Της Φαίδρας Χρυσοστάλη,
Για πρώτη φορά στην ιστορία παρατηρούμε την ανάδειξη μίας νέας υπερδύναμης πέρα από τις Η.Π.Α.. Χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, η Κίνα επιδιώκει την επέκταση της επιρροής της, την αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας και την κυριαρχία της στο εμπόριο. Για την επίτευξη των παραπάνω, η κινέζικη Kυβέρνηση πρότεινε την πρωτοβουλία “Belt and Road” («Μία Ζώνη, Ένας δρόμος»), με ισχυρές προσμονές για την επιτυχία της.
Πρόκειται για ένα πολύ αισιόδοξο έργο υποδομών, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2013 από τον Κινέζο Πρόεδρο, Xi Jinping, με όραμα την αναβίωση του παλιού Δρόμου του Μεταξιού μέσω της διασύνδεσης της Κίνας με την Ασία και την Ευρώπη. Το όραμα του Xi Jinping περιελάβανε ένα τεράστιο δίκτυο αποτελούμενο από σιδηρόδρομους, ενεργειακούς σωλήνες και αυτοκινητόδρομους, οι οποίοι θα κατευθύνονται παράλληλα προς τα δυτικά αλλά και προς τα νότια (προς το Πακιστάν, την Ινδία και την υπόλοιπη νοτιοανατολική Ασία). Η πρωτοβουλία έχει ως στόχο να επεκτείνει την Κινέζικη επιρροή και το κινέζικο νόμισμα διεθνώς, αλλά και να δώσει ένα τέλος στους περιορισμούς του εμπορίου της Ασίας προς την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι, επίσης, αναγκαίο να αναφερθεί πως το μοντέλο οικονομίας της Κίνας είναι «αρχιτεκτονικά» κατασκευασμένο, ώστε να κυριαρχεί ως μία χώρα εξαγωγών και αυτό είναι εμφανές από το γεγονός, ότι είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό εξαγωγών παγκοσμίως, ο οποίος ανέρχεται στα 3,5 τρισεκατομμύρια σε σύγκριση με τις Η.Π.Α., όπου οι εξαγωγές ανέρχονται στα 2 τρισεκατομμύρια. Επομένως, η πρωτοβουλία “Belt and Road” αποτελεί ένα έργο, το οποίο έχει την ικανότητα να ωφελήσει στρατηγικά αλλά και οικονομικά την Κίνα.
Θα μπορούσε όμως η στρατηγική του “Belt and Road” initiative να κάνει την Κίνα νούμερο ένα οικονομία, ξεπερνώντας και τις Η.Π.Α.; Το “Belt and Road” initiative εξυπηρετεί κρίσιμα εγχώρια, οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά ενδιαφέροντα της Κίνας, τοποθετώντας το έργο στις προτεραιότητες της χώρας όσον αφορά τα στρατηγικά της σχέδια για την αναρρίχηση στην κορυφή. Με την εφαρμογή αυτής της πρωτοβουλίας, η Κίνα επωφελείται καθώς μειώνεται δραστικά το κόστος χρόνου και μεταφοράς των αγαθών σε γειτονικές χώρες, το οποίο ως συνέπεια θα επιτρέψει στην Κίνα να εξαγάγει προϊόντα με λιγότερα ρυθμιστικά μέτρα απ’ ό, τι προηγουμένως. Έτσι, αυξάνοντας το εμπόριο, τις επενδύσεις και τις σχέσεις με χώρες τις Ευρασίας, η Κινέζικη Κυβέρνηση θα αποκτήσει ένα οικονομικό πλεονέκτημα, με το οποίο θα έχει την δύναμη να διαμορφώσει τους κανόνες που διέπουν τα οικονομικά ζητήματα στην περιοχή και να «ελέγχει» τις γειτονικές χώρες που βασίζονται στο εμπόριο με την Κίνα. Με βάση όσα έχουν προαναφερθεί, τα παραπάνω πλεονεκτήματα δίνουν την δυνατότητα στο Πεκίνο να εκμεταλλευτεί την οικονομική υπεροχή, ώστε να προωθήσει τα πολιτικά του συμφέροντα εφόσον έχει την υποστήριξη των εμπορικών συνεργατών. Συνεπώς, η πρωτοβουλία αντιπροσωπεύει την επιθυμία του Πεκίνο να επεκτείνει την οικονομική του επιρροή ακολουθώντας μια στρατηγική “soft power” (ήπιας δύναμης), η οποία θα παρουσιάσει την Κίνα ως μία εναλλακτική δύναμη στην διεθνή ιεραρχία.
Για να ξεχωρίσει, όμως, ως υπερδύναμη, χρειάζεται την συνεργασία με τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες καθώς είναι οι μόνες που μπορούν να της προσφέρουν πραγματικό όφελος, διότι έχουν την ικανότητα να εισάγουν μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων συγκριτικά με τις χώρες της Ευρασίας. Δυστυχώς, για τη Κίνα, οι Ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν την πρωτοβουλία με δυσπιστία διότι υπονομεύει το εμπόριο της Δύσης, αφού η μεταφορά αγαθών δεν γίνεται μέσω ευρωπαϊκών μέσων και έτσι χάνεται ο έλεγχος της μεταφοράς των εμπορευμάτων. Επιπρόσθετα, μέσα από διάφορες συνεργασίες της Κίνας με ευρωπαϊκές χώρες αλλά και χώρες της Αφρικής φαίνεται πως αντί να αναπτύσσονται οικονομικά δίκαια οι εξαγωγές των δύο μερών, προκύπτει έλλειμα στις χώρες με τις οποίες συνεργάζεται, ενώ η Κίνα έχει πάντα πλεόνασμα. Εν τέλει, καταλήγει να κάνει πιο πολλές εξαγωγές και να μειώνει τις δικές της δαπάνες, φέρνοντας τις άλλες χώρες σε δυσμενή θέση. Η συμπεριφορά αυτή γίνεται φανερή από τα παρακάτω αναφερθέντα παραδείγματα της Ιταλίας και της Αφρικής.
Πριν μερικές εβδομάδες, η Ιταλική Κυβέρνηση ανακοίνωσε πως επρόκειτο να αποχωρήσει από την αμφιλεγόμενη συμφωνία με την Κίνα σχετικά με την πρωτοβουλία “Belt and Road”, του κινέζου Προέδρου Xi Jinping. Η Ιταλία αποτελούσε τη μόνη χώρα της Ομάδας των Επτά (G7), η οποία είχε υπογράψει, το 2019, το σύμφωνο με την Κίνα, το οποίο εν τέλει αποδείχθηκε καταστροφικό για την οικονομία της. Εκείνη την περίοδο, η Ιταλία είχε άμεση ανάγκη για επενδύσεις καθώς και να επεκτείνει τα προϊόντα της στην τεράστια αγορά της Κίνας, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Xi Jinping για να προωθήσει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Σύντομα όμως, έγιναν ξεκάθαρες οι προθέσεις της Κίνας προκαλώντας την απογοήτευση της Ιταλίας. Από όταν υπογράφηκε η συμφωνία, οι εξαγωγές της Ιταλίας προς την Κίνα αυξήθηκαν από 14,5 δισεκατομμύρια σε 18,5 δισεκατομμύρια, σε αντίθεση με τις εξαγωγές τις Κίνας που σημείωσαν μια πιο δραστική αύξηση, από 33,5 δισεκατομμύρια σε 50,9. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω γεγονότα, αλλά και με την έντονη μείωση των Κινέζικων επενδύσεων στην Ιταλία, η Ιταλίδα Πρωθυπουργός, Giorgia Meloni, δήλωσε πως ήταν ένα τεράστιο λάθος το σύμφωνο αυτό και πως σκόπευε να το διορθώσει με την αποχώρηση τους.
Όσον αφορά την περίπτωση της Αφρικής, η Κίνα έχει αναδείξει ενδιαφέρον από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 με επενδύσεις σε υποδομές. Η χρηματοδότηση της Κίνας στην Αφρική διαφέρει σημαντικά με αυτήν της Ευρώπης, διότι αποτελείται από έναν συνδυασμό επιδομάτων, δανείων και οικονομικών ενισχύσεων (δωρεάν ή με χαμηλότερο επιτόκιο), γεγονός που είναι τρομερά ελκυστικό για τις Αφρικάνικες χώρες. Πράγματι, η Κίνα έχει κάνει πολλές επενδύσεις σε λιμάνια, υποδομές και ενεργειακά “project”, τα οποία έχουν ενισχύσει την οικονομία πολλών χωρών της Αφρικής, ωστόσο παρατηρούμε έντονες διαμαρτυρίες κατά της Κίνας. Για παράδειγμα, στην Ουγκάντα ξέσπασαν διαδηλώσεις το 2017, καθώς η Κίνα δεν τηρούσε τις υποσχέσεις της σχετικά με τις επενδύσεις της, όπως και στη Μαδαγασκάρη οι πολίτες διαμαρτυρήθηκαν για την αρνητική επιρροή των Κινέζων στα εδάφη τους. Επιπρόσθετα, ολοένα και αυξάνονται οι ανησυχίες πολλών Αφρικάνικων χωρών για τα χρέη προς την Κινέζικη Kυβέρνηση, καθώς το 72% των χρεών της Κένυας οφείλεται στην Κίνα, γεγονός που μπορεί να τις οδηγήσει σε χρόνια «σκλαβιά». Τέλος, οι Αφρικανικές Κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να ανακοινώνουν την διακοπή πολλών έργων εξαιτίας της συνολικής δυσαρέσκειας.
Εν κατακλείδι, η πρωτοβουλία “Belt and Road”, φαίνεται να αποτελεί απλώς μια εξωτερική πολιτική της Κίνας μέσω της οποίας αναζητά να κυριαρχήσει οικονομικά και να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, με συνέπεια να επισκιάζει τις μεγάλες οικονομίες της Δύσης. Για την ώρα η πρωτοβουλία φαίνεται να εξαπατάει τρίτες χώρες με υποσχόμενη μια δίκαια και ισότιμη συνεργασία η οποία δυστυχώς έχει ως στόχο την προώθηση μόνο των κινέζικων συμφερόντων και καταλήγει να είναι ζημιογόνα για το συμβαλλόμενο μέλος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Belt and Road Initiative: China’s New Grand Strategy?, Research Gate, διαθέσιμο εδώ
- Italy Joining China’s Belt and Road Initiative Was Atrocious Move, Defence Minister Says, BBC News, διαθέσιμο εδώ
- China’s Massive Belt and Road Initiative, Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ
- Why Is Italy Withdrawing from China’s Belt and Road Initiative?, Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ
- China’s Belt and Road Initiative: Implications in Africa, Observer Research Foundation, διαθέσιμο εδώ