Του Δημήτρη Τσελίκα,
Στα προηγούμενα μέρη της ζωής του Μιλτιάδη (εδώ κι εδώ) είδαμε την καταγωγή του, την περίοδο της τυραννίας του στην Χερσόνησο, την επιστροφή του στην Αθήνα και την τεράστια στρατηγική του προσωπικότητα, η οποία οδήγησε στον θρίαμβο της Μάχης του Μαραθώνα. Κι ενώ κανείς θα πίστευε πως ένας τέτοιος ήρωας θα έφτανε στο τέλος της ζωής του γεμάτος τιμές και δόξα, θα του απαντούσαμε «Ίσως σε κάποια άλλη χώρα, αλλά όχι στην Ελλάδα». Το φαινόμενο της ελληνικής αχαριστίας χτύπησε και πάλι (θα αναφερθούμε στο μέλλον σε αυτό), και ο Μιλτιάδης έσβησε άδοξα. Σήμερα θα μάθουμε το πώς και το γιατί.
Ο Μιλτιάδης είχε υποσχεθεί στην Αρτέμιδα, αν νικήσουν, να θυσιάσει σε αυτήν τόσες αίγες όσοι και οι νεκροί εχθροί. Επειδή όμως το νούμερο των τελευταίων ήταν πολύ μεγάλο, η Εκκλησία του Δήμου με ψήφισμα μεταβάλει αυτήν την υπόσχεση και αποφασίζει πως κάθε χρόνο, στην επέτειο της μάχης, θα θυσιάζονται 500 αίγες. Ο Μιλτιάδης τιμήθηκε με χάλκινο ανδριάντα στους Δελφούς, και με ανάρτηση της εικόνας του στο Πρυτανείο. Μάλιστα, στην ζωγραφική απεικόνιση της μάχης στην Ποικίλη Στοά, ο Μιλτιάδης φαινόταν ανάμεσα στους Έλληνες. Δυστυχώς όμως, το τέλος αυτού του σπουδαίου ήρωα δεν θα ήταν αντάξιο του κατορθώματός του. Βλέπετε, οι παθογένειες που ταλανίζουν τον ελληνικό λαό ακόμα και σήμερα, υπήρχαν από τότε. Είναι στοιχείο του DNA μας, και αυτό εντοπίζεται σε πολλά παραδείγματα. Το 489 π.Χ., ο Μιλτιάδης ζήτησε στρατό και 70 πλοία από τους Αθηναίους, για να εκστρατεύσει σε μακρινές χώρες και να τους κάνει πλούσιους, όπως τους είπε. Αυτοί δέχθηκαν, και ο Μιλτιάδης ξεκίνησε για την Πάρο, η οποία είχε πολλά μεταλλεία. Ταυτόχρονα, είχε βοηθήσει και τους Πέρσες στην μάχη του Μαραθώνα, επομένως ο Μιλτιάδης ήθελε να τους τιμωρήσει.
Επί 26 μέρες λεηλατούσε το νησί, ώσπου έκλεισε τους Παρίους εντός των τειχών τους. Ξεκίνησε, λοιπόν, την πολιορκία, και ζήτησε από τους Παρίους το ποσό των 100 ταλάντων για να μην τους καταστρέψει. Αυτοί όμως, όχι μόνο δεν έδιναν τα χρήματα, αλλά κάθε βράδυ ψήλωναν όλο και περισσότερο τα τείχη της πόλης τους. Τότε, εμφανίστηκε σε αυτόν μια ιέρεια του ναού της Δήμητρας και της Περσεφόνης, η Τιμώ, και του είπε πως πρέπει να ακολουθήσει τις οδηγίες της αν θέλει να καταλάβει την πόλη. Έτσι, ο Μιλτιάδης πήγε στον λόφο που βρισκόταν μπροστά στην πόλη και πήδησε πάνω από τον περίβολο του ναού, αφού δεν μπορούσε να ανοίξει τις πύλες. Κατευθύνθηκε προς τον ναό για να κάνει ό,τι του είπε η Τιμώ (είτε να πάρει κάποιο αντικείμενο είτε κάτι άλλο, δεν γνωρίζουμε), αλλά ξαφνικά, μπροστά στις πύλες του ναού, τον έπιασε μια φρίκη. Προσπάθησε να γυρίσει πίσω από τον δρόμο που είχε πάρει και νωρίτερα, αλλά ενώ πηδούσε την ξερολιθιά έσπασε τον μηρό του ή το γόνατό του. Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει πως πληγώθηκε από βέλος, αλλά η κατάληξη και στις δύο θεωρίες ήταν η ίδια. Οι δε Πάριοι, όταν έμαθαν ότι η Τιμώ βοήθησε τον Μιλτιάδη εναντίον τους, έστειλαν αντιπροσώπους στους Δελφούς για να τους πει το μαντείο αν θα έπρεπε να την σκοτώσουν επειδή καθοδήγησε τους εχθρούς εναντίον της πατρίδας της και απεκάλυψε σε άντρα τα ιερά και απαγορευμένα. Η Πυθία όμως δεν τους άφησε να την σκοτώσουν, λέγοντάς τους πως ο Μιλτιάδης έπρεπε να έχει κακό θάνατο και η Τιμώ εμφανίστηκε για να του τον δώσει.
Έτσι λοιπόν, ο Μιλτιάδης απέπλευσε από την Πάρο χωρίς να την κυριεύσει, χωρίς να φέρει χρήματα πίσω στην Αθήνα, και με το πόδι του σε πάρα πολύ κακή κατάσταση. Όταν γύρισε, τον περίμενε μια πολύ άσχημη υποδοχή. Δυστυχώς, η ελληνική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων σπουδαίων ανδρών και γυναικών που, ενώ έδωσαν ό,τι είχαν για την πατρίδα, αυτή τους το ανταπέδωσε μόνο με πίκρες και βάσανα, όπως θα δούμε και στα επόμενα άρθρα του αφιερώματος, και όπως γνωρίζουμε και από άλλα παραδείγματα. Τα δε παραδείγματα είναι τόσο πολλά, που θα μπορούσε να γραφτεί όχι ένα άρθρο, αλλά να γίνει ολόκληρο αφιέρωμα. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, κατηγόρησαν τον Μιλτιάδη ότι εξαπάτησε την πόλη. Μάλιστα, ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, τον έσυρε στο δικαστήριο για να τον τιμωρήσει με θάνατο. Ο Μιλτιάδης παρίστατο στο δικαστήριο, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει, πολλώ δε μάλλον να απολογηθεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του. Ο μηρός του είχε σαπίσει από το τραύμα, και έτσι βρισκόταν κατάκοιτος, με πυρετό, πάνω σε ένα κρεβάτι που μετέφεραν οι φίλοι του στο δικαστήριο. Αυτοί είχαν αναλάβει την υπεράσπισή του, υπενθυμίζοντας σε όλους με πολλές λεπτομέρειες την κατάληψη της Λήμνου και την μάχη του Μαραθώνα. Εν τέλει, ο Δήμος απέσυρε την θανατική ποινή από τον Μιλτιάδη, αφού αυτός ήταν ετοιμοθάνατος έτσι κι αλλιώς, και αντ’ αυτού του έβαλε ένα τεράστιο πρόστιμο, ύψους πενήντα ταλάντων. Ύστερα από αυτά, ο Μιλτιάδης πέθανε, αφού έπαθε γάγγραινα από τον σαπισμένο μηρό του. Το πρόστιμο το πλήρωσε ο γιος του ο Κίμων, που μετέπειτα έγινε κι αυτός μεγάλος στρατηγός.
Αυτή ήταν η ζωή του Μιλτιάδη, του ήρωα του Μαραθώνα. Χάρις στην εξυπνάδα και τη στρατηγική διορατικότητά του, η Ελλάδα έμεινε ελεύθερη και δεν υποδουλώθηκε στους βαρβάρους. Αντί, όμως, να ευεργετηθεί για αυτό, κατέληξε προδομένος από μια πατρίδα που αγάπησε, διακινδυνεύοντας την ζωή του για αυτήν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κων. Παπαρρηγόπουλου «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος 2, Αθήνα: Εκδόσεις Λυμπέρη – Εκδόσεις Οξύ
- Πλεύρης, Κ. (2012), Οι βάρβαροι (Αναφορά στα Ελληνοπερσικά), Αθήνα: Εκδόσεις Ήλεκτρον
- Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς, Ιστοριών Α’ – Κλειώ (2012), μτφρ. Τζαφερόπουλος Α., Αθήνα: Βιβλιοθήκη Των Ελλήνων – Γεωργιάδης
- Μιλτιάδης. Η άγνωστη ζωή του στρατηγού που συνέτριψε τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Γιατί τον δίκασαν οι Αθηναίοι, που τον θεωρούσαν τύραννο, mixanitouxronou.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Miltiades, livius.org, Διαθέσιμο εδώ
- Miltiades, worldhistory.org, Διαθέσιμο εδώ