Του Μάριου Κριτίδη,
Ένα συχνά παραβλεπόμενο κεφάλαιο στην ελληνική διδαχή της μεσαιωνικής/Βυζαντινής ιστορίας, είναι οι μεγάλες κατακτήσεις του Μογγόλου στρατηλάτη Τεμουζίν, γνωστός και ως Τζένγκις Χαν, ο οποίος από μικρές επιδρομές στην Κίνα, μπόρεσε μέσα στη ζωή του να ενώσει τις διάσπαρτες Μογγολικές φυλές και να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ενιαία σε έκταση Αυτοκρατορία όλων των εποχών. Μια Αυτοκρατορία που μετά και τις κατακτήσεις των υιών του, μετά τον θάνατό του το 1227, απλωνόταν από την σημερινή Κίνα, μέσω των αχανών Ευρασιατικών στεπών έως την σημερινή Πολωνία, Ρωσία και Μέση Ανατολή. Όμως, ακόμη και μετά τον θάνατο του Τεμουζίν, οι γιοι του διατήρησαν τα κατακερματισμένα από την Αυτοκρατορία βασίλεια, κάποιοι για πολλούς αιώνες σε Κίνα, Καύκασο και Ρωσία. Το στίγμα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας στην στρατιωτική ιστορία του μεσαίωνα είναι ανεξίτηλο για την περιοχή της Ασίας, τόσο μέσω των κατακτήσεων του Τζένγκις Χαν, όσο και της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του μεταγενέστερου τουρκο-μογγόλου Ταμερλάνου, που κυριάρχησε στα Περσικά εδάφη στα τέλη του 14ου αιώνα. Η Μογγολική παρουσία στην Κίνα θα διαρκέσει για σχεδόν έναν αιώνα μέσω της δυναστείας Yuan, η οποία δυναστεία θα ανατραπεί από τους Ming το 1368 και τα εδάφη της Μογγολίας για πολλούς αιώνες θα παραμείνουν υπό Κινεζικό έλεγχο χωρισμένα σε δύο περιφέρειες: την Εσωτερική και Εξωτερική Μογγολία. To 1502, η Χρυσή Ορδή που κυριαρχούσε στα σημερινά Ρωσικά και Ουκρανικά εδάφη θα διαλυθεί, δίνοντας τέλος και στη Μογγολική παρουσία στην Ευρώπη.
Το αποτύπωμα των Μογγολικών κατακτήσεων δεν ήταν μόνο οι καταστροφές, οι σφαγές εκατομμυρίων και οι εκατοντάδες εξώγαμοι απόγονοι του Μεγάλου Χαν σε όποια επαρχία και πόλη περνούσαν οι έφιππες ορδές. Οι αιώνες διοίκησης των κατακτημένων περιοχών καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τον χαρακτήρα σύγχρονων κρατών, παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία τους χαρακτηρίζει τις κατακτήσεις των Μογγόλων ως ξένη κατοχή. Στη Ρωσία η Μογγολική διοίκηση αποτέλεσε αφετηρία του Ρωσικού Ευρασιανισμού, ιδεολογία που βλέπει τη Ρωσία ως μία Αυτοκρατορική οντότητα διαφορετική και απαθή στον Δυτικό πολιτισμό. Από την άλλη, στην Κίνα, η Μογγολική κατοχή ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το αίσθημα ανωτερότητας της Κινεζικής φυλής έναντι των «Βαρβάρων» της στέπας, ενισχύοντας τον αυταρχισμό τον διαδοχικών Κινεζικών δυναστειών (Ming και Qing).
Για πολλούς αιώνες, λοιπόν, τα πατρογονικά εδάφη του μεγαλύτερου κατακτητή της ιστορίας, θα υποπέσουν στον Κινεζικό κλοιό για σχεδόν 500 χρόνια. Παρόλα αυτά, η Μογγολική ταυτότητα επιβίωσε μέσα στους αιώνες και δεν αφομοιώθηκε στην Κινεζική κουλτούρα, μόνο διαφοροποιήθηκε περαιτέρω, καθώς σταδιακά πολλοί Μογγόλοι ασπάστηκαν τον Θιβετιανό Βουδισμό ειδικότερα μετά τον 17ο αιώνα. Οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές με την Κίνα θα διατηρούσαν μέσα στους αιώνες ζωντανή την εθνική συνείδηση των Μογγόλων, δημιουργώντας την υπόγεια επιθυμία της απόσπασής τους από την Αυτοκρατορική Κίνα. Ο 20ος αιώνας θα βρει την Κίνα σε μία μοναδική θέση για την ιστορία της κρίσης, καθώς το Αυτοκρατορικό πολιτικό σύστημα χιλιετιών θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά, με την επανάσταση των Δημοκρατικών της Νότιας Κίνας, δημιουργώντας τη Δημοκρατία της Κίνας. Εκμεταλλευόμενοι την πολιτική αστάθεια με την επανάσταση κατά της δυναστείας των Qing, Μογγόλοι αυτονομιστές ξεκίνησαν επαναστατικό αγώνα για την ανεξαρτησία των Μογγολικών εδαφών. Η επανάσταση περιορίστηκε κυρίως στην πιο απόμακρη περιφέρεια της Εξωτερικής Μογγολίας, η οποία με την παρέμβαση και του Ρωσικού στοιχείου, μπόρεσε να αντισταθεί στην αντίδραση των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων και να βρεθεί σύντομα σε συνθηκολόγηση, στην οποία το Κινεζικό καθεστώς θα αποδεχτεί την ανεξαρτησία της Μογγολίας.
Έτσι η Μογγολία θα γίνει ένα σύγχρονο Βεστφαλιανό κράτος το 1911, υπό ένα Βουδιστικό θεοκρατικό καθεστώς, με αρχηγό τον θρησκευτικό ηγέτη του Βουδισμού στη Μογγολία, Bogd Khan. Το θεοκρατικό καθεστώς δεν θα αντέξει για πολύ, καθώς η Μογγολία θα πληρώσει τον λογαριασμό της Ρωσικής βοήθειας για την ανεξαρτησία τους από την Κίνα, καθώς το 1921 θα λάβει χώρα Κομμουνιστική επανάσταση στην οποία θα παρέμβει για να ενισχύσει και ο Κόκκινος στρατός της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ με τον θάνατο του Bogd Khan το 1924, η Μογγολία θα ονομαστεί και επίσημα ως «Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας». Από αυτό το σημείο και έπειτα η Μογγολία θα παραμείνει ως μία ανεξάρτητη «σοσιαλιστική δημοκρατία», δορυφόρος όμως της Σοβιετικής Ένωσης, αντιμετωπίζοντας παρόμοιες κρίσεις στο εσωτερικό της με τις υπόλοιπες χώρες του Κομουνιστικού μπλοκ.
Ο κολλεκτιβισμός και οι διώξεις κατά των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος και των βουδιστών μοναχών ήταν ευρείες, καθώς πολλοί ναοί καταστράφηκαν και πολλοί πιστοί υπήρξαν θύματα μαζικών «εκκαθαρίσεων», με μαζικούς τάφους να έχουν ανακαλυφθεί σε σημαντικές πόλεις της Μογγολίας τις τελευταίες δεκαετίες. Το καθεστώς αυτό θα παραμείνει για 70 χρόνια, όμως δεν θα αντέξει την σταδιακή κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του 80. Η αδυναμία του εσωτερικού καθεστώτος και του προστάτη της, της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν τόσο μεγάλη που η κυβέρνηση «παραδόθηκε» αμαχητί σε μία δημοκρατική διαδήλωση μερικών χιλιάδων ακτιβιστών στην πρωτεύουσα της χώρας, Ουλάν Μπατόρ. Μετά από μία μεταβατική περίοδο 3 ετών, το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Μογγολίας θα επικυρωθεί το 1992 και θα καθιερωθεί το σύστημα της Ημιπροεδρικής δημοκρατίας, με τις πρώτες εκλογές να διεξάγονται το 1993.
Η Μογγολία του 21ου αιώνα, απολαμβάνει ένα ιδιαίτερα σταθερό και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, από τα πιο λειτουργικά της ευρύτερης περιοχής της Κεντρικής Ασίας, εθνοτικά ομοιογενές, ενώ διεθνώς θαυμάζεται για την κουλτούρα της, τη φυσική ομορφιά και την ασφάλεια που παρέχει στους τουρίστες. Όμως, αν κοιτάξουμε την σύγχρονη Μογγολία πίσω από από τους μύθους των αδίστακτων πολεμαρχών τους και της νομαδικής παράδοσης αιώνων που επιβιώνει αδιάβλητη μέχρι σήμερα, θα διακρίνουμε αδυναμίες υπαρξιακής σοβαρότητας στο εσωτερικό της χώρας που καθιστούν δύσκολο το ανεξάρτητο μέλλον της για τις επόμενες δεκαετίες.
Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα ως ένα μετα-σοβιετικό κράτος, η Μογγολία αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα με κράτη τα οποία μοιράζεται κοινή ιστορία ως προς την κατάρρευση του Κουμμουνιστικού μπλοκ, όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Δηλαδή ασθενής οικονομική ανάπτυξη, διαφθορά και δημογραφική κρίση. Όμως, η ιδιαίτερη γεωγραφία και τα δημογραφικά δεδομένα της Μογγολίας, καθιστούν ιδιαίτερα δυσεπίλυτα τα προβλήματα αυτά.
Η Μογγολία είναι ένα μεγάλο περίκλειστο κράτος στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, το οποίο -σε αντίθεση με το επίσης περίκλειστο Καζακστάν- δεν έχει κανένα μεγάλο υδάτινο σώμα στο εσωτερικό της. Η γεωμορφολογία της απαρτίζεται κυρίως από αχανείς στέπες, ερήμους στα νότιά της και ελάχιστα δάση, υδροβιότοπους και καλλιεργήσιμες εκτάσεις στο βόρειο τμήμα της, στα σύνορα με τη Ρωσία. Οι στέπες, οι οποίες καθόρισαν τη νομαδική ταυτότητα των πολλαπλών λαών που ζούσαν σε αυτές, πέρα από την απαράμιλλη ομορφιά τους, αποτελούν περιοχές με χαμηλή μεν βλάστηση, η οποία όμως, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Μογγολίας, καταπλακώνεται τους χειμώνες από τόνους χιονιού και «ξηρού» πολικού ψύχους. Το κλίμα της Μογγολίας είναι γνωστό για την πολύ υψηλή ξηρασία του αέρα της και τις ακραίες μεταβολές της θερμοκρασίας από την μία εποχή στην άλλη. Η μέση θερμοκρασία του χειμώνα κυμαίνεται μεταξύ -30 και -15 βαθμών Κελσίου, ενώ το καλοκαίρι 11 με 30 βαθμούς μέσα στη μέρα, ανάλογα τη χρονική στιγμή.
Οι ακραίες καιρικές μεταβολές του κλίματος αυτού, καθιστούν αδύνατη μία αξιόπιστη και σταθερή αγροτική παραγωγή στη χώρα. Έτσι, η Μογγολία κατατάσσεται σε μία από τις πιο άγονες χώρες του κόσμου για αγροτική καλλιέργεια, κατατάσσοντας τα όμορφα κατάφυτα τοπία της που βλέπουμε την άνοιξη σε εικόνες, στην ίδια θέση με Αφρικανικές χώρες όπως τη Ναμίμπια, οι οποίες αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από ερήμους απολύτως στείρες από ζωή. Το ιδιόμορφο κλίμα της στέπας, λοιπόν, έχει κρατήσει τον αγροτικό τομέα της χώρας σε πρακτικές και τρόπο ζωής παρόμοιο με αυτόν της εποχής του Τζένγκις Χαν και των νομάδων του μεσαίωνα. Ο μόνος λειτουργικός πρωτογενής τομέας στη Μογγολία είναι αυτός της κτηνοτροφίας. Βοσκοί και κτηνοτρόφοι ζουν με το κοπάδι τους και την οικογένειά τους νομαδικά σε παραδοσιακές σκηνές που ονομάζονται “ger”, ενώ κάθε λίγους μήνες, όταν αλλάζει ο καιρός, οι κτηνοτρόφοι διαμελίζουν τις σκηνές τους και ξεκινούν δια ποδός ή έφιπποι ταξίδια εκατοντάδων χιλιομέτρων μαζί με το κοπάδι τους νοτιότερα ή βορειότερα στη Μογγολική επαρχία, όπου το κλίμα είναι ευνοϊκότερο για την επιβίωση του κοπαδιού που τους τρέφει. Ακριβώς όπως έκαναν για εκατοντάδες χρόνια πολλές γενιές προγόνων τους. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον το 25% του συνολικού πληθυσμού των 3.3 εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας ζει με αυτόν τον νομαδικό τρόπο μέχρι σήμερα.
Αυτός ο τρόπος ζωής, όμως, δεν ταιριάζει σε πολλούς κατοίκους του σύγχρονου κόσμου, ενώ η ερημοποίηση της υπαίθρου λόγω της κλιματικής αλλαγής και της υπερβόσκησης, κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή των βοσκών της χώρας, με αποτέλεσμα ένα τεράστιο ποσοστό της χώρας να κατοικεί στο μοναδικό αναπτυγμένο αστικό κέντρο της Μογγολίας, την πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ, ενώ άλλοι μεταναστεύουν σε χώρες όπως τις Η.Π.Α. και την Κίνα. Είναι τόσο κακή η δημογραφική κατανομή της χώρας, όπου είναι επίσημα η πιο αραιοκατοικημένη ανεξάρτητη χώρα του κόσμου, αντάξια της Γροιλανδίας, με πυκνότητα πληθυσμού που φτάνει τους 1.1 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο στην επαρχία, αν εξαιρέσουμε την πυκνότητα της πόλης Ουλάν Μπατόρ.
Η οικονομία της χώρας στηρίζεται κυρίως σε κτηνοτροφικά προϊόντα, πιο δημοφιλές το κασμίρι της, τα τυριά και το γάλα, ενώ μία ιδιόμορφη πηγή εσόδων του κράτους είναι τα χαμηλά σε κόστος νηολόγια, που έχει ως αποτέλεσμα μία χώρα με μηδενική ακτογραμμή να έχει γύρω στα 3.000 εμπορικά πλοία που πλέουν με Μογγολική σημαία! Ο βιομηχανικός τομέας της χώρας παραμένει ασθενής, παρά τον πλούτο της χώρας σε κάρβουνο και σπάνια μέταλλα. Πρόσφατες πρωτοβουλίες της Μογγολικής κυβέρνησης ήταν ο διάλογος με τις Η.Π.Α. με την προοπτική επενδύσεων και εκμετάλλευσης των σπάνιων μετάλλων της χώρας, που γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικοί πόροι για την ανάπτυξη νέων υπολογιστικών τεχνολογιών και οπλικών συστημάτων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως της Μογγολίας, το οποίο αποτελεί υπαρξιακή απειλή για το μέλλον της είναι η γεωστρατηγική της θέση. Περίκλειστη και απομονωμένη μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, δύο εξίσου αχανείς και πολύ ισχυρές χώρες. Από τη μία, η Ρωσία με τον φυσικό της πλούτο και το πυρηνικό της οπλοστάσιο, και από την άλλη η Κίνα με τη βιομηχανική της υπερδύναμη που την έχει αναδείξει ως αντάξιο ανταγωνιστή της Αμερικανικής παγκόσμιας κυριαρχίας. Έτσι η μικρή πληθυσμιακά Μογγολία είναι καταδικασμένη να επιβιώνει ανάμεσα σε δύο ισχυρές χώρες, στις οποίες ήταν υποτελής η Μογγολία στο σύντομο παρελθόν. Το γεγονός αυτό αποτελεί σχεδόν ιστορική ειρωνεία, αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για τους ίδιους λαούς τους οποίους έπνιξαν στο αίμα οι ορδές του Τζένγκις Χαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης εκστρατείας του, μερικούς αιώνες πριν.
Μπορεί η Μογγολία να συνεχίσει να υπάρχει ως πραγματικά ανεξάρτητο κράτος; Ή θα καταλήξει όπως και στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, ως κράτος δορυφόρος της Κίνας, καθώς μπαίνουμε ως κόσμος σε έναν δεύτερο σύγχρονο Ψυχρό Πόλεμο με νέα δεδομένα. Δεδομένης της ανόδου του Κινεζικού Εθνικισμού με την εγκαθίδρυση της μόνιμης εξουσίας του Προέδρου Xi Jinping, δεν είναι αδύνατο -πέραν της πρόδηλης επεκτατικότητας της Κίνας προς το νησιωτικό κράτος της Ταϊβάν- το εύρος της Κινεζικής σφαίρας επιρροής να καταπιάσει και τη Μογγολία. Η συμμετοχή της Μογγολίας στην παγκόσμια στρατηγική του Σύγχρονου Δρόμου του Μεταξιού “Belt and Road Initiative (BRI)” αποτελεί ένα πρώτο δείγμα της σταδιακής εξάρτησης της Μογγολίας από Κινεζικά κεφάλαια και το εμπόριο με τη γείτονά της. Από τη μία, η BRI μπορεί να υποβαθμίζει την πραγματική ανεξαρτησία της Μογγολίας, θέτοντάς της υπό εξάρτηση σε κινεζικά δάνεια και κατασκευαστικά κεφάλαια και εταιρείες, όμως μπορεί να της προσφέρει καίριας σημασίας υποδομές μεταφορών, τις οποίες χρειάζεται η περίκλειστη και αχανής χώρα των στεπών.
Και έτσι πορεύεται η Μογγολία στην σύγχρονη εποχή… Από μία χώρα που κυριάρχησε στον κόσμο και έσπειρε τον τρόμο και τον θάνατο στη μεσαιωνική Ευρώπη και Ασία, σε μία χώρα η οποία αφού απελευθερωθεί μετά από αιώνες από τα δεσμά των χωρών στις οποίες κάποτε κυριαρχούσε η ίδια, θα παλεύει για την επιβίωσή της στον σύγχρονο κόσμο, απομονωμένη από το διεθνές σύστημα και με ελάχιστα εφόδια στη διάθεσή της, μέσα στο δύσκολο περιβάλλον της γεωγραφίας της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- RealLifeLore, Why 99.7% of Mongolia is Completely Empty, youtube, διαθέσιμο εδώ
- Marina Yue Zhang, Mongolia’s Rare Earths Diplomacy and Its Geopolitical Implications, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- Bolormaa Purevjav, How to Fix Mongolia’s Mining Industry, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- Communist Dictatorship in Mongolia (1921-1990), διαθέσιμο εδώ