Της Χαράς Γρίβα,
Το 1992, η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας αποτελούσε πλέον ένα τεράστιο κεφάλαιο στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Ήταν ένα κράτος που εδραιώθηκε σε μια περιοχή με συνονθύλευμα εθνικοτήτων, ήδη από τον 17ο αιώνα με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την διακυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας ανέλαβε ο Josip Broz, γνωστός και με το ψευδώνυμο Tito, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τον θάνατό του, το 1980. Οι εξαιρετικές του ηγετικές ικανότητες βοήθησαν τη χώρα αυτή να αναπτυχθεί, αλλά παράλληλα να κρατήσει και τον σοσιαλιστικό της χαρακτήρα.
Η έντονη αντιπαράθεση που προκλήθηκε ανάμεσα στον Stalin και στον Tito στα 1948 σχετικά με τις αποφάσεις του τελευταίου για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Σοβιετικού ηγέτη αλλά και τον χαρακτηρισμό του Tito ως προδότη, ενίσχυσε τη δυναμική της και κέρδισε την εύνοια της Δύσης. Το γεγονός ότι στα 1961, ο Tito δημιούργησε το Κίνημα των Αδέσμευτων, δηλαδή μια οργάνωση στην οποία θα συμμετείχαν τα ουδέτερα πολιτικά κράτη, πρόσφερε στο κράτος του την ευκαιρία για τη δημιουργία κατάλληλων προοπτικών για να μπορέσει να ενταχθεί και να θεωρηθεί ένα ισχυρό πιόνι στον διεθνή στίβο. Ίσως, η πιο σημαντική του φιλοδοξία δεν αφορούσε τα κομμουνιστικά πιστεύω του ή την συμπόρευση με την ΕΣΣΔ, αλλά προσπάθησε να υλοποιήσει ένα όνειρό που θεωρητικά ήταν ακατόρθωτο: να αδελφοποιήσει τις διάφορες εθνότητες μεταξύ τους.
Μετά τον θάνατό του, οι διάδοχοί του δεν ήταν το ίδιο χαρισματικοί, όσο εκείνος, και η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς. Τα αιτήματα για απόσχιση από την Ομοσπονδία προέρχονταν από όλα τα κράτη πλέον και οι κυβερνήτες των κρατών αυτών, ενώ προέρχονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, στράφηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση υιοθετώντας εθνικιστικές αντιλήψεις, προσπαθώντας να επιτύχουν την απόσχιση και να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο και ομοιογενές δημοκρατικό κράτος. Τα πρώτα κράτη που ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους ήταν η Σλοβενία και η Κροατία, το 1991. Ενώ η ανεξαρτησία της Σλοβενίας αναγνωρίστηκε σχετικά γρήγορα, λόγω της αποτυχίας των στρατευμάτων για αποτροπή της απόσχισης, η περίπτωση της Κροατίας ήταν διαφορετική.
Αρχηγός του κροατικού κράτους ήταν ο Franjo Tuđman, που ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1989. Ο ίδιος, αν και μαρξιστής, ήταν πλέον υπέρμαχος της απόσχισης της Κροατίας, αλλά παράλληλα δεν έδειχνε καμία εύνοια στην κυρίαρχη σέρβικη μειονότητα της Κράινα. Οι προσπάθειες του Tuđman στόχευαν στη δημιουργία ενός κράτους βασισμένου εξ ολοκλήρου στο κροατικό έθνος, αποκλείοντας όλες τις μειονότητες, όπως φάνηκε με την αλλαγή του πρώτου άρθρου του κροατικού συντάγματος, το 1991. Ενώ, στην αρχή πέτυχαν οι προσπάθειες αποτροπής της απόσχισης από τον γιουγκοσλαβικό στρατό, τον Μάιο του 1991 γίνεται δημοψήφισμα στη χώρα για την απόσχισή της από την Γιουγκοσλαβία, με τα αποτελέσματα να δείχνουν πως υπερψηφίστηκε με σχεδόν 93%.
Η διαφορά στις περιπτώσεις Σλοβενίας-Κροατίας είναι ότι στο πρώτο κράτος ζούσαν, αναλογικά με τον πληθυσμό της, πολύ λιγότεροι Σέρβοι από ό,τι συγκριτικά με την περίπτωση της Κροατίας. Η Κροατία βρισκόταν ένα βήμα πιο κοντά στην κήρυξη πολέμου, καθώς από την μία πλευρά η κυβέρνηση Tuđman απέκλειε όλο και περισσότερο τη σέρβικη μειονότητα, ταυτόχρονα όμως, η μειονότητα με συνεχόμενους αγώνες προσπάθησε να διεκδικήσει ορισμένα αυτονόητα δικαιώματα, για παράδειγμα την αναλογική εκπροσώπηση στο κροατικό κοινοβούλιο, το δικαίωμα χρήσης της γλώσσας τους στις δημόσιες υποθέσεις και το δικαίωμα διδασκαλίας της ιστορίας και του πολιτισμού τους σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Το τελειωτικό χτύπημα έγινε το καλοκαίρι του 1995 με την «επιχείρηση Καταιγίδα» όπου ο κροατικός στρατός εισέβαλε στην περιοχή της Κράινα και εξαπέλυσε ένοπλη επίθεση στους Σέρβους. Υπολογίζεται πως στην Κράινα παρέμειναν μονάχα 5.400 Σέρβοι από ένα σύνολο περίπου 600.000 Σέρβων. Με αυτόν τον τρόπο, ο Tuđman πέτυχε την εθνολογική σύσταση του κράτους και μπορούσε πολύ πιο εύκολα να ελέγξει και να χειραγωγήσει τους λιγοστούς Σέρβους που απέμειναν.
Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει την λογική της θεωρίας του «ντόμινο», η οποία παραδοσιακά εξηγεί πως εάν ένα κράτος γίνει κομμουνιστικό, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα και τα γειτονικά κράτη να γίνουν κομμουνιστικά. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όμως, διαφαίνεται έντονα πως σταδιακά το ένα κράτος μετά το άλλο προέβαλαν ένα σχετικό μίσος για τις μειονότητες που είχαν στα εδάφη τους. Στην πράξη, αυτό μπορεί να σημάνει πως με τον πρώτο διωγμό μειονότητας, ξεσπούσε και ο αντίστοιχος πόλεμος σε εκείνες τις μειονοτικές περιοχές, δημιουργώντας έντονα προσφυγικά ρεύματα, που έπληξαν όλη την βαλκανική χερσόνησο την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα.
Στην περίπτωση της Κροατίας, η σέρβικη μειονότητα δεν πήγε σύσσωμη στην Σερβία, όπως και θα θεωρούνταν το λογικό, αλλά εγκαταστάθηκε στο Κόσοβο και την Βοϊβοντίνα. Οι περιπτώσεις του Κοσόβου και της Βοϊβοντίνα ήταν ξεχωριστές περιπτώσεις λόγω και του ιδιόμορφου τρόπου διακυβέρνησης. Σύμφωνα με την αναθεώρηση του Συντάγματος της ΣΟΔΓ του 1974, ορίστηκαν το Κόσοβο και η Βοϊβοντίνα αυτόνομες επαρχίες της Σερβίας, παραχωρώντας τους δικαιώματα και υποχρεώσεις σαν να ήταν ανεξάρτητα κράτη. Στην περιοχή του Κοσόβου, η έντονη πληθυσμιακή αντίθεση που προκαλούσε η σχεδόν πανίσχυρη αλβανική παρουσία στην περιοχή, έκανε τους ίδιους τους Σέρβους να φαίνονται σαν μειονοτική ομάδα στο Κόσοβο. Αυτή η επιφανής κατάσταση δημοκρατίας που δημιουργήθηκε σε μια περιοχή όπου η αλβανική μειονότητα αγωνιζόταν για να διεκδικήσει την αναγνώρισή της (διαδηλώσεις και τεράστιες απεργίες, ήδη από το 1988), προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της σέρβικης κυβέρνησης, όπου ο Slobodan Milosevic ως πρωθυπουργός έλαβε δραστήρια μέτρα για την αποτροπή της «αλβανοποίησης» του Κοσόβου.
Ένα από αυτά τα μέτρα, λοιπόν, ήταν και η εγκατάσταση στις περιοχές του Κοσόβου με τους περισσότερους αλβανόφωνους, Σέρβους πρόσφυγες από την Κράινα, με τον πόλεμο του 1995. Με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε να ισορροπήσει τις τεράστιες αντιθέσεις του πληθυσμού και να μπορέσει να κρατήσει, όσο μπορέσει de facto τουλάχιστον, το Κόσοβο ως περιοχή που ανήκει στη Σερβία. Όσον αφορά την περιοχή της Βοϊβοντίνα, η οποία και αυτή βρίσκεται εντός των σερβικών συνόρων, η ισχυρή δύναμη της ουγγρικής μειονότητας της περιοχής προκάλεσε τον προβληματισμό του Milosevic, ειδικότερα μετά την δημιουργία της Δημοτικής Κοινότητας των Ούγγρων της Βοϊβοντίνα, με αρχηγό τον Andras Agoston. Οι συγκρούσεις, βέβαια, δεν ήταν της ίδιας έντασης σε σχέση με την Κράινα, αλλά η δυναμική της ήταν τέτοια, έτσι ώστε να οδηγηθούν στον δρόμο της προσφυγιάς αρκετοί Ούγγροι και άλλες μειονότητες της περιοχής.
Η σέρβικη κυβέρνηση προσπάθησε μέσω της χειραγώγησης των ΜΜΕ και τον αποκλεισμό των Μαγυάρων από κάθε είδους εργασία στον κρατικό τομέα και τη δημόσια διοίκηση να ενισχύσει τον σερβικό εθνικισμό σε εκείνη την περιοχή. Επιπλέον, μετά τα γεγονότα στην Κράινα του 1995, ο Milosevic εγκατέστησε και στην Βοϊβοντίνα Σέρβους πρόσφυγες για να ενισχύσει εθνολογικά την περιοχή, όπως ακριβώς έκανε και με την περίπτωση του Κοσόβου. Η διαφορά, ωστόσο, στις περιπτώσεις του Κοσόβου και της Βοϊβοντίνα είναι πως στην πρώτη περίπτωση ξέσπασε πόλεμος εν τέλει το 1998 ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή πλέον Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (Σερβία και Μαυροβούνιο) και το Κόσοβο με νατοϊκή και αλβανική στήριξη και βοήθεια, ενώ στην περίπτωση της Βοϊβοντίνα δεν υπήρξε κάποια ανοιχτή στρατιωτική σύρραξη. Οι παππούδες μας σίγουρα θα θυμούνται τους βομβαρδισμούς από το Κόσοβο που ακούγονταν μέχρι και τη Θεσσαλονίκη.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας προκάλεσε αναταράξεις σε όλη την βαλκανική χερσόνησο (πόλεμος Βοσνίας, μακεδονικό ζήτημα), άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς και εκτοπισμένους και τα νέα κράτη, που δημιουργήθηκαν από τις στάχτες του πολέμου, βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και δυσκολεύτηκαν να συναγωνιστούν την ανεπτυγμένη Δύση, γι’ αυτό και κατέληξαν στην τελική έρμαια πιόνια αυτής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Calvocoressi, P. (2010), Η Διεθνής Πολιτική μετά το 1945, Αθήνα: Εκδόσεις Τουρίκη.
- Κοππά, Μ. (1997), Οι Μειονότητες στα μετα-κομμουνιστικά Βαλκάνια: Πολιτικές του κέντρου και μειονοτικές απαντήσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη.