Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει πραγματοποιήσει από την αρχή του έτους ένα εντυπωσιακό «ράλι», με πρωταγωνιστές της τράπεζες. Ήταν κάτι που διαφαινόταν ήδη από το κλείσιμο του 2022, όταν οι περισσότερες αγορές μετοχών ανά την υφήλιο παρουσίαζαν σημαντικές απώλειες και το ελληνικό χρηματιστήριο είχε καταγράψει οριακά κέρδη. Ήταν αναμενόμενο, δηλαδή, πως όταν οι αγορές θα ανέκαμπταν μετά τα σοκ που βίωσαν την προηγούμενη χρονιά, η Λεωφόρος Αθηνών θα άδραζε την ευκαιρία για να κάνει «άλμα».
Η προοπτική για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με τα οφέλη που πρόκειται να επιφέρει στην ελληνική οικονομία εν γένει, αποτέλεσε το έναυσμα για την κινητοποίηση των εγχώριων επενδυτών, αλλά και για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Ήδη οι νέοι κωδικοί που έχουν εισαχθεί στο ελληνικό χρηματιστήριο υποδηλώνουν την αύξηση του ενδιαφέροντος ευρύτερα για τα ελληνικά χρεόγραφα, αλλά με την επερχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού αξιόχρεου, φεύγοντας από την κατηγορία των «junks», η εισροή κεφαλαίων αναμένεται να είναι ιδιαιτέρως σημαντική.
Πρόσφατα, οι δείκτες του Χρηματιστηρίου Αθηνών σημείωσαν σημαντικές διορθώσεις, με τον Γενικό Δείκτη να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης στη ζώνη των 1.295 με 1.300 μονάδων. Μάλιστα, αν εξαιρέσουμε την περασμένη εβδομάδα, το Χ.Α. έχει πραγματοποιήσει ένα πτωτικό σερί 4 εβδομάδων, το οποίο ήταν απολύτως λογικό. Με αφορμή την επιδείνωση του διεθνούς κλίματος και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, καθώς τα τελευταία στοιχεία για την κινεζική οικονομία διαψεύδουν τις αρχικές εκτιμήσεις για την ανθεκτικότητά της, η Ευρωζώνη σιγά σιγά παρουσιάζει σημάδια έντονης φθοράς στην οικονομική της δραστηριότητα, καταρρέοντας σταδιακά οι άμυνές της, και ο υψηλός πληθωρισμός στις δυτικές οικονομίες να είναι ακόμη κραταιός, γεγονός που θέτει σε δύσκολη θέση τις Κεντρικές Τράπεζες, ωθώντας ‘τες σε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων, πολλοί επενδυτές κατοχύρωσαν τα βραχυπρόθεσμα κέρδη τους. Παράλληλα, η καλοκαιρινή ραστώνη, σε συνδυασμό με την έλλειψη εγχώριων καταλυτών, περιόρισαν τον ημερήσιο τζίρο σε επίπεδα αρκετά κάτω από τον μέσο του έτους, αφού μεγάλη μερίδα των επενδυτών διατηρούν στάση αναμονής. Στον αντίποδα όμως, δεν έχουν λείψει και οι σημαντικές, αν και αρκετά επιλεκτικές, τοποθετήσεις αγοραστών, στηριζόμενοι στις συνεχείς δημοσιεύσεις θετικών εκθέσεων για τις ελληνικές μετοχές και ειδικά τις τράπεζες, από μεγάλους διεθνούς αναλυτές, οι οποίοι ανεβάζουν και άλλο τις τιμές-στόχους για αρκετές μετοχές, καθώς συνεχίζουν να διαπραγματεύονται σε “discount”, παρά τη μέχρι τώρα εντυπωσιακή τους άνοδο, συγκρατώντας, εν μέρει, την πλαγιοκαθοδική τάση που ωθούνται να διαγράψουν οι δείκτες.
Ακόμα και με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το κλίμα μπορεί να μην συνεχίσει σίγουρα να είναι ευνοϊκό και ο κίνδυνος απώλειά της είναι υπαρκτός. Σε προηγούμενα άρθρα, έχουν επισημανθεί οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας και των δημοσιονομικών αρχών, εν μέσω μιας υφεσιακής τάσης, μεγάλης αβεβαιότητας και υψηλών επιτοκίων. Ωστόσο, αυτά είναι ζητήματα που επηρεάζουν πιο έμμεσα το ελληνικό χρηματιστήριο και δεν αποτελεί πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί από την ΕΧΑΕ και τις διοικήσεις των εισηγμένων.
Βασικό ζήτημα, λοιπόν, αποτελεί το ποσοστό εμπορευσιμότητας των μετοχών, γνωστό και ως free float. Είναι ένας κύριος παράγοντας για πολλούς επενδυτές, ειδικά θεσμικούς, ώστε να επενδύσουν σε μια εισηγμένη. Σύμφωνα με αρκετές έρευνες, αυτή είναι η νούμερα ένα παράμετρος για να επενδύσει ένας διεθνής οίκος και μετέπειτα εξετάζονται η εταιρική διακυβέρνηση, τα αποτελέσματα της εταιρείας, το ανθρώπινο δυναμικό, η ικανότητα του management, το αντικείμενο δραστηριότητας κ.ά. Αν μια εταιρεία δεν πραγματοποιεί έναν αξιόλογο όγκο συναλλαγών ημερησίως, δεν πρόκειται να ασχοληθεί για μεγάλο διάστημα με τη μετοχή της. Η πλειοψηφία των εισηγμένων με μικρή εμπορευσιμότητα, συνήθως, περνούν αδιάφορες επενδυτικά ή η χρηματιστηριακή τους αξίας καταλήγει να διαπραγματεύεται σε υποτιμημένα επίπεδα.
Στο Χ.Α. είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται πάνω από 20 χρόνια γενικά, ιδιαίτερα μετά τη «μαύρη» περίοδο της ελληνικής αγοράς το 1999, όταν έσπασε η «φούσκα» των ελληνικών μετοχών. Έκτοτε, ικανοποιητικό free float έχουν μόνο τα περισσότερα blue chips του Χ.Α., αποτελώντας και έναν από τους βασικούς λόγους που μονοπωλούσαν τόσα χρόνια το ενδιαφέρον, περνώντας σχεδόν εντελώς αδιάφορα οι μικρότερες κεφαλαιοποιήσεις. Τις τελευταίες εβδομάδες, έχει υπάρξει διάχυση του ενδιαφέροντος μεταξύ των κεφαλαιοποιήσεων, καθώς στέρεψαν οι ελκυστικές επιλογές στον FTSE 25, χωρίς διόρθωση.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ένα ακόμα πρόβλημα του Χ.Α., το οποίο είναι η έλλειψη επενδυτικών επιλογών. Ο μικρός αριθμός εισηγμένων δεν είναι σε καμία περίπτωση προσελκυστική παράμετρος, ειδικά για θεσμικούς που θέλουν να επενδύσουν στην ελληνική αγορά. Ωστόσο, ήδη δρομολογούνται εισαγωγές αξιόλογων εταιρειών, όπως των Τrade Estates, Noval Οrilina, Optima Bank και Διεθνές Αεροδρόμιο. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και πιστωτικών περιορισμών, το χρηματιστήριο αποτελεί μια «φθηνή» επιλογή χρηματοδότησης των εταιρειών.
Συνεπώς, λοιπόν, για να παραμείνει το ενδιαφέρον στις μικρότερες κεφαλαιοποιήσεις, αλλά και εν γένει στις ελληνικές μετοχές, δεν γίνεται οι βασικοί ιδιοκτήτες να διακρατούν το 80% των μετοχών. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η εταιρεία Plasio, το οποίο βγήκε από το Χ.Α. σχετικά πρόσφατα με απόφαση της διοίκησης, διότι οι αποτιμήσεις της ήταν χαμηλότερες της πραγματικής της. Όσο το ποσοστό εμπορευσιμότητας είναι χαμηλό, τόσο πολλά (μεγάλα) χαρτοφυλάκια θα αποστρέφονται την ελληνική αγορά, λόγω του κινδύνου ρευστότητας που δημιουργείται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ψάχνουν «πατήματα» οι επενδυτές για το «στοίχημα» των 1.300 μονάδων, businessdail.gr, διαθέσιμο εδώ
- Έλλειμμα επενδυτικών επιλογών στο Χρηματιστήριο, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ