11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ Ομοδικία στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Η Ομοδικία στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας


Του Γιώργου Κουτσονίκα,

Η έννοια του διαδίκου έχει κομβική σημασία στη πολιτική δίκη. Σύμφωνα με την αρχή της διαθέσεως, οι διάδικοι είναι εκείνοι οι οποίοι εκκινούν και προωθούν τη διαδικασία της δικής, ενώ ο καθορισμός της κατά τόπον αρμοδιότητας εξαρτάται, πολύ συχνά, από αυτούς. Ως διάδικος, τυπικά, θεωρείται εκείνος ο οποίος ζητά για λογαριασμό του έννομη προστασία, καθώς και εκείνος καθ’ ου ζητείται η προστασία αυτή. Βασικό ρόλο για τον προσδιορισμό των εκάστοτε διαδίκων παίζει, φυσικά, το δικόγραφο της αγωγής.

Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση της υποκειμενικής σώρευσης αγωγών (litis consortium) στην οποία συμμετέχουν περισσότεροι διάδικοι είτε από τη πλευρά του ενάγοντος είτε από τη πλευρά του εναγομένου. Η ομοδικία, όπως αλλιώς αποκαλείται αυτή η σώρευση, θεμελιώνεται συνήθως μέσω της αγωγής, οπότε γίνεται λόγος για αρχική ομοδικία, δύναται ωστόσο να ιδρυθεί και μεταγενέστερα (επιγενόμενη). Η κύρια διάκριση της ομοδικίας είναι σε απλή και αναγκαία.

Ξεκινώντας από την απλή ομοδικία, σκοπός του νομοθέτη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) είναι η οικονομία της δίκης μέσω της συνένωσης πολλών δικών σε μια κοινή συζήτηση καθώς και μέσω της έκδοσης ενιαίας απόφασης για όλους τους διαδίκους. Η συνένωση των δικών έχει αμιγώς δικονομικό χαρακτήρα χωρίς να επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο η κάθε δίκη απολαμβάνει αυτοτέλεια σε σχέση με τις άλλες. Η αυτοτέλεια αυτή σημαίνει, μεταξύ άλλων, πως η απόφαση της μίας δίκης δεν δημιουργεί δεδικασμένο για τις άλλες, το επιτρεπτό των μαρτύρων κρίνεται για κάθε δίκη ξεχωριστά και η ερημοδικία του ενός διαδίκου ισχύει μόνο για τον ίδιο. Πολύ σημαντικό είναι, επίσης, να αναφερθεί πως ο ομόδικος στην απλή ομοδικία θεωρείται τρίτος στις δίκες των άλλων ομοδίκων και συνεπώς δύναται να ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Jaiju Jacob

Ρωγμές στη προαναφερθείσα αυτοτέλεια των δικών των απλών ομοδίκων αποτελούν το άρθρο 75 παρ. 2, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να καλέσει τους υπόλοιπους ομόδικους σε περίπτωση επίσπευσης της δίκης από έναν εξ αυτών, καθώς και τα άρθρα 228, 237 παρ. 1, εδ. 6 και 238 παρ. 1, εδ. 3, 4, τα οποία επιμηκύνουν ορισμένες προθεσμίες και στους άλλους διάδικους, εάν ένας από αυτούς έχει διαμονή άγνωστη ή στο εξωτερικό. Τέλος, αξίζει επίσης να αναφερθεί πως η προσαγωγή αποδεικτικών μέσων από τον έναν ομόδικο ωφελεί και τους άλλους, σε αντίθεση με την άρνηση της ιστορικής βάσης και τη προβολή ένστασης που ωφελεί μόνον τον ίδιο.

Οι προϋποθέσεις απλής ομοδικίας αναφέρονται σωρευτικά στο άρθρο 74 και είναι τρείς. Αρχικά, για να υπάρξει απλή ομοδικία απαιτείται κοινωνία δικαιώματος ή υποχρεώσεως μεταξύ των εναγόντων ή εναγομένων. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν η κοινωνία (ΑΚ 785-805), η συγκυριότητα (ΑΚ 1113) και η εις ολόκληρον ενοχή (481-493). Δεύτερη προϋπόθεση αποτελεί η αυτή νομική και πραγματική αιτία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Εδώ ανήκουν δικαιώματα που προκύπτουν από την ίδια σύμβαση ή από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 74 μας δίνει τη τρίτη και τελευταία περίπτωση ομοδικίας, σύμφωνα με την οποία ομοδικία υπάρχει όταν «αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για τον καθέναν από τους εναγόμενους». Αυτό συμβαίνει, παραδείγματος χάρη, στις αγωγές περισσότερων μεταφορέων με αυτοτελείς συμβάσεις μεταφοράς κατά της εταιρίας. Αν οι εν λόγω προϋποθέσεις απουσιάζουν, το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, αλλά διατάζει απλώς τον χωρισμό των δικών.

Η αναγκαία ομοδικία αποτελεί τη δεύτερη κατηγορία υποκειμενικής σώρευσης αγωγών. Εδώ νομοθετικός σκοπός είναι η ανάγκη έκδοσης απόφασης όμοιου περιεχομένου για όλους τους διαδίκους, πράγμα που καθιστά επιτακτική τη συγκέντρωση των επιμέρους δικών σε μια κοινή διαδικασία. Έτσι, σε αντίθεση με την απλή ομοδικία δεν επιτρέπεται η επίσπευση της διαδικασίας από ορισμένους μόνο διάδικους (ΚΠολΔ 76 παρ. 3), οι απόντες ομόδικοι δεν ερημοδικάζονται, αλλά θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από τους κατά αντιμωλία δικαζόμενους ομόδικους και κάθε διαδικαστική πράξη που επιχειρεί μεμονωμένος διάδικος ωφελεί και βλάπτει και τους υπόλοιπους. Εξαίρεση στον τελευταίο κανόνα αποτελούν οι πράξεις συμβιβασμού, αναγνωρίσεως, παραιτήσεως και η συμφωνία περί διαιτησίας.

Οι μορφές της αναγκαίας ομοδικίας αναφέρονται στο άρθρο 76 και είναι τέσσερις. Η ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της διαφοράς συνιστά τη πρώτη περίπτωση και αφορά κατά κύριο λόγο αγωγές πάνω σε αδιαίρετα δικαιώματα όπως π.χ. της πραγματικής (ΑΚ 1122, 1131, 1138.2) ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας (ΑΚ 1191). Διχογνωμία επικρατεί στη νομολογία σχετικά με τη περίπτωση περισσότερων συνεκμισθωτών που ζητούν την απόδοση του μισθίου. Η πλειοψηφούσα γνώμη θεωρεί πως εδώ αναπτύσσεται σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, ενώ η μειοψηφούσα δέχεται την ανάπτυξη σχέσης εις ολόκληρον και άρα απλής ομοδικίας. Η δεύτερη και τρίτη μορφή αναγκαίας ομοδικίας συναντώνται, αφενός όταν η ισχύς της αποφάσεως υπέρ ή κατά του ενός ομόδικου, θα επεκτεινόταν αυτομάτως και στους άλλους ομόδικους (ομοδικία μεταξύ εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας και των εταίρων της) και αφετέρου όταν προβλέπεται υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση εκ του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου [αγωγή αποκλεισμού εταίρου (ΑΚ 771)]. Η αδυναμία ύπαρξης αντίθετων αποφάσεων (περίπτωση δ’) αποτελεί μια λεπτή περίπτωση η οποία κρίνεται νομολογιακά.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: pixabay

Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί πως αναγκαίος ομόδικος θεωρείται και ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων. Σε αντίθεση με την απλή πρόσθετη παρέμβαση, όπου ο παρεμβαίνων επιχειρεί να διαμορφώσει το περιεχόμενο των αντανακλαστικών συνεπειών της απόφασης, στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση τα αποτελέσματα της δίκης θίγουν άμεσα τη νομική θέση του παρεμβαίνοντος,  δικαιολογώντας έτσι την απονομή σε αυτόν εξουσιών αναγκαίου ομόδικου. Ωστόσο, δεν καθίσταται stricto sensu αναγκαίος ομόδικος και συνεπώς δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο ή αίτημα της αγωγής.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ν.Κ. Κλαμαρής, Σ.Ν. Κουσούλης, Σ.Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022
  • Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Κουτσονίκας
Γιώργος Κουτσονίκας
Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι φοιτητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Έχει συμμετάσχει και διακριθεί σε πληθώρα διαγωνισμών, εικονικών δικών και προσομοιώσεων. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και την αρθρογραφία.