Της Καρολίνας Σόμπτσυκ,
Συνεχίζοντας με την κατανομή της εκδίκασης υποθέσεων ιδιωτικού δικαίου από τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια (όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενο άρθρο), θα ολοκληρώσουμε τη μελέτη της καθ’ ύλην αρμοδιότητας, δηλαδή ποιο δικαστήριο δικάζει κάθε «ομάδα» υποθέσεων, ανάλογα με το είδος της επίδικης διαφοράς και το ύψος της απαίτησης.
Στο άρ. 9 ΚΠολΔ αναφέρονται 5 περιπτώσεις προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της δίκης (συνέχεια):
Γ) Εάν μια από τις πλείονες απαιτήσεις δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, τότε δε μπορούμε να έχουμε το φαινόμενο της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών του άρ. 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, οπότε κατά την παρ. 2 θα χωριστούν οι υποθέσεις. Δηλαδή, ακόμη και εάν τα 2 αιτήματα τύχει να υπάγονται λχ στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, και πάλι θα πρέπει να χωριστούν και να βρεθεί το αρμόδιο δικαστήριο για κάθε αίτημα.
Δ) Όταν έχουμε υποκειμενική σώρευση αγωγών (ομοδικία είτε παθητική είτε ενεργητική), εξετάζουμε: αν έχω άνω του ενός ενάγοντες, το αίτημα κάθε ενάγοντος, αν έχω άνω του ενός εναγομένους, το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο. Έτσι, βρίσκω με βάση το ύψος της αξίας τους, σε ποιο δικαστήριο πρέπει να «πάει» κάθε υπόθεση (στα άρ. 12-21), βρίσκω το ανώτερο όλων (αν φυσικά τύχει να μην είναι το ίδιο για όλα) και το ανώτερο θα επιληφθεί όλων των αιτημάτων σε 1 δίκη. Ωστόσο, στην ομοδικία θα πρέπει επιπλέον να εξετάσω, πέραν της έννομης σχέσης που έχω μπροστά μου, και εάν το συγκεκριμένο δικαίωμα στη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι διαιρετό ή αδιαίρετο, δηλαδή εάν μπορεί το δικαίωμα να αποκτηθεί, μεταβιβαστεί ή καταργηθεί κατ’ ιδανικά μερίδια, δηλαδή σε ποσοστά. Μπορεί πχ να έχω σύμβαση πώλησης ή μίσθωσης και αυτόματα θα σκεφτώ ότι έχω διαιρετό δικαίωμα, όμως το αντικείμενο της πώλησης μπορεί να είναι ένα ζώο! Η απόδοση του τιμήματος είναι χρηματική παροχή και άρα διαιρετή, ωστόσο η απόδοση του πράγματος είναι αδιαίρετη, αφού το ίδιο το πράγμα δε μπορεί να διαιρεθεί σε ιδανικά μερίδια, άρα ούτε να διεκδικηθεί, κλπ.
Οι χρηματικές παροχές θεωρούνται κατά κανόνα διαιρετές. Ομοίως, τα εμπράγματα δικαιώματα είναι κατά κανόνα διαιρετές παροχές, ιδίως η κυριότητα και η νομή. Η αναφορά στο νόμο λύνει το πρόβλημα του χαρακτηρισμού μιας παροχής ως διαιρετής ή αδιαίρετης, πχ αν πρόκειται για ενοχή εις ολόκληρον, θεωρείται αδιαίρετη-η οίκηση & οι πραγματικές δουλείες είναι εκ του νόμου αδιαίρετες, κ.ο.κ. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λύση που έχει διαμορφωθεί μέσα από τη νομολογία, όταν η αγωγή περιλαμβάνει αίτημα αποτιμητό σε χρήμα, αλλά και αίτημα παράδοσης ή απόδοσης του πράγματος: σε 1 μόνο περίπτωση είναι αδιαίρετο δικαίωμα, συγκεκριμένα όταν η ομοδικία βρίσκεται από την πλευρά των εναγομένων. Πχ έχω 2 εναγόμενους και πρέπει να μου δώσουν πίσω το ενοικιαζόμενο διαμέρισμά μου. Δε μπορεί να θεωρηθεί ότι έχω ικανοποιηθεί, εάν φύγει μόνο ο ένας μισθωτής-πρέπει να φύγει και ο 2ος και τότε θα έχει ικανοποιηθεί το αίτημά μου.
Ε) Όταν ο διάδικος ζητεί ως κύριο αίτημα ένα ποσό και σε περίπτωση απόρριψής του, αναφέρει ένα άλλο αίτημα, τότε έχουμε επικουρική σώρευση αγωγών, έχοντας διαφορετικές νομικές βάσεις. Εδώ, θα ληφθεί υπόψιν το αίτημα με την υψηλότερη αξία, για να βρεθεί το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο.
Ξεκινούμε, λοιπόν, με τη συνήθη αρμοδιότητα του άρ. 14. Στα Ειρηνοδικεία υπάγονται όλες οι χρηματικές διαφορές μέχρι 20.000 ευρώ. Στα Μονομελή Πρωτοδικεία υπάγονται όλες οι διαφορές 20.001-250.000 ευρώ. Στα Ειρηνοδικεία επίσης υπάγονται οι διαφορές από σύμβαση μίσθωσης και οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων μεταξύ τους ή/και με τους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους, αμφότερες κατηγορίες διαφορών μόνο μέχρι ένα συγκεκριμένο ύψος. Το άρ. 14, όπως είναι λογικό, με παραπέμπει στα άρ. 9 & 11, για να υπολογίσω το εκάστοτε ποσό της διαφοράς.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στα άρ. 15-16-17, που αποτελούν περιπτώσεις εξαιρετικής αρμοδιότητας. Εδώ δε λαμβάνεται υπόψιν το ύψος του επίδικου αντικειμένου, όπως συμβαίνει στη συνήθη αρμοδιότητα του άρ. 14, οπότε δε χρειάζεται στις 3 αυτές περιπτώσεις καν να ανατρέξω στα 9 & 11, αφού αυτά βοηθούν ακριβώς στον υπολογισμό του ύψους αυτού. Γι’ αυτόν το λόγο, πρώτα θα ανατρέξω στα άρθρα αυτά και έπειτα, αν δεν έχω την εξαίρεση, θα αναζητήσω τη συνήθη αρμοδιότητα με τα άρ. 14, 9, 11, κλπ.
1) Άρ. 15: Εξαιρετική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου για περιπτώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. ΚΠολΔ). Υπάγονται στα Ειρηνοδικεία, όλες οι σχετικές υποθέσεις ανεξαρτήτως ποσού. Πχ ευθύνη ξενοδόχων, γειτονικό δίκαιο, συμβάσεις μεταφοράς, πώληση ζώων, αμοιβές δικηγόρων, κ.ά.
2) Άρ. 16: Εξαιρετική αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου. Κατά το άρ. 14 παρ2, στα ΜΠρ υπάγονται όλες οι χρηματικές διαφορές, εφόσον η αξία του αντικειμένου είναι 20.001-250.000 ευρώ. Με το άρ. 16 επεκτείνεται η αρμοδιότητα των ΜΠρ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου η αξία μπορεί να είναι και άνω των 250.000 ευρώ. Πχ από μίσθωση πράγματος, διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και ασφαλισμένων, ζημίες από αυτοκίνητο, κ.ά.
3) Άρ. 17: Εξαιρετική αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου. Υπάγονται στα ΜΠρ, όλες οι σχετικές υποθέσεις ανεξαρτήτως ποσού. Πχ γαμικές διαφορές, ακύρωση αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών, κ.ά.
Πέραν των παραπάνω, σε δίκη μπορεί να κατάγονται και δικαιώματα που προσβλήθηκαν, όμως συγχρόνως το αίτημα της αγωγής να μην είναι με κανέναν τρόπο αποτιμητό σε χρήμα-οπότε θα με οδηγήσει στον εντοπισμό του αρμοδίου, το είδος της διαφοράς. Τότε, είτε θα εξετάσω, μήπως μου δίνουν την αρμοδιότητα τα άρ. 15-16-17. Αν ούτε αυτά μου τη δίνουν, τότε αρμόδιο θα είναι εξ αντιδιαστολής το Πολυμελές Πρωτοδικείο, κατά το άρ. 18 (όπως έχει αναφερθεί ξανά).
Όπως είναι λογικό, υπάρχει η 3η περίπτωση, το αίτημα να είναι μεν αποτιμητό σε χρήμα, όμως όχι ευθέως, πχ δε ζητάω κατευθείαν 10.000 ευρώ από την έννομη σχέση Χ και λόγω του βιοτικού συμβάντος Ψ, κλπ. Ο νομοθέτης, λοιπόν, προνοεί και τις μετατρέπει σε χρηματικές μέσω του άρ. 11, που ενεργοποιείται δυνάμει του άρ. 8. Στο άρ. 11, λοιπόν, αναφέρεται ο τρόπος υπολογισμού της αξίας του επίδικου αντικειμένου, όταν έχουμε εμπράγματα δικαιώματα (νομή, κυριότητα, ενέχυρο, υποθήκη, προσωπικές και πραγματικές δουλείες), ασφάλεια πέραν της εμπράγματης, διαφορές για περιοδικές παροχές, διαφορές από συμβάσεις μίσθωσης και δίκες διανομής.
Εν τέλει, κλείνοντας με την ανάλυση της ύλης των υποθέσεων που παραπέμπονται στα πολιτικά δικαστήρια, στο άρ. 12 καθιερώνεται ο (αυτονόητος) κανόνας των δυο βαθμών δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Τουτέστιν, μπορώ με δικόγραφο και μέσω πολιτικής δίκης να ζητήσω σε πρώτο βαθμό την εκδίκαση υπόθεσης, όταν προσβάλλεται δικαίωμά μου (από τα Ειρ, ΜΠρ, ΠΠρ στο άρ. 13 και κατόπιν άρ. 14 παρ. 1&2 ή εξετάζω, μήπως τυχόν έχω εξαιρετική αρμοδιότητα, εάν πρόκειται για υποθέσεις των άρ. 15-16-17). Έπειτα, μπορώ να προσβάλω την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (είτε είμαι ενάγων, είτε είμαι εναγόμενος) με το ένδικο μέσο της εφέσεως, άρα ζητάω να δικαστεί η υπόθεσή μου ξανά και στην ουσία της, σα να δικαζόταν για πρώτη φορά (από τα δικαστήρια των άρ. 17Α & 19=ΜΠρ, ΜΕφ, ΤρΕφ/ εδώ λέγεται όχι καθ’ ύλην, αλλά πιο συγκεκριμένα κατά λειτουργίαν αρμοδιότητα). Μπορώ έπειτα να προσβάλω και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου την απόφαση με το ένδικο μέσο της αναίρεσης, ώστε να εξεταστεί από τον Άρειο Πάγο, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας μας (βλ. άρ. 20). Όμως, αυτήν τη φορά θα ελέγξει ο ΑΠ μόνο για τυχόν τυπικά σφάλματα την απόφαση και δε θα προχωρήσει στην ουσία της υπόθεσης (πχ αν πράγματι συνέβη αυτό που αναφέρεται, αν πράγματι υπήρχε δικαίωμα που προσβλήθηκε, εάν όντως γεννήθηκε αξίωση, κλπ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1η Έκδοση, 1986, Εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ
- Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η Έκδοση, 2022, Εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ