Του Πάνου Σταθόπουλου,
Η αλληλεπίδραση των πολυκύτταρων οργανισμών με το περιβάλλον επέβαλε στην εξέλιξη των ειδών την παρουσία ενός συστήματος, εκτός των υπολοίπων, που θα τους προστάτευε από βλαπτικούς παράγοντες που διαρκώς επιχειρούν εισβολή. Αυτό το σύστημα, το ανοσοποιητικό, δίνει μάχη σε πολλά μέτωπα, από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνουμε ως πιστός σύμμαχός μας στην επιβίωση. Το ανοσοποιητικό σύστημα λειτουργεί μεθοδικά και προστατεύει αποτελεσματικά τον οργανισμό, όμως, λόγω πολλών αιτιών μπορεί να παραφέρεται και να επιτίθεται στον ίδιο τον οργανισμό, προκαλώντας τα γνωστά αυτοάνοσα νοσήματα.
Μια βασική ιδιότητα του ανοσοποιητικού συστήματος είναι να ξεχωρίζει τον οργανισμό από οτιδήποτε ξένο, κυρίως μέσω ενός μηχανισμού που ονομάζεται Μείζων Σύμπλεγμα Ιστοσυμβατότητας. Ουσιαστικά πρόκειται για πρωτεΐνες που εκφράζονται στην επιφάνεια των κυττάρων του οργανισμού (αντιγόνα) και αναγνωρίζονται από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Όπως όλες οι πρωτεΐνες, έτσι κι αυτές αποτυπώνουν την πληροφορία που υπάρχει σε γονίδια, εν προκειμένω σε ένα σύμπλεγμα γονιδίων στο χρωμόσωμα 6 (στον άνθρωπο) με το όνομα HLA. Το ποιες πρωτεΐνες εκφράζονται είναι διαφορετικό για κάθε άνθρωπο και καθορίζεται από το γενετικό του προφίλ. Μία από αυτές τις πρωτεΐνες, όμως, το αντιγόνο ιστοσυμβατότητας HLA–B27, εντοπίζεται σε ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με αυτοάνοσα νοσήματα, ιδίως στις οροαρνητικές σπονδυλαρθρίτιδες, δηλαδή στην αξονική σπονδυλίτιδα, την ψωριασική αρθρίτιδα, την αντιδραστική αρθρίτιδα, και την αρθρίτιδα σχετιζόμενη με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (νόσος Crohn και ελκώδης κολίτιδα). Το αντιγόνο HLA–B27 έχει, γι΄ αυτό τον λόγο, διαγνωστική χρήση.
Η θεωρία της μοριακής μίμησης προτείνει ότι σε κάποια αντιγόνα HLA, όπως π.χ. στο HLA–B27, υπάρχει μια περιοχή που βιοχημικά και ανοσολογικά μοιάζει με κάποια περιοχή που μπορεί να εντοπιστεί σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως είναι τα βακτήρια και οι ιοί. Έκθεση σε τέτοιους παράγοντες μπορεί αργότερα να οδηγήσει σε αυτοανοσία, εφόσον διαταράσσεται η ικανότητα του ανοσοποιητικού να ξεχωρίσει το οικείο από το ξένο, όταν μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Η θεωρία, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1976 στο Παρίσι, στηρίχθηκε σε ένα απλό πείραμα. Οι ερευνητές εμβολίασαν κουνέλια με ανθρώπινα λεμφοκύτταρα που έφεραν το αντιγόνο HLA–B27, οπότε πήραν ορό που περιείχε αντισώματα για αυτό το αντιγόνο και τον ανέμειξαν με καλλιέργειες βακτηρίων. Ο ορός φάνηκε να αντιδρά με καλλιέργειες gram αρνητικών βακτηρίων όπως η Klebsiella, η Salmonella και η Yersinia. Αργότερα αναζητώντας αυτά τα βακτήρια σε δείγματα κοπράνων ασθενών με έξαρση αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας εντόπισαν πράγματι Klebsiella σε σημαντικό ποσοστό. Από τότε έχουν διεξαχθεί πολλά πειράματα που υποδεικνύουν συσχέτιση μεταξύ του αυτοάνοσου νοσήματος και της Klebsiella.
Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, γνωστό σε γυναίκες που πάσχουν από θρομβώσεις και έχουν παρουσιάσει αυτόματες αποβολές, είναι άλλη μια περίπτωση που υποδεικνύει μια σχέση μεταξύ λοίμωξης και αυτοανοσίας. Μια πρωτεΐνη, η γλυκοπρωτεΐνη β2-GP1, μπορεί να είναι στόχος του ανοσοποιητικού στο αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο. Αυτή η πρωτεΐνη εμφανίζει παρόμοιες περιοχές με άλλα βακτήρια και ιούς. Παράλληλα, ερευνητές έχουν κατορθώσει να προκαλέσουν πειραμάτικα το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο σε ποντίκια εμβολιάζοντάς τα με αυτοαντισώματα και αντιγόνα, δεδομένα που μπορούν να στηρίξουν την υπόθεση της μοριακής μίμησης ως μηχανισμό πρόκλησης του νοσήματος.
Από την πρώτη διατύπωση της θεωρίας μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες, εκτός των προαναφερθέντων, που επιχειρούν να τεκμηριώσουν αυτόν τον μηχανισμό ως αιτία για πολλά αυτοάνοσα νοσήματα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο λοιμώδης παράγοντας βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε άτομο με τους κατάλληλους προδιαθεσιακούς παράγοντες. Δηλαδή η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα δεν είναι μονόδρομος σε λοίμωξη με Klebsiella, ούτε το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο θα εκδηλωθεί αν δεν υπάρχει η γενετική προδιάθεση, αλλά πρέπει να συμβούν ταυτόχρονα αρκετά γεγονότα τα οποία μπορεί να μην είναι ίδια σε κάθε ασθενή.
Ως συμπέρασμα από αυτή τη σύντομη παρουσίαση ενός εξαιρετικά σύνθετου μηχανισμού θα μπορούσε να εξαχθεί το εξής: η πολυπλοκότητα πίσω από την εκδήλωση της νόσου καθιστά δύσκολη την αναγνώριση της αιτίας, όμως, η μελέτη της παθοφυσιολογίας των νόσων αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Ιατρικής και συμβάλλει σημαντικά στη διάγνωση και τη θεραπεία τους. Η μοριακή μίμηση αποτελεί πλέον σταθμό στη διερεύνηση της αιτίας των αυτοάνοσων νοσημάτων και είναι ένα σημαντικό βήμα για τη θεραπεία τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Animal models of the antiphospholipid syndrome, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Molecular mimicry and autoimmunity, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Molecucal mimicry: can epitope mimicry induce autoimmune disease?, PubMed. Διαθέσιμο εδώ