αποτελούν τα 2 συστατικά του ΠΧΣ. Ο ΠΧΣ και ο Οπίσθιος Χιαστός Σύνδεσμος (ΟΧΣ) σχηματίζουν μαζί έναν σταυρό (ή ένα “x”) μέσα στο γόνατο και εμποδίζουν την υπερβολική κίνηση της κνήμης προς τα εμπρός ή προς τα πίσω, σε σχέση με το μηριαίο οστό, κατά την κάμψη και την έκταση. Ο ΠΧΣ παρέχει, επιπροσθέτως, στροφική σταθερότητα στο γόνατο.
Ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος είναι ο πιο συχνά τραυματιζόμενος σύνδεσμος στο γόνατο. Οι περισσότερες ρήξεις του ΠΧΣ συμβαίνουν σε αθλητές από δυνάμεις περιστροφής έναντι άμεσου χτυπήματος στο γόνατο. Οι αθλητές που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τραυματισμό είναι οι σκιέρ, οι ποδοσφαιριστές και οι καλαθοσφαιριστές. Δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς την ηλικία ή το φύλο, ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι οι γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο τραυματισμού. Συνήθως, ο τραυματισμός συμβαίνει κατά τη διάρκεια αθλητικής δραστηριότητας που περιλαμβάνει ξαφνικές αλλαγές στην κατεύθυνση της κίνησης, γρήγορο σταμάτημα, άλμα και ανώμαλη προσγείωση, άμεσο χτύπημα στην πλάγια πλευρά του γόνατος ή επιβράδυνση κατά το τρέξιμο. Οι περισσότεροι ασθενείς παραπονιούνται ότι ακούνε έναν ξαφνικό ήχο και αισθάνονται ότι το γόνατό τους «φεύγει» από τη θέση του τη στιγμή του τραυματισμού. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν ευαισθησία κατά μήκος της γραμμής της άρθρωσης, πόνο και πρήξιμο, μειωμένο εύρος κίνησης και δυσκολία στην βάδιση.
Για τη διάγνωση της ρήξης ΠΧΣ χρησιμοποιείται, αρχικά, η φυσική εξέταση. Η φυσική εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει τον χρόνο τραυματισμού, τον μηχανισμό τραυματισμού, την κατάσταση βάδισης, τη σταθερότητα της άρθρωσης, την κινητικότητα, τη δύναμη, την ψηλάφηση και την αξιολόγηση πιθανών συνοδών τραυματισμών. Αν και η διάγνωση της κάκωσης του ΠΧΣ μπορεί να γίνει κλινικά, η απεικόνιση με Μαγνητικό Τομογράφο (MRI) χρησιμοποιείται συχνά για επιβεβαίωση. Η διάγνωση μπορεί, επίσης, να γίνει με αρθροσκόπηση γόνατος για τη διαφοροποίηση της πλήρους από τη μερική και χρόνια ρήξη. Η αρθροσκόπηση θεωρείται ο χρυσός κανόνας, καθώς έχει 92-100% ευαισθησία και 95-100% ειδικότητα. Ωστόσο, χρησιμοποιείται σπάνια ως το αρχικό διαγνωστικό βήμα, καθώς είναι μια επεμβατική μέθοδος και απαιτεί αναισθησία. Οι ακτινογραφίες δεν χρησιμεύουν στη διάγνωση της ρήξης του ΠΧΣ, αλλά βοηθούν στον αποκλεισμό καταγμάτων ή άλλων συναφών οστικών κακώσεων. Σε νεότερους ασθενείς μπορεί να παρατηρηθεί αποκόλληση της κνημιαίας πρόσφυσης.
Η αρχική αντιμετώπιση της ρήξης ΠΧΣ βασίζεται στο “RICE”, που περιλαμβάνει: ανάπαυση, πάγο, συμπίεση του πάσχοντος γόνατος και ανύψωση του πάσχοντος κάτω άκρου. Οι ασθενείς δεν πρέπει να σηκώνουν βάρος και μπορούν να χρησιμοποιούν πατερίτσες ή αναπηρικό καροτσάκι, εάν είναι απαραίτητο. Η ανακούφιση από τον πόνο μπορεί να επιτευχθεί με Μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (ΜΣΑΦ). Στη συνέχεια, η αντιμετώπιση μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική, ανάλογα με τη σοβαρότητα, την ηλικία του ασθενούς και τον βαθμό της φυσικής του δραστηριότητας. Η συντηρητική θεραπεία προορίζεται συνήθως για άτομα με χαμηλές λειτουργικές απαιτήσεις. Η συνεχής παρακολούθηση και θεραπεία από ορθοπεδικό και φυσικοθεραπευτή είναι απαραίτητη, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργική κατάσταση και η σταθερότητα μετά τον τραυματισμό.
Στατιστικά, περίπου οι μισοί από τους ασθενείς, που αρχικά επιλέγουν τη συντηρητική θεραπεία, θα επιλέξουν αργότερα να υποβληθούν σε χειρουργική αποκατάσταση, ανάλογα με το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας, τις λειτουργικές απαιτήσεις, την ηλικία, το επάγγελμα και άλλες συναφείς κακώσεις. Οι αθλητές, τα νεότερα και πιο δραστήρια άτομα, καθώς και ασθενείς με σημαντική αστάθεια του γόνατος ή τραυματισμό πολλαπλών δομών του γόνατος, τείνουν να επιλέγουν τη χειρουργική αποκατάσταση. Στατιστικά, το 81% των ασθενών, που υποβλήθηκαν σε αποκατάσταση του ΠΧΣ, επέστρεψαν σε κάποια αθλητική δραστηριότητα, το 65% επέστρεψαν σε επίπεδο ανταγωνισμού όσο προ του τραυματισμού και το 55% των αθλητών υψηλού επιπέδου επέστρεψαν σε κανονικό ανταγωνισμό.
Ο μέσος χρόνος επιστροφής σε πλήρη δραστηριότητα ή και συμμετοχή σε αθλήματα εκτιμάται μεταξύ 6 και 12 μηνών μετά τη χειρουργική αποκατάσταση, ανάλογα με την πρόοδο και το είδος του αθλήματος. Ωστόσο, ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι χρειάζεται έως και 18 μήνες ή και περισσότερο, για να γίνει πλήρως λειτουργικό και ενσωματωμένο το μόσχευμα. Η πρόωρη επιστροφή στη δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει σε επανατραυματισμό και αποτυχία του μοσχεύματος. Η χειρουργική θεραπεία τυπικά γίνεται με Συνδεσμοπλαστική του Προσθίου Χιαστού, αρθροσκοπικά, χωρίς, δηλαδή, τομή του γόνατος. Συγκεκριμένα, μέσω 2 μικρών οπών (0,5 εκατοστά) στην πρόσθια επιφάνειά του, εισάγονται το αρθροσκόπιο και τα ειδικά μικροεργαλεία, για την εκτέλεση της επέμβασης. Γίνεται χρήση ιστικού μοσχεύματος και ο ασθενής συνήθως παίρνει εξιτήριο την ίδια ημέρα ή την επόμενη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Anterior Cruciate Ligament Knee Injuries, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Anterior cruciate ligament (ACL) injuries: A review on the newest reconstruction techniques, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Clinical Anatomy of the Anterior Meniscofemoral Ligament of Humphrey: An Original MRI Study, Meta-analysis, and Systematic Review, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Clinical Examination in the Diagnosis of Anterior Cruciate Ligament Injury: A Blinded, Cross-sectional Evaluation, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Χρειάζεται τελικά χειρουργική αποκατάσταση; salmasmarios.gr. Διαθέσιμο εδώ