Της Γιάννας Κοντοκώστα,
Ο κλάδος του Εμπορικού Δικαίου ρυθμίζει, αφενός τις εμπορικές πράξεις ως δικαιοπραξίες, και αφετέρου, προσδιορίζει τους εμπόρους, ρυθμίζοντας τη δραστηριότητά τους. Οι εμπορικές πράξεις διακρίνονται σε αντικειμενικά εμπορικές (ορίζονται στον νόμο και είναι δικαιοπραξίες) και υποκειμενικά εμπορικές (ασκούνται από τους εμπόρους στο πλαίσιο της εμπορίας τους). Από τον νόμο, βέβαια, αναγνωρίζονται και οι δύο κατηγορίες. Όσον, τώρα, αφορά τους εμπόρους, η εμπορική τους ιδιότητα εύκολα μπορεί να αποδειχθεί νομικά. Προβλήματα ανακύπτουν στη διαδικασία απόδειξης ότι μια πράξη ασκήθηκε στο πλαίσιο εμπορίας των εμπόρων και όχι τυχαία. Προκειμένου, λοιπόν, να αποδειχθεί ότι μια πράξη εμπορική σχετίζεται άμεσα με την εμπορία του προσώπου που την επιχειρεί, χρήσιμη και άκρως καθοριστική είναι η συμβολή του τεκμηρίου της εμπορικότητας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό το τεκμήριο, κάθε πράξη, η οποία ασκείται από έναν έμπορο, είναι εμπορική. Μόνο εάν ο ίδιος ο έμπορος αποδείξει ότι μια συγκεκριμένη πράξη δεν σχετίζεται με την εμπορία του, μόνο τότε, δεν είναι εμπορική. Η προϋπόθεση αυτή, πηγάζει απευθείας από την εμπορική νομοθεσία, και πιο συγκεκριμένα, στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 2 του Βασιλικού Διατάγματος 2/14 Μαΐου 1835. Με βάση αυτή τη διάταξη, όσα γραμμάτια υπογράφονται από έναν έμπορο, θεωρείται, ότι πάντα υπογράφονται στο πλαίσιο της εμπορίας του, εκτός εάν ρητά αναφέρεται το αντίθετο. Ερμηνεύοντας διασταλτικά τον όρο «γραμμάτια», αυτός επεκτείνεται και αφορά κάθε πράξη του εμπόρου.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Η επισκευή -έναντι αμοιβής- μιας ηλεκτρικής συσκευής του Α από τον Β, στο πλαίσιο άσκησης επαγγέλματος του Β ως ηλεκτρολόγου, είναι εμπορική πράξη και καθιστά τον Β έμπορο. Αν, όμως, ο Β αρνείται να το κάνει αυτό στο πλαίσιο άσκησης της εμπορίας του, αλλά υπό μορφή εξυπηρέτησης στον Α που είναι φίλοι, τότε η πράξη του αυτή δεν σχετίζεται με την εμπορία του.
Το τεκμήριο εμπορικότητας, είναι αρχικά, νόμιμο μιας και προβλέπεται στον νόμο. Δεν είναι μια αυθαίρετη επιλογή – απόφαση που βρίσκεται στη διάθεση του εμπόρου, αλλά μια σημαντική νομική ρήτρα. Ισχύει κατ’ αποκλειστικότητα για όλους δίχως εξαιρέσεις. Κατά δεύτερον, είναι τεκμήριο μαχητό και όχι αμάχητο. Κλονίζεται και μπορεί να ανατραπεί με την περί αντιθέτου απόδειξη από τον αντίδικο, ο οποίος ωφελείται από αυτό. Τρίτον, είναι τεκμήριο δικονομικό. Μπορεί, δηλαδή, να το επικαλεστεί ο έμπορος ή ο αντίδικός του μόνο ενώπιον των δικαστικών αρχών, σε σχέση πάντα με τις διαφορές και τα προβλήματα που ανακύπτουν στις μεταξύ τους συναλλαγές.
Βέβαια, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες το τεκμήριο εμπορικότητας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Μία, από αυτές είναι όταν μεταξύ του εμπόρου και του αντισυμβαλλομένου του, έχει εξαρχής συμφωνηθεί ότι η υποχρέωση που αναλαμβάνει ο πρώτος, δεν σχετίζεται με την εμπορία του, αλλά είναι αποτέλεσμα άλλης αιτίας. Μια δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει με τον προφανή αστικό χαρακτήρα της πράξης, όπως για παράδειγμα η αγορά ενός σπιτιού. Μια τρίτη, τέλος, περίπτωση σχετίζεται με τη φύση της πράξης που επιχειρείται, η οποία είναι αστική (π.χ. γονική παροχή).
Εν αντιθέσει με τις ανωτέρω εξαιρέσεις, το τεκμήριο εμπορικότητας, εφαρμόζεται πάντα, όταν ενώπιον του δικαστηρίου, παρίσταται ένας έμπορος φαινόμενος. Φαινόμενος είναι ο έμπορος, ο οποίος στις συναλλαγές του με τους τρίτους, δημιουργεί αυτοβούλως την εντύπωση ότι η πράξη, την οποία επιχειρεί, σχετίζεται με την εμπορία του. Ουσιαστικά καταρτίζει εικονικές – ελαττωματικές δικαιοπραξίες και όχι έγκυρες. Δημιουργεί, δηλαδή, μια ψεύτικη εικόνα για τη νομική του θέση, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Σε αυτή την περίπτωση, ο νόμος είναι με το μέρος του καλόπιστου τρίτου, ο οποίος δύναται να επικαλεστεί την αρχή του φαινόμενου δικαίου (ΑΚ 189, ΑΚ 281). Έτσι, ο έμπορος, που ενήργησε παρανόμως, υπόκειται σε δυσμενή νομική μεταχείριση.
Κλείνοντας, η συμβολή του τεκμηρίου εμπορικότητας, είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τα πρόσωπα που επιχειρούν οποιαδήποτε εμπορική πράξη. Αποτελεί μια από τις βασικότερες ρήτρες – εγγυήσεις του Εμπορικού Δικαίου, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη των εμπορικών συναλλαγών. Σε περιπτώσεις διαφωνιών μεταξύ εμπόρων και αντισυμβαλλομένων, λειτουργεί ως ένα βασικό μέσο του δικαστηρίου για την απόδειξη εμπορικότητας και την απονομή δικαιοσύνης εν συνόλω.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Ψυχομάνης, Σ., Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος – Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων, Σάκκουλα: Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2018