Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Σε κάθε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ο χρόνος αποκτά μεγάλη σημασία, καθώς αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα καθορισμού της αμοιβής του εργαζομένου. Επομένως, ο προσδιορισμός του περιεχομένου του καθίσταται αναγκαίος για την προστασία των συμφερόντων τόσο του εργαζομένου, ως του αδύναμου μέρους της σύμβασης και της σημασίας του μισθού ως του βασικού βιοπορισμού του στοιχείου, αλλά και των συμφερόντων του εργοδότη, που πρωτίστως έχουν να κάνουν με την οικονομική του θέση.
Σημείο εκκίνησης του προσδιορισμού του χρόνου εργασίας, αποτελεί το άρθρο 2 της οδηγίας 93/104/ΕΚ η οποία ορίζει ως χρόνο εργασίας «κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές». Αν και ο ορισμός είναι αρκετά σαφής και συγκεκριμένος, εντούτοις δεν περιέχει μια ξεκάθαρη απάντηση σχετικά με το εάν κάποιες ειδικές δραστηριότητες είναι ή όχι χρόνος εργασίας. Η σημασία του προσδιορισμού του χρόνου αυτού είναι κρίσιμη, καθώς με αυτό τον τρόπο προσδιορίζεται το ύψος συγκεκριμένων παροχών καθώς και ο υπολογισμός των υπερωριών και -ενδεχομένως- της υπερεργασίας.
Αρχικά, με βάση τη νομολογία, έχει γίνει δεκτό ότι προπαρασκευαστικές ενέργειες που περιλαμβάνουν κάποιες εργασίες δεν θεωρούνται χρόνος εργασίας. Με βάση αυτό, ούτε ο χρόνος για την μετάβαση στον τόπο εργασίας συνυπολογίζεται. Ούτε τα διαλείμματα ανάμεσα στον παραγωγικό χρόνο. Εξαίρεση, αποτελούν τα επαγγέλματα που ο τόπος εργασίας τους δεν είναι ένας, αλλά πολλοί, όπως για παράδειγμα οι διάφοροι πωλητές. Στον χρόνο εργασίας συμπεριλαμβάνεται και η διάρκεια μετάβασης. Θα ήταν, πραγματικά ανεπιεικές για τους συγκεκριμένους εργαζομένους, εάν χρόνος εργασίας νοούνταν μόνο ο χρόνος παραμονής στον κάθε πελάτη, εάν, μάλιστα, ως τόποι εργασίας ορίστηκαν διαφορετικές πόλεις. Με αυτόν τον τρόπο, θα εξαλειφόταν στην πραγματικότητα ο χρόνος ανάπαυσης.
Παράλληλα, σημαντικός είναι και ο προσδιορισμός της μορφής ετοιμότητας. Η ετοιμότητα διακρίνεται σε γνήσια, απλή και σε ετοιμότητα κλήσης. Γνήσια ετοιμότητα, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος ναι μεν δεν ασκεί την καθορισμένη εργασία του αλλά βρίσκεται σε εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων, έτσι ώστε, εάν χρειαστεί η συμβολή του, αυτός να μπορεί να την παρέχει. Παραδείγματα τέτοιου είδους ετοιμότητας είναι ο αστυνομικός, ο οδηγός ταξί ή σχολικού λεωφορείου, ο πυροσβέστης. Τόσο η ελληνική όσο και ενωσιακή νομολογία, συμπεριλαμβάνουν την διάρκεια αυτή στον χρόνο εργασίας και όχι στον χρόνο ανάπαυσης, με τη λογική ότι ο εργαζόμενος δεν αναπαύεται, αλλά παραμένει στον τόπο εργασίας μακριά από την οικογένειά του.
Απλή ετοιμότητα, από την άλλη, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παραμένει στον τόπο που έχει καθορίσει ο εργοδότης, ωστόσο δεν χρειάζεται να βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά μπορεί να αξιοποιήσει τον χρόνο αυτό όπως επιθυμεί. Έτσι, μπορεί να τρώει, να βλέπει τηλεόραση καθώς και να κοιμάται. Τέτοια είναι η περίπτωση της νοσοκόμας και της μπέιμπι σίτερ. Η ελληνική νομολογία, δεν συμπεριλαμβάνει τον χρόνο αυτό στον χρόνο εργασίας, επομένως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τα όρια εργασίας. Το Δικαστήριο της ΕΕ, ωστόσο, διαφωνεί με την άποψη των ελληνικών δικαστηρίων και θέτει απλά ως κριτήριο την παραμονή του εργαζομένου στον καθορισμένο από τον εργοδότη τόπο, καθώς κρίσιμο γι’ αυτό στοιχείο είναι η διάθεση του εργαζομένου στην υπηρεσία του εργοδότη που ισχύει με την ίδια ένταση και στην απλή ετοιμότητα. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η θέση αυτή δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα και την οριοθέτηση της αμοιβής ισοδύναμης με αυτή, κατά την διάρκεια πλήρους εργασίας αλλά έχει νόημα κυρίως στην οριοθέτηση του, εάν τηρείται ο επιβαλλόμενος χρόνος ανάπαυσης.
Τέλος, τόσο το Δικαστήριο της ΕΕ, όσο και τα ελληνικά δικαστήρια συγκλίνουν στην άποψη ότι η ετοιμότητα κλήσης του εργαζομένου εξομοιώνεται με χρόνο ανάπαυσης. Ως ετοιμότητα κλήσης, χαρακτηρίζεται η διάρκεια εκείνη στην οποία ο εργαζόμενος δεν χρειάζεται να βρίσκεται στον τόπο εργασίας που έχει υποδείξει ο εργοδότης, αλλά οπουδήποτε αυτός επιθυμήσει αρκεί, βέβαια, να μπορεί σε εύλογο χρόνο να παρέχει τις υπηρεσίες του. Στην ετοιμότητα κλήσης ο εργαζόμενος δεν περιορίζει την ελευθερία κινήσεων του και ούτε απομακρύνεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Γι’ αυτό και τα δικαστήρια τον εξομοιώνουν με χρόνο ανάπαυσης.
Δεδομένου ότι το ενωσιακό δίκαιο ως υπερεθνικό υπερέχει έναντι του εθνικού δικαίου, η ελληνική νομολογία ως προς την απλή ετοιμότητα χρειάζεται να μετατρέψει την θέση της για να συναχτεί με την ευρωπαϊκή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δημήτρης Ζερδελής, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου, Ατομικές εργατικές σχέσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021